«Τιμούμε σήμερα τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου που διεκδίκησαν το δικαίωμα για μία καλύτερη ζωή κι ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον για τα παιδιά τους
Το μήνυμά τους παραμένει επίκαιρο, καθώς τα χωριά του κάμπου ερημώνουν μέρα με την ημέρα και πολλά από τα παιδιά των αγροτών αναζητούν την τύχη τους στις πόλεις και τελευταία στο εξωτερικό». Τα παραπάνω τόνισε ο βουλευτής Λαρίσης της ΝΔ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάξιμος Χαρακόπουλος, μετά το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης στο μνημείο του αγροτικού ξεσηκωμού του 1910, που έγινε την Κυριακή (14 Απριλίου).
Ο Θεσσαλός πολιτικός στη δήλωσή του σημειώνει ότι «οι κολίγοι, ζούσαν λίγο πολύ ως σκλάβοι, εργαζόμενοι νυχθημερόν για ένα κομμάτι ψωμί ενώ οι μεγαλοτσιφλικάδες είχαν το σύνολο της ιδιοκτησίας στην εύφορη θεσσαλική γη.
Έτσι, λοιπόν, η πρόσφατα προσαρτηθείσα στην Ελλάδα το 1881, Θεσσαλία, υπήρξε το θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, καθώς από τότε αποτελούσε σημείο αναφοράς στην αγροτική παραγωγή και έμελλε το ιστορικό Κιλελέρ να γίνει το σύμβολο του αγροτικού ξεσηκωμού για την διεκδίκηση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Σήμερα όμως τι μένει από αυτά τα γεγονότα; Οι συμβολισμοί των γεγονότων εκείνων πρέπει να μας εμπνεύσουν εκ νέου και να αποτελέσουν την απαρχή ριζοσπαστικών λύσεων για να βγει η αγροτική μας παραγωγή από την περιδίνηση της υπερφορολόγησης και της εσωστρέφειας.
Νέοι αγρότες και ΠΑΑ…
Καταρχήν πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η στήριξη της αγροτικής παραγωγής είναι πλέον εθνικό καθήκον για δύο λόγους: Για τον οικονομικό της ρόλο, αλλά και για τον κοινωνικό αντίκτυπο στην επαρχία, που μαραζώνει και αιμορραγεί δημογραφικά. Η αγροτική παραγωγή μπορεί να αναχαιτίσει τη δημογραφική συρρίκνωση, αν εφαρμοστεί ο κατάλληλος συνδυασμός μέτρων για μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Για να μπορούν οι νέοι να μείνουν στα χωριά θα πρέπει να σκεφτούμε και πέρα από τα τετριμμένα.
Να επιχειρήσουμε μια ουσιαστική αναβάθμιση του ΠΑΑ και να το συνοδέψουμε με δέσμες μέτρων που θα δίνουν χειροπιαστά και εφαρμόσιμα κίνητρα. Φαινόμενα, όπως μια προκήρυξη για νέους αγρότες σε μια προγραμματική περίοδο, κάθε 6-7 χρόνια δηλαδή, με υποχρεωτική παραμονή για 3 η 4 χρόνια, ναρκοθετούν κάθε προσπάθεια ανανέωσης του γηρασμένου αγροτικού πληθυσμού.
Βεβαίως είναι προφανές ότι για να αναστραφεί η σημερινή κατηφορική πορεία πρέπει να επικρατήσουν πολιτικές που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, θα αφαιρούν φορολογικά βάρη και θα ενδυναμώνουν την εξωστρέφεια.
Όλες οι αναφορές για το μέλλον της γεωργίας δείχνουν ότι υπάρχει ανάγκη για αύξηση της παραγωγής τροφίμων. Και ενώ ακόμα και στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ οι εξελίξεις τρέχουν γρήγορα, στην χώρα μας καταργούμε κάθε πλεονέκτημα που έχουμε.
Δυναμιτίζουμε την προοπτική των εμβληματικών μας προϊόντων με την ανοχή σε ελληνοποιήσεις γάλακτος, που εγείρουν ερωτήματα για νοθεία της φέτας, ενώ πουλάμε το λάδι μας χύμα σε τρίτους για να το επανεισάγουμε συσκευασμένο.
Είναι, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη να επενδύσουμε στη συνένωση δυνάμεων, με συνεταιριστικά σχήματα που ασπάζονται το σύγχρονο επιχειρείν, ώστε να μπορούμε να διεκδικήσουμε μερίδιο στις παγκόσμιες πλέον αγορές και να ενδυναμώσουμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που μπορεί να μας δώσει η ποιότητα των προϊόντων μας».