Με αφορμή την καταβολή επιδόματος ορεινών και μειονεκτικών περιοχών μετά από 2 χρόνια, η Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου
έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Η προηγουμένη κυβέρνηση καθυστέρησε 2 ολόκληρα χρόνια την καταβολή του επιδόματος ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, επιδεικνύοντας παροιμιώδη αναλγησία απέναντι στους κατοίκους των πλέον δυσπρόσιτων και ευάλωτων γεωγραφικών περιοχών της χώρας μας. Ειδικότερα, η προηγούμενη πολιτική ηγεσία ουδέποτε εξέδωσε την προβλεπόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) που θα όριζε τις διαδικασίες για την καταβολή του επιδόματος για 4.000 συμπολίτες μας.
Λόγω της ανάγκης να δεσμευτεί το ποσό για την καταβολή του επιδόματος από τον προϋπολογισμό του 2020, έγιναν από τη πλευρά μας όλες οι απαραίτητες ενέργειες στην αρχή του χρόνου και πλέον ξεκινά η καταβολή του επιδόματος.
Η κυβέρνησή μας φροντίζει όχι μόνο τη πληρωμή του επιδόματος – και για τα 2 τελευταία έτη που μέχρι τώρα είχε αμεληθεί-αλλά και για τη δίκαιη χορήγηση του επιδόματος. Με σχετική διάταξη που ψηφίστηκε στο Ν.4659/2020 για το επίδομα γέννησης θεσπίζεται το αφορολόγητο του επιδόματος με αναδρομική ισχύ από το 2018, καθώς και το ακατάσχετο από το 2020.
Με τον τρόπο αυτό αίρεται ο παραλογισμός που ίσχυε ως τώρα, δηλαδή από τη μια πλευρά το κράτος να αναγνωρίζει ότι οι κοινωνικές ομάδες που βιώνουν τις δυσμενείς συνθήκες των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών έχουν ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης λόγω πρόσθετων εξόδων διαβίωσης και από την άλλη να το φορολογεί ή να το κατάσχει».
Το επίδομα ορεινών και μειονεκτικών περιοχών χορηγείται μια φορά το χρόνο και το ποσό ξεκινάει από τα 300 ευρώ και φτάνει τα 600 ευρώ. Το επίδομα δίνεται από τον ΟΠΕΚΑ στους κατοίκους συγκεκριμένων περιοχών, στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής προστασίας ευπαθών ομάδων για τη στήριξη οικογενειών με χαμηλά εισοδήματα, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος να ερημωθούν ολόκληρα χωριά που βρίσκονται σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές. Σημειώνεται ότι η καταβολή του επιδόματος είχε σταματήσει το 2017.
Δικαιούχοι της εισοδηματικής ενίσχυσης είναι οικογένειες Ελλήνων υπηκόων και υπηκόων κρατών — μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων και των μονογονεϊκών, των οποίων τα μέλη κατοικούν μόνιμα σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές.
Το ύψος της εισοδηματικής ενίσχυσης ανέρχεται:
Σε εξακόσια ευρώ ετησίως, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων δεν υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ ετησίως και
Σε τριακόσια ευρώ ετησίως, εφόσον το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα των δικαιούχων κυμαίνεται μεταξύ του ποσού των τριών χιλιάδων ευρώ και του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ.
Τα δικαιολογητικά που απαιτούνται να καταθέσουν οι δικαιούχοι είναι τα εξής:
Αίτηση του δικαιούχου, στην οποία θα φαίνονται ευδιάκριτα τα στοιχεία του : ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, τηλέφωνο, Α.Φ.Μ. και ΑΜΚΑ, ΙΒΑΝ τραπεζικού λογαριασμού
Φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητας ή διαβατηρίου για τους υπηκόους κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Φωτοτυπία της πρώτης σελίδας του βιβλιαρίου τραπέζης, όπου να διαφαίνεται ευκρινώς το IBAN
Βεβαίωση του Δημάρχου του τόπου κατοικίας του δικαιούχου, από την οποία να προκύπτει η επί διετία τουλάχιστον συνεχής διαμονή του σε συγκεκριμένη ορεινή και μειονεκτική περιοχή της Οδηγίας 85/148/ΕΟΚ.
Αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους για το οποίο αιτείται η εισοδηματική ενίσχυση
Αντίγραφο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε1)
Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/1986 του δικαιούχου, περί της μη είσπραξης της οικονομικής ενίσχυσης άλλη φορά για την ίδια οικογένεια μέσα στο ίδιο έτος.
Oι αιτήσεις για το επίδομα γίνονται σε συγκεκριμένα ΚΕΠ που έχουν καθορίσει οι δήμοι.
Παϊσιάδης Σταύρος