Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε και κήρυξε το θείο λόγο το απόγευμα της Κυριακής, 19 Ιουλίου
στον Πανηγυρικό Εσπερινό στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό του Προφήτου Ηλιού στο Ξηρολίβαδο.
Ο Σεβασμιώτατος στο κήρυγμα του ανέφερε μεταξύ άλλων: «’Εγώ ὑπολέλειμμαι προφήτης Κυρίου μονώτατος».
Στή χορεία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ξεχωριστή θέση κατέχει ὁ ἑορταζόμενος σήμερα καί αὔριο προφήτης Ἠλίας.
Καί ἡ ξεχωριστή αὐτή θέση δέν ὀφείλεται σέ κάποια ἀνθρώπινη ἀξιολόγηση. Ὀφείλεται στόν ἴδιο τόν Θεό πού τίμησε δύο φορές μέ ξεχωριστό τρόπο τόν ἐκλεκτό δοῦλο του.
Μία φορά ὅταν τοῦ ἔκανε τήν τιμή νά τόν ἀναλάβει ἐπάνω σέ πύρινο ἅρμα στόν οὐρανό γιά νά μήν γνωρίσει τόν θάνατο, πού ἀποτελεῖ τήν κοινή μοίρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί μία δεύτερη φορά, ὅταν μαζί μέ τόν προφήτη Μωυσῆ ἐμφανίσθηκε καί ἐκεῖνος στό ὄρος Θαβώρ συνοδεύοντας τόν Χριστό τήν ὥρα τῆς θείας Μεταμορφώσεώς του.
Γιατί ὅμως ὁ Θεός ἐπεφύλαξε αὐτή τήν τιμή στόν προφήτη Ἠλία; Τήν ἐπεφύλαξε γιατί ἦταν πράγματι ἐκλεκτός δοῦλος του.
Ἔζησε ὁ προφήτης Ἠλίας σέ μία ἐποχή στήν ὁποία ἐπικρατοῦσε ἀκόμη καί ἀνάμεσα στόν ἰσραηλιτικό λαό ἡ εἰδωλολατρεία καί ἡ ἁμαρτία.
Οἱ Ἑβραῖοι εἶχαν παρασυρθεῖ καί εἶχαν ξεχάσει τόν Θεό καί τίς ἐντολές του καί ζοῦσαν ἀσύδοτα καί βουτηγμένοι στά πάθη καί τήν ἀνηθικότητα.
Μέσα σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ πού προσπαθοῦσε νά συνετίσει τούς Ἰσραηλίτες καί νά τούς ἐπαναφέρει στόν ὀρθό δρόμο.
Ἦταν αὐτός πού προσπαθοῦσε νά πείσει τούς συμπατριῶτες του γιά τήν ἀνάγκη νά ἐγκαταλείψουν τή ζωή τῆς ἁμαρτίας, τῶν ἡδονῶν καί τῆς ἀκολασίας καί νά ἐπιστρέψουν στήν πίστη στόν Θεό.
Ὅμως, ὅπως συμβαίνει συνήθως, ἡ φωνή τῆς ἀληθείας δέν εἶναι εὐχάριστη στούς ἀνθρώπους, πού προτιμοῦν νά συνεχίζουν ἀνενόχλητοι τή ζωή τῆς ἁμαρτίας.
Για αὐτό καί ὄχι μόνο οἱ Ἰσραηλίτες δέν ἄκουαν τή φωνή τοῦ προφήτου, ἀλλά καί ὁ βασιλεύς Ἀχαάβ, ὑπό τήν ἐπιρροή τῆς συζύγου του Ἰεζάβελ, κατεδίωκε τόν προφήτη Ἠλία, ὥστε νά μήν ἐλέγχεται ἀπό τόν λόγο του γιά τίς πράξεις του.
Ὁ προφήτης ὅμως δέν μποροῦσε νά σιωπήσει. Δέν μποροῦσε νά παραβλέψει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐντολή πού εἶχε λάβει, καί γι᾽ αὐτό συνέχισε καί κάτω ἀπό αὐτές τίς δύσκολες συνθῆκες νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά κηρύσσει τό θέλημά του.
