Μόνο οι προκαταβολές και οι ενδιάμεσες πληρωμές για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς πόρους καθώς και οι επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για επενδυτικούς σκοπούς (που καταβάλει και ο ΟΠΕΚΕΠΕ)
περιλαμβάνονται στις ενισχύσεις προς τους αγρότες που δεν επιτρέπεται να κατάσχονται για χρέη προς το Δημόσιο. Όλες οι άλλες καταβολές προς τους αγρότες είτε έχουν τη μορφή αποζημιώσεων είτε τη μορφή επιδοτήσεων επί της παραγωγής καθώς και όλες οι τελικές κοινοτικές επιδοτήσεις που δίδονται μετά την υλοποίηση των προβλεπόμενων έργων μπορούν να κατασχεθούν από το Δημόσιο. Αυτά διευκρινίζονται σε έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών, Τρύφωνα Αλεξιάδη, με το οποίο δίδεται απάντηση σε ερώτηση βουλευτή σχετικά με τις κατασχέσεις αγροτικών επιδοτήσεων από τραπεζικούς λογαριασμούς αγροτών.
Σύμφωνα ειδικότερα με τα όσα αναφέρονται στο έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών: Δεν επιτρέπεται να κατάσχονται οι προκαταβολές και οι ενδιάμεσες πληρωμές των δικαιούχων για την υλοποίηση των πράξεων που συγχρηματοδοτούνται από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης. Αντίθετα, οι τελικές πληρωμές των ανωτέρω δικαιούχων, μετά την ολοκλήρωση του έργου, δύνανται να κατάσχονται. Δεν υπόκεινται υπό προϋποθέσεις σε κατάσχεση επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χρηματικές ενισχύσεις που αποσκοπούν στην υπό του δικαιούχου εις το μέλλον ενέργεια συγκεκριμένης επένδυσης ή στην επίτευξη συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει και για τις ενδιάμεσες καταβολές που αποσκοπούν στη διατήρηση ή συνέχιση κάποιου κοινοτικού προγράμματος, η στέρηση των οποίων με κατάσχεση ή συμψηφισμό θα οδηγούσε σε αδυναμία εκτέλεσης του οικείου κοινοτικού προγράμματος και σε άρνηση περαιτέρω χρηματοδότησης ή σε ενδεχόμενη αναζήτηση των ενδιάμεσων καταβολών. Σε κάθε περίπτωση, όταν επιβάλλονται από το Δημόσιο κατασχέσεις σε τραπεζικές καταθέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και ποσά κοινοτικών επιδοτήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία γνωρίζουν την προέλευση της κατάθεσης και το είδος των ενισχύσεων, οφείλουν να εξετάζουν κάθε φορά, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας για το ακατάσχετο αυτών.
Το σχετικό έγγραφο αναφέρει σχετικά:
«Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών.
Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης.
Επιπρόσθετα, στην παράγραφο 2 του άρθρου 31 του Κ.Ε.Δ.Ε. προσδιορίζεται το ακατάσχετο των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα σε έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό στα χίλια διακόσια πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση που ο μισθός ή η σύνταξη κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό, απαιτείται η γνωστοποίησή του με την υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης (σχετ. ΠΟΛ.1222/6.10.2015 και ΠΟΛ.1182/25.7.2014).
Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 242 του ν. 4072/2012 (ΦΕΚ. 86Α/11-04-2012), η οποία αντικατέστησε την παράγραφο 3 του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ. 267Α/3-12-2007), ρητά ορίζεται ότι δεν κατάσχονται οι προκαταβολές και οι ενδιάμεσες πληρωμές των δικαιούχων για την υλοποίηση των πράξεων που συγχρηματοδοτούνται από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης. Αντίθετα, οι τελικές πληρωμές των ανωτέρω δικαιούχων, μετά την ολοκλήρωση του έργου, δύνανται να κατάσχονται.
Επίσης, με την αρ. 465/1999 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) που έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών κρίθηκε ότι δεν υπόκεινται υπό προϋποθέσεις σε κατάσχεση επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χρηματικές ενισχύσεις που αποσκοπούν στην υπό του δικαιούχου εις το μέλλον ενέργεια συγκεκριμένης επένδυσης ή στην επίτευξη συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος. Το ίδιο ισχύει και για τις ενδιάμεσες καταβολές που αποσκοπούν στη διατήρηση ή συνέχιση κάποιου κοινοτικού προγράμματος, η στέρηση των οποίων με κατάσχεση ή συμψηφισμό θα οδηγούσε σε αδυναμία εκτέλεσης του οικείου κοινοτικού προγράμματος και σε άρνηση περαιτέρω χρηματοδότησης ή σε ενδεχόμενη αναζήτηση των ενδιάμεσων καταβολών. Σε κάθε περίπτωση, όταν επιβάλλονται από το Δημόσιο κατασχέσεις σε τραπεζικές καταθέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και ποσά κοινοτικών επιδοτήσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία γνωρίζουν την προέλευση της κατάθεσης και το είδος των ενισχύσεων, οφείλουν να εξετάζουν κάθε φορά, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας για το ακατάσχετο αυτών.
Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περίπτωσης 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ2, της παραγράφου ΙΑ του άρθρου πρώτου του νόμου 4254/2014 (Α 85) και την αρ. Β/7/11711/884/10.4.2014 (Β 906) κοινή απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας συστήθηκε η υποχρέωση συμψηφισμού των εκκαθαρισμένων επιστροφών Φόρου Εισοδήματος και ΦΠΑ με οφειλές των δικαιούχων αυτών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καθορίστηκε η σχετική διαδικασία.
Στην περίπτωση που ο δικαιούχος της επιστροφής δεν έχει οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, η επιστροφή διενεργείται και τα ποσά επιστρέφονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η έννοια και οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού, που αφορά στο σύνολο των φορολογουμένων, ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει, και συμπληρώνονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα -άρθρο 440 επόμενα (και στις οποίες παραπέμπει και το άρθρο 48 του ν. 4174/2013 (Α’ 170-ΚΦΔ). Επισημαίνεται ότι με τον συμψηφισμό επέρχεται αμοιβαία απόσβεση των ανταπαιτήσεων κατά το μέρος που αλληλοκαλύπτονται και μάλιστα από τον χρόνο που αυτές συνυπήρξαν.
Τέλος, σημειώνεται ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 451 του Αστικού Κώδικα δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης εκτός εάν προβλέπεται με ρητή διάταξη νόμου».
Το υπουργείο Οικονομικών διευκρινίζει ποιες αγροτικές επιδοτήσεις κατάσχονται από τους τραπεζικούς λογαριασμούς