Στην τρίτη θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην παραγωγή ακτινιδίων, έναντι της τέταρτης που κατείχε τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να αναρριχηθεί η Ελλάδα κατά την εμπορική περίοδο 2017-2018, την ίδια ώρα που οι τιμές του
καταγράφονται ήδη σημαντικά αυξημένες, τόσο για τον παραγωγό, όσο και για το εξαγόμενο προϊόν.
«Περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η παραγωγή στη Χιλή, χώρα την οποία θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι θα προσπεράσουμε, ώστε με «χειροκροτήματα» να κατακτήσουμε την τρίτη θέση, μετά την Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία» ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών Incofruit Hellas Γιώργος Πολυχρονάκης.
Σε έντονα ανοδική πορεία βρίσκονται, ήδη, οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου, ενώ αυξάνεται σημαντικά και ο αριθμός των νεοεισερχομένων παραγωγών στην καλλιέργεια ακτινιδίου στη χώρα μας, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ενίσχυση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, σημείωσε ο κ. Πολυχρονάκης.
Όπως τόνισε, την εμπορική περίοδο 2017-2018 η ελληνική παραγωγή ακτινιδίου εκτιμάται ότι θα κυμανθεί από 240.000 έως και 260.000 τόνους, αυξημένη σε ποσοστό άνω του 22%, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος 2016-2017, οπότε καλλιεργήθηκαν 90.900 στρέμματα και η παραγωγή ανήλθε σε 212.296 τόνους. Υπενθυμίζεται, ότι την εμπορική περίοδο 2015-2016 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην Ελλάδα διαμορφώνονταν σε 84.30 στρέμματα και η παραγωγή ανήλθε σε 198.757 τόνους.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου, σύμφωνα με τον ίδιο, ήδη, καταγράφεται σημαντική αύξηση: Στις 19 Ιανουαρίου 2018, οι ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου βρίσκονταν στο +38%, ήτοι στους 94.000 τόνους, έναντι 68.000 τόνων την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Μάλιστα, στους συγκεκριμένους αριθμούς δεν περιλαμβάνεται «η ατυποποίητη εξαγωγή του προϊόντος προς την Ιταλία, που υπολογίζεται ότι στις 19/1 φέτος υπερέβαινε τους 50.000 τόνους, αν και κάποιοι την προσδιορίζουν σε 29.000 τόνους, από 8.000 την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Πολυχρονάκης εκτίμησε ότι οι φετινές ελληνικές εξαγωγές ακτινιδίου θα σημειώσουν νέο ρεκόρ, φτάνοντας στους 140.000 τόνους, ενώ υπενθύμισε ότι πέρυσι διαμορφώθηκαν σε 120.725 τόνους (116.201 τόνους το 2014-2015 και 81.998 τόνους το 2013-2014), με την αξία τους να φτάνει στα 76,8 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, ο ίδιος επισημαίνει ότι ενώ οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου «έχουν βρει καλό βηματισμό, με διεύρυνση του μεριδίου τους στις παραδοσιακές αγορές», θα μπορούσαν να «καλπάζουν» και να διεισδύουν και σε νέες αγορές δυναμικά, «εάν σε επίπεδο κράτους ασκούνταν μεγαλύτερες πιέσεις».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον κ. Πολυχρονάκη, «η κυβέρνηση πρέπει να τρέξει με γοργότερο ρυθμό κάποιες διαδικασίες που αφορούν την υπογραφή διμερών φυτοϋγιειονομικών συμφωνιών με άλλα κράτη και τότε δεν αποκλείεται οι ελληνικές εξαγωγές, με ορμητήριο το ακτινίδιο, να πατήσουν γκάζι με μεγαλύτερη ταχύτητα, δίνοντας ώθηση και διέξοδο και σε παραγωγούς που καλλιεργούν άλλα είδη φρούτων». Ως παράδειγμα, ανέφερε ότι εκκρεμεί από το 2012 η υπογραφή σχετικής συμφωνίας με τη Νότιο Κορέα «και για αυτό οι ελληνικές εξαγωγές στην εκεί αγορά είναι μηδενικές».
Στη μακρινή Κίνα, ειδικότερα στο Χονγκ Κονγκ, πρόσθεσε, οι εξαγωγές ελληνικού ακτινιδίου «δεν πάνε όσο καλά θα μπορούσαν, όχι λόγω προβλημάτων στη μεταξύ μας συνεργασία, αλλά επειδή επιθυμία τους αποτελεί η εισαγωγή ελληνικού ακτινιδίου «πακέτο» με άλλα φρούτα, π.χ., κεράσι, δαμάσκηνο, επιτραπέζια σταφύλια και πορτοκάλια, όπως κάνουν με επιτυχία οι Ισπανοί, που μάλλον πιέζουν ασφυκτικά και έχουν τα καλά αποτελέσματα». Χαρακτηριστικά είπε ότι οι Ισπανοί «το 2015 έβαλαν στην αγορά της Κίνας τα εσπεριδοειδή και το 2016 τα πυρηνόκαρπα. Γιατί όχι και εμείς που έχουμε τόσο καλές σχέσεις σε επίπεδο κρατών;»
Το ακτινίδιο, που εξασφαλίζει καλό εισόδημα για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, όπως λένε οι ίδιοι οι παραγωγοί, παρουσιάζει ανθεκτικότητα σε αντίξοες συνθήκες και προσελκύει συνεχώς νέους παραγωγούς. Έτσι, μπορεί πολλοί παραγωγοί ακτινιδίου να είχαν πανικοβληθεί λόγω του ρωσικού εμπάργκο, φοβούμενοι ότι θα «χάσουν» τις υψηλές πωλήσεις τους στη χώρα (χιλιάδες τόνοι ακτινιδίων ετησίως), ωστόσο το φρούτο, αντίθετα με τα ροδάκινα, βρήκε διέξοδο και πλέον απορροφάται.
«Δυστυχώς, ενώ οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας τα τελευταία έξι χρόνια αυξάνουν θεαματικά, η τακτική ορισμένων παραγωγών να προχωρούν σε συγκομιδή νωρίτερα από τον κατάλληλο χρόνο και χωρίς άδειες από τις αρμόδιες υπηρεσίες, θέτει σε μεγάλο κίνδυνο το κύρος της χώρας μας ως προς την ποιότητα των εξαγόμενων προϊόντων, υπογράμμισε ο κ. Πολυχρονάκης. Όπως εξήγησε, η πρόωρη συγκομιδή «εγκυμονεί» σοβαρούς κινδύνους και απειλεί μεσοπρόθεσμα τις συνολικές καλλιέργειες, καθώς η υποβάθμιση του προϊόντος μπορεί να οδηγήσει σε επανάληψη της ιστορίας με τα πορτοκάλια, τα οποία κάποιοι έπαιρναν νωρίτερα, τα έβαζαν σε φούρνους και τα έστελναν για εξαγωγή σε ευρωπαϊκές χώρες, όπου δεν γινόταν κατανάλωση, καθώς τα φρούτα κυριολεκτικά δεν τρώγονταν.
Σε περίπτωση πρόωρης συγκομιδής και τεχνητής ωρίμανσης, «ό,τι επιχειρεί κάποιος να κερδίσει σε αξία, το χάνει σε βάρος, καθώς οι πρόωροι καρποί, πέραν των άλλων μειονεκτημάτων, έχουν και κατά 20% περίπου μικρότερο βάρος από τους συγκομιζόμενους στον δέοντα χρόνο» ανέφερε ο ίδιος.
agronews