Wednesday, 24 April, 2024

«Κανονικότητα» με μισθό 569 ευρώ. Το απαισιόδοξο μέλλον για νέα γενιά

Στα πρόθυρα της νευρικής κρίσης βρίσκεται η νέα γενιά της Ελλάδας νιώθοντας την απόλυτη απαισιοδοξία. Οι μισθοί στα… τάρταρα και η αβεβαιότητα για το μέλλον

αποτελούν την μόνη «κανονικότητα» της χώρας που έχει γνωρίσει. «Η νέα γενιά ψάχνει συνεχώς από κάπου να πιαστεί» λέει στο ThessToday.gr η 24χρονη Ελένη, η οποία εργάζεται σε δύο δουλειές για να τα βγάλει πέρα όσο σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να είναι σίγουρη αν θα μπορέσει να πληρώσει τους επόμενους λογαριασμούς.

Σε πρόσφατες πανελλαδικές έρευνες κοινής γνώμης, οι νέοι της χώρας δηλώνουν βαθύτατα απογοητευμένοι και πιεσμένοι για την επόμενη μέρα. Ανήκουν στην γενιά που μεγάλωσε κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης, που είδε την οικογένειά της να χάνει τα πάντα από την μία στιγμή στην άλλη γιατί δυσκολεύονται οικονομικά. Μία γενιά που ζει συνεχώς στο άγχος ενώ την ίδια στιγμή κάνει τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα χωρίς να βάζει μεγάλους στόχους αφού δεν εμπνέει η χώρα για κάτι τέτοιο.

«Νομίζουν πως και τα 10 ευρώ θα μας σώσουν»!

«Δεν είναι αισιόδοξο το μέλλον μας, και η νέα γενιά το νιώθει. Είμαστε ώριμοι και δεν ζούμε με ψευδαισθήσεις» συμπληρώνει η Ελένη, ενώ παράλληλα προσθέτει πως δεν υπάρχει κάτι πλέον που να μην επηρεάζει τους νέους, αφού σε κάθε τραπέζι θα ακούγονται εκφράσεις του τύπου «μου ήρθε 400 ευρώ ο λογαριασμός της ΔΕΗ, 800 ευρώ το φυσικό αέριο, δεν ξέρω τι να πρωτοπληρώσω και δεν θέλω να ζητήσω από τους γονείς μου». Στην εργασία η ίδια πιστεύει πως κυριαρχεί μόνο η εκμετάλλευση και ο μισθός δεν φτάνει ούτε για το ενοίκιο, το οποίο έχει ξεπεράσει τα 300-400 ευρώ. «Είναι δύσκολο να μην ξέρεις αν θα μπορείς να πάρεις τσιγάρα, αλλά και να πιεις κι ένα ποτό. Κρατάμε τα χρήματά μας από παντού, γιατί νομίζουμε πως και τα 10 ευρώ θα μας σώσουν».

Άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που μίλησαν στο ThessToday.gr, δουλεύουν ή δούλευαν κατά την διάρκεια των σπουδών τους, κάνοντας ακόμη και τρεις δουλειές ταυτόχρονα, ενώ η μέρα έχει μόνο 24 ώρες. Είναι αυτοί που ήθελαν από νωρίς να ανεξαρτητοποιηθούν από τους γονείς τους οικονομικά ή ακόμη και να τους βοηθήσουν. «Είναι ότι πιο δύσκολο έχω κάνει στην ζωή μου. Άντεξα για οκτώ μήνες να πληρώνω ολομόναχος τα πάντα, αλλά πολλοί δεν αντέχουν ούτε λίγο, και δεν κατηγορώ κανέναν τους. Υπάρχει τεράστια διαφορά στις συνθήκες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, οικονομικές και κοινωνικές, από άλλες γενιές» αναφέρει ο 25χρονος Χρήστος, φοιτητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργαζόμενος σε ίντερνετ-καφέ.

«Η Ελλάδα συνεχίζει να διώχνει τα παιδιά της»

«Τι ζούμε»; αναρωτιέται η 20χρονη Γεωργία, η οποία δεν κατάφερε ακόμη να χαρεί την φοιτητική της ζωή στην πόλη, αφού ξέσπασε η πανδημία. Αντιμέτωπη και η ίδια με τους -ακατανόητους- υπέρογκους λογαριασμούς, αναγκάστηκε κι εκείνη να βρει δουλειά ώστε να βγάζει έστω το χαρτζιλίκι της, όπως λέει. «Φυσικά από τον μισθό μου, ο οποίος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από χαρτζιλίκι, βοηθάω και την οικογένειά μου. Τρέμουμε στην ιδέα να ανοίξουμε τον επόμενο λογαριασμό. Ακούω συνέχεια για μεγάλους αριθμούς και για γονείς πανικόβλητους. Η Ελλάδα συνεχίζει εδώ και χρόνια να διώχνει τα παιδιά της».

Ένα από τα πιο μείζονα θέματα αυτής της γενιάς είναι η εμπιστοσύνη -που δεν υπάρχει- προς την κυβέρνηση, αλλά και σε καμία άλλη που πέρασε μέχρι τώρα. Η αίσθηση που κυριαρχεί είναι πως ο καθένας τους αγνόησε, χωρίς να τους βοηθήσει ή να τους δείξει τον δρόμο για ένα καλύτερο αύριο. «Δεν μπορούμε να νιώσουμε την ηλικία μας, αφού πλέον όλοι δουλεύουμε όσο σπουδάζουμε. Ακόμη και αν δεν σπουδάζαμε και είχαμε χρόνο μόνο για δουλειά, δεν μπορούμε να πληρώσουμε αυτά τα ποσά. Μου ήρθε λογαριασμός ρεύματος 667 ευρώ, ενώ την ίδια ώρα ο μισθός μου είναι λιγότερος και από το ενοίκιό μου» εξηγεί από την πλευρά της η 26χρονη Εύη.

Αρκετοί ήταν αυτοί που θέλοντας και μη, έφυγαν από τις μεγαλουπόλεις όπου ήρθαν για σπουδές και επέστρεψαν στο πατρικό τους, αφού το να μένεις μόνος σου στα 20+ και να μπορείς να δηλώνεις ανεξάρτητος οικονομικά, πλέον φαίνεται ακατόρθωτο.

Αφήνοντας τα οποιαδήποτε όνειρά τους πίσω, εργάζονται στις οικογενειακές επιχειρήσεις τους ή σε καφετέριες που προσφέρουν-γρήγορα μεν- αλλά λίγα χρήματα. «Είμαι 25 χρονών, σπούδασα και έφυγα από την Θεσσαλονίκη γιατί δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνος μου, αλλά ούτε και με την βοήθεια των γονιών μου. Επέστρεψα σε μία πόλη που δεν μου προσφέρει τίποτα από καμία άποψη, αλλά δεν επιβαρύνω με τα χρέη μου. Χάνω τον χρόνο μου κάνοντας δουλειές που δεν με ενδιαφέρουν, απλώς για να βγάζω χρήματα. Πως θα έπρεπε να νιώσω με όλα αυτά;» λέει ο Ανέστης, εργαζόμενος σε κρεοπωλείο.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΧΑΪΝΑ

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου