Σε παραγωγές αγροτικών προϊόντων που να διευκολύνονται στη «µαύρη αγορά» στρέφουν το ενδιαφέρον τους οι αγρότες σε µια προσπάθεια να περιορίσουν τις φοροδοτικές υποχρεώσεις που συσσωρεύονται µε τις νέες ρυθµίσεις για το φορολογικό και το ασφαλιστικό, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Agrenda
Σε ψυχανθή και κηπευτικά που δίνουν τη δυνατότητα για χέρι µε χέρι συναλλαγές (µαύρα) οδηγούνται οι αγρότες για να περιορίσουν τα νέα µεγάλα βάρη από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.Σε ψυχανθή και κηπευτικά που δίνουν τη δυνατότητα για χέρι µε χέρι συναλλαγές (µαύρα) οδηγούνται οι αγρότες για να περιορίσουν τα νέα µεγάλα βάρη από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Ειδικά για τις µεγάλες αγροτικές εκµεταλλεύσεις ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας 45% και η σταδιακή διαµόρφωση της ασφαλιστικής εισφοράς στο 27% των καθαρών εσόδων ως το 2022, καθιστά επιτακτική την αναζήτηση καλλιεργητικών και παραγωγικών λύσεων που θα αφήνουν περιθώρια πωλήσεις χωρίς παραστατικά. Η επιδίωξη αυτή έγινε ήδη φανερή από τη σύνθεση του «χάρτη» των εαρινών σπορών, µε χιλιάδες αγρότες να έχουν επιλέξει καλλιέργειες, οι οποίες διακρίνονται για τη δυνατότητά τους να διατίθενται χέρι µε χέρι.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η µηδική και γενικότερα τα προϊόντα που πάνε για ζωοτροφή, όπως και πολλά είδη κηπευτικών, τα οποία διατίθενται είτε απ’ ευθείας από τους παραγωγούς στις λαϊκές είτε χωρίς «χαρτιά» σε πλανόδιους λιανοπωλητές, είναι οι πρώτες επιλογές στις οποίες καταφεύγουν οι αγρότες για να αµβλύνουν τις επιπτώσεις των ειληµµένων κυβερνητικών αποφάσεων.
Φόβος φορολογίας πάνω από εκµεταλλεύσεις
Είναι γεγονός ότι ο φόβος της φορολογίας πλανάται πλέον πάνω από κάθε αγροτική εκµετάλλευση µε τους διαχειριστές τους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και σε ό,τι αφορά στη συλλογή παραστατικών για καταγραφή εξόδων. Έτσι, στις κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις για παράδειγµα, οι φέροντες την ευθύνη των αποφάσεων έχουν ήδη µπει στη διαδικασία της αναζήτησης αποδείξεων για κάθε δαπάνη, πολύ δε περιρισσότερο για τις ζωοτροφές, ακόµα κι αν ξέρουν ότι αυτό επιβαρύνει κατά κάποιο τρόπο, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, το κόστος των προµηθειών.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τις ελεγκτικές αρχές
Σε κάθε περίπτωση, πολλά θα εξαρτηθούν στην πορεία και από την αποφασιστικότητα την οποία θα επιδείξουν στη συνέχεια οι ελεγκτικές αρχές για τον έλεγχο της κατάστασης στην αγορά. Μέχρι σήµερα, η εντύπωση που περνάει είναι πως τα νέα µέτρα συνιστούν µνηµονιακή υποχρέωση, ελήφθησαν υπό την πίεση των δανειστών και δεν είναι κάτι για το οποίο η κυβέρνηση και οι αρµόδιες διοικητικές αρχές έχουν τη βούληση να παλέψουν. Από την άλλη πλευρά, για τους δραστηριοποιούµενους στον αγροτικό τοµέα αλλά και για τους υπόλοιπους συντελεστές της αγοράς, ο νόµος είναι νόµος και η αγωνία για το πώς πρέπει τελικά να κινηθούν µεγάλη. Άλλωστε, και µόνο το γεγονός ότι η προκαταβολή φόρου εισοδήµατος έχει ανέβει φέτος στο 75% κάνει την κατάσταση ασφυκτική.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι αν για τους µισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελµατίες γενικότερα υπάρχει µια εξοικείωση µε τα θέµατα της φορολογίας, για τους συντελεστές της αγροτικής παραγωγής αυτά είναι πρωτόγνωρα πράγµατα, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι η µετάβαση από το ειδικό καθεστώς στην υποχρεωτική τήρηση λογιστικών βιβλίων θεσπίστηκε µόλις το 2014 δεν έχει ακόµα ενσωµατωθεί στην καθηµερινή τους σκέψη και λειτουργία και φυσικά δεν έχει βρει τα «ζύγια» της µε την υπόλοιπη αγορά.
Βίαιη προσαρµογή των αγροτών
Σοκ προκαλεί στους αγρότες ο τρόπος µε τον οποίο αναγκάζονται να µπουν στον νέο φορολογικό δρόµο. Εκεί που µέχρι πρότινος οι επιδοτήσεις ήταν εκτός συστήµατος και η διαδικασία του ειδικού καθεστώτος (τεκµαρτό εισόδηµα) σχεδόν υποτυπώδης, τώρα υποχρεώνονται να δηλώνουν τις κοινοτικές ενισχύσεις από το πρώτο ευρώ, να δικαιολογούν ένα χαµηλό αφορολόγητο της τάξεως των 8.630 ευρώ και ακολουθούν την κλίµακα των µισθωτών (20%, 35% και 45%) όταν η αβεβαιότητα για το «ξεσκέπαστο µαγαζί» που διαχειρίζονται είναι µεγάλη και η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις νέες υποχρεώσεις µηδενική.
Σηµειωτέον ότι τα πρόσθετα βάρη της νέας νοµοθεσίας έρχονται σε µια χρονική στιγµή που οι αγρότες έχουν ταλαιπωρηθεί πολύ µε την είσπραξη των ενισχύσεων, οι χρηµατοδοτικές τους προσβάσεις έχουν περιοριστεί, η πίστωση από τους προµηθευτές έχει στερέψει και η εξόφληση για τα προϊόντα που διαθέτουν στη µεταποίηση και στο ελεύθερο εµπόριο αργεί, κάποιες φορές βασανιστικά.
Παράλληλα µε όλα αυτά, έχουν περιοριστεί σε σηµαντικό βαθµό τα περιθώρια κέρδους για το σύνολο των εκµεταλλεύσεων και ειδικά στις «µεγάλες καλλιέργειες» που αποτελούσαν για χρόνια τη ραχοκοκαλιά της αγροτικής παραγωγής η κατάσταση έχει γίνει ασύµφορη. Το σκληρό σιτάρι π.χ. µετά από 2-3 καλές χρονιές, προσγειώνεται ξανά φέτος στα 18-20 λεπτά (από 35 και 40 πριν έναν χρόνο). Ακόµα χειρότερα το καλαµπόκι µένει σχεδόν µόνιµα καθηλωµένο στα 14-16 λεπτά και το βαµβάκι βολοδέρνει γύρω από τα 40 λεπτά το κιλό.
Σε προϊόντα φοροκλέφτες με περιθώρια μαύρης αγοράς στρέφονται οι αγρότες