Η απώλεια της ρωσικής αγοράς (λόγω εμπάργκο) για τους Έλληνες παραγωγούς αντιπροσώπευε περίπου 40.000 τόνους ροδάκινων και νεκταρινιών ανά έτος, ποσότητα
η οποία με τη σειρά της αντιπροσώπευε σχεδόν το 50% των ετήσιων ελληνικών εξαγωγών σε τρίτες χώρες για το διάστημα μεταξύ 2012 και 2014. Αυτό αναφέρει η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, απαντώντας σε έγγραφο του Αγροτικού Κτηνοτροφικού Κόμματος Ελλάδας. Σύντομα αναμένεται να υπάρξει συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τις επιπτώσεις του ρώσικου εμπάργκο στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων της ΕΕ, με πρωτοβουλία Ευρωβουλευτών της Ιταλία (Κόμμα 5 Αστέρων). Ωστόσο η ΕΕ κάνει λόγο για «διαρθρωτική ανισορροπία που υπάρχει στον ελληνικό τομέα των οπωροκηπευτικών, μια κατάσταση που επιδεινώθηκε από το ρώσικο εμπάργκο και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω των κατάλληλων εργαλείων (επιχειρησιακά προγράμματα, συνδεδεμένη ενίσχυση). Πάντως τα μέτρα στήριξης των παραγωγών που έληξαν τον Ιούνιο του 2018 χαρακτηρίζονται «προσωρινά» και «έκτακτα» και καταργούνται.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, το συνολικό ποσό των κονδυλίων από τα προγράμματα στήριξης των παραγωγών (αποσύρσεις κ.α.) που χορηγήθηκαν από το 2014 ανέρχεται σε 500 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 1,7 εκατ. τόνους αποσυρθέντων οπωροκηπευτικών. Για την Ελλάδα οι αποσύρσεις αυτές αφορούσαν 47.149 τόνους ροδάκινων και νεκταρινιών, με ποσό που αντιστοιχεί σε ενίσχυση ύψους 24 εκατ. ευρώ.
Επίσης η Κομισιόν αναφέρει ότι συνεχίζει τις προσπάθειές της για άνοιγμα σε νέες αγορές για τα φρούτα της ΕΕ, ιδίως στην ασιατική και αμερικάνικη αγορά.
Πάντως οι Ισπανοί είναι «πρωταθλητές» στην απορρόφηση κονδυλίων από τα επιχειρησιακά προγράμματα των οργανώσεων παραγωγών, που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Αντιθέτως η Ελλάδα έχει απορροφητικότητα κάτω του 1%, κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει τις ομάδες και την ηγεσία του ΥπΑΑΤ.
Ελληνικές εξαγωγές φρούτων και ρώσικο εμπάργκο
Κατά τη δεκαετία του 80 και 90 οι ελληνικές εξαγωγές φρούτων είχαν προσανατολισμό στην αγορά της Γερμανίας (Λαχαναγορές Μονάχου κ.α.). Φτάσαμε να κάνουμε εξαγωγές 150.000 τόνους ετησίως στη γερμανική αγορά.
Μετά το 1995 και με τη διάλυση της τότε Σοβιετικής Ένωσης στραφήκαμε στην αγορά της Ρωσίας. Ήταν μια «εύκολη» αγορά που δεν είχε υψηλές απαιτήσεις στη τυποποίηση και την μετασυλλεκτική συσκευασία (όπως είχαν οι αγορές της δυτικής Ευρώπης). Από την επιβολή του ρώσικου εμπάργκο το 2014 «χτυπήθηκε» το 72% των ελληνικών εξαγωγών φρούτων και λαχανικών και κυρίως ροδάκινα, νεκταρίνια και φράουλες.
Ωστόσο ήταν κοινό μυστικό που ακόμη και η Κομισιόν δείχνει με τα στατιστικά στοιχεία της ότι ελληνικά φρούτα κατάφερναν να εξαχθούν στη ρώσικη αγορά μέσω της Λευκορωσίας. Η «πύλη» που έκανε την εξαγωγή των φορτίων προς την αγορά της Λευκορωσίας (που στη συνέχεια έκαναν επανεξαγωγή προς τη ρώσικη αγορά) ήταν κάθε χρόνο διαφορετική. Στην αρχή ήταν η Λιθουανία, μετά η Εσθονία και στη συνέχεια οι Βαλκανικές χώρες. Μάλιστα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του ΑγροΤύπου, πέρσι οι ρωσικές αρχές «κατέστρεψαν» στα σύνορα με τη Λευκορωσία 500 τόνους φρούτων επειδή θεώρησαν ότι δεν είχαν τα απαραίτητα έγγραφα με την χώρα προέλευσης.
Σταύρος Παϊσιάδης