Ο βουλευτής κάλεσε τον Υπουργό να επισκεφθεί την Πέλλα και να συναντηθεί με εκπροσώπους της πρωτογενούς παραγωγής και της μεταποίησης.
Στη συνάντηση συμμετείχαν και οι βουλευτές ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ηγουμενίδης (Ηρακλείου), Γιάννης Σαρακιώτης (Φθιώτιδας), Γιώργος Ντζιμάνης (Κοζάνης), Γιώργος Τσόγκας (Κορινθίας) και Γρηγόρης Στογιαννίδης (Ξάνθης) καθώς και συνεργάτες τους ενώ παρευρέθησαν ο Αναπλ. Υπουργός Περιβάλλοντος Σωκράτης Φάμελλος και η Υφυπουργός ΠΑΑΤ Ολυμπία Τελιγιορίδου.
Οι βουλευτές συζήτησαν με τον Υπουργό, για πρώτη φορά με αυτή του την ιδιότητα, τα βασικά θέματα που απασχολούν τον πρωτογενή τομέα στην ευρύτερη περιοχή τους αλλά και σε όλη την χώρα.
Ο Γιάννης Σηφάκης ενημέρωσε τους Υπουργούς για τα βασικά προβλήματα κυρίως των δενδρωδών καλλιεργειών στην ευρύτερη περιοχή της Πέλλας και των γύρω Περιφερειακών Ενοτήτων που έχουν κοινές καλλιέργειες.
Την ανάγκη αντιμετώπισης της μαύρης διακίνησης των αγροτικών προϊόντων που έχει λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αλλαγή της φορολογίας για τους οργανωμένους αγρότες ( ώστε να μην δημιουργείται ισχυρό κίνητρο υπέρ της μαύρης διακίνησης) αλλά και με την οργάνωση ελέγχων στα Τελωνεία, τις Εθνικές οδούς και γενικά στην περιοχή.
Την ανάγκη ρύθμισης για τα «στέκια» ώστε να υπάρχει νομοθεσία ποιος δικαιούται να ιδρύσει «στέκι» , με ποιες προδιαγραφές, με ποιες άδειες και πώς να ελέγχονται από τις αρμόδιες αρχές.
Ακόμη ζήτησε την επεξεργασία κινήτρων για την συνέργεια ( clusters) συνεταιριστικών επιχειρήσεων μεταξύ τους αλλά και εμπορικών επιχειρήσεων για την εξασφάλιση συγκέντρωσης σοβαρών ποσοτήτων αγροτικών προϊόντων αλλά και ποικιλίας προϊόντων για την εμπορία τους στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό με στόχο την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις της αγοράς.
Έθεσε υπ’ όψιν του Υπουργού το αίτημα για την αποζημίωση των ώριμων ποικιλιών ροδάκινων που επλήγησαν από τις άκαιρες και σφοδρές βροχοπτώσεις του καλοκαιριού του 2018 με δεδομένο ότι η ίδια ζημιά του 2017 αποζημιώθηκε μέσω de minimis πριν λίγους μήνες. Ακόμη το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τις ζημιές από τις συνεχείς βροχοπτώσεις στα κεράσια που επέφεραν αλλοίωση του προϊόντος μειώνοντας πολύ τις εμπορικές τιμές.
Ανέφερε ότι το φαινόμενο αυτό των άκαιρων και σφοδρών βροχοπτώσεων μέσα στο καλοκαίρι καθίσταται σχεδόν πάγιο λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η ΕΕ οφείλει να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με ενίσχυση των κρατών μελών. Ακόμη είναι βέβαιο ότι προκύπτει η ανάγκη εκσυγχρονισμού του κανονισμού του ΕΛΓΑ με προαιρετικές καλύψεις.
Ζήτησε την συμβολή του Υπουργού, κατά το δυνατόν, στην πρόταση του να αποφασίζουν οι μεταποιητές και οι αγρότες τιμές πενταετίας για τα συμπύρηνα ροδάκινα.
Μετέφερε στον Υπουργό το μεγάλο πρόβλημα με τις πολύ χαμηλές τιμές στο γάλα καθώς και την ανάγκη ελέγχων για τις «Ελληνοποιήσεις» και την περιφρούρηση της φέτας ως Ελληνικού προϊόντος.
Έθεσε ακόμη το θέμα της εξυγίανσης του μητρώου των συνεταιριστικών επιχειρήσεων και της υποβοήθησης των οργανώσεων παραγωγών που δημιουργούνται με την τρέχουσα νομοθεσία.
Είναι αναγκαία η σύνδεση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας με την εκπαίδευση με νέες ειδικότητες στα ΕΠΑΛ, στα ΙΕΚ, διερεύνησης δυνατότητας αγροτοτουριστικού λυκείου αλλά και σχολών φυτικής και ζωϊκής παραγωγής αξιοποιώντας και το Ινστιντούτο ζωϊκής παραγωγής του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ στην Παραλίμνη.
Ζήτησε τον καθορισμό σαφούς μεσοπρόθεσμης πολιτικής για κάθε αγροτικό προϊόν με στόχο την βελτίωση της παραγωγής, της προστιθέμενης αξίας με θετικές επιπτώσεις στο εισόδημα του αγρότη και του κτηνοτρόφου.
Ακόμη κάλεσε τον Υπουργό στην Πέλλα το αμέσως προσεχές διάστημα.
Ο Υπουργός , που είναι πολύ καλός γνώστης των αγροτικών θεμάτων, άκουσε τα θέματα που έθεσε ο βουλευτής και δεσμεύτηκε να τα μελετήσει επισταμένως και να αναλάβει δράση. Είπε ότι ήταν η πρώτη συνάντηση καταγραφής των θεμάτων που στην πορεία θα συζητηθούν αναλυτικά προς την κατεύθυνση λύσης τους.
Ενημέρωσε τους παριστάμενους για την χθεσινή συνάντηση του με τον Βούλγαρο ομόλογο του και την συμφωνία τους για συνεργασία (μέσω της σύστασης επιτροπής) για την μεταφορά στοιχείων από χώρα σε χώρα για την αντιμετώπιση των «ελληνοποιήσεων» στην κτηνοτροφία και της μαύρης διακίνησης αγροτικών προϊόντων.