Καί μπορεῖ νά ἐκφράζει αὐτή τή μοναξιά, κατά κάποιον τρόπο, τήν ὁποία αἰσθάνεται, λέγοντας, «Ἐγώ ὑπολέλειμμαι προφήτης Κυρίου μονώτατος», ἐγώ, δηλαδή, ἔχω ἀπομείνει ὁ μοναδικός προφήτης τοῦ Κυρίου, ἀλλά δέν ἀπογοητεύεται, δέν ὑποχωρεῖ, δέν ἐγκαταλείπει τήν προσπάθεια.
Συνεχίζει νά πιστεύει καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τόν νόμο καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει νά μένει πιστός στόν ἀληθινό Θεό, ἔστω καί ἐάν διώκεται, ἔστω καί ἐάν ἀναγκάζεται νά ζεῖ «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς».
Πιστεύει στόν ἀληθινό Θεό, γιατί τόν βλέπει νά ἐπεμβαίνει στή ζωή του, διατρέφοντάς τον στήν ἐρημιά ὅπου ζοῦσε μέ θαυμαστό τρόπο· ἐπεμβαίνει ἀνταποκρινόμενος στήν προσευχή του νά κλείσει τούς οὐρανούς γιά τρία χρόνια καί στή συνέχεια νά δώσει βροχή στούς ἀνθρώπους προκειμένου νά κατανοήσουν ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, τόν ὁποῖο εἶχαν ἐγκαταλείψει.
Ὁ προφήτης Ἠλίας πιστεύει στόν Θεό καί ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του, ἔστω καί ἐάν εἶναι μόνος αὐτός πού τίς ἐφαρμόζει μέσα σέ ἕνα περιβάλλον πού τίς ἀγνοεῖ ἐπιδεικτικά.
Πιστεύει στόν Θεό, ἔστω καί ἐάν ἀπέμεινε «μονώτατος», δίνοντας καί σέ μᾶς μία ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα καί ἀπορίες πού μπορεῖ νά μᾶς ἀπασχολοῦν.
Διότι καί ἐμεῖς πολλές φορές, ζώντας σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία τά πάντα ἀμφισβητοῦνται, σέ μία ἐποχή κατά τήν ὁποία «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», μπορεῖ νά σκεφτόμαστε ἤ νά ἀκοῦμε νά διατυπώνεται ἡ ἐρώτηση: μπορεῖ νά πιστεύει κανείς σήμερα στόν Θεό;
Μπορεῖ νά ζεῖ κανείς σήμερα ἐφαρμόζοντας τίς ἐντολές του, ἐντολές πού δόθηκαν πρίν ἀπό εἴκοσι αἰῶνες;
Μπορεῖ νά ζεῖ κανείς σήμερα μέ ἀγάπη, μέ τιμιότητα, μέ δικαιοσύνη, μέ προσευχή, μέ νηστεία, μένοντας κοντά στήν Ἐκκλησία, ὅταν οἱ πολλοί ζοῦν ἀδιαφορώντας γιά ὅλα αὐτά;
Μπορεῖ ἀκόμη καί ἐάν ἀπομείνει μόνος, ὅπως ἀπέμεινε ὁ προφήτης Ἠλίας, πού ζοῦσε σέ μία ἐποχή πολύ πιό δύσκολη ἀπό τή δική μας.
Μπορεῖ, ἐφόσον πιστεύει πραγματικά στόν Θεό. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι μία προσωπική ὑπόθεση ἡ ὁποία δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή στάση καί τή συμπεριφορά τῶν ἄλλων.
Διότι, ἐάν πιστεύουμε στόν Θεό, ἐπειδή πιστεύουν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω μας, τότε δέν πιστεύουμε στόν Θεό ἀλλά στούς ἀνθρώπους, καί αὐτή ἡ πίστη μας δέν εἶναι ἡ ἀληθινή καί γνήσια πίστη πού θέλει ὁ Θεός.
Ἐάν ὅμως πιστεύουμε πραγματικά στόν Θεό, τότε θά πρέπει νά ἀποδεικνύουμε αὐτή τήν πίστη μας ζώντας σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του, κάνοντας ἔργα πού εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά του, ἀκόμη καί ἐάν ὅλοι γύρω μας ζοῦν καί πολιτεύονται ἀντίθετα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γιατί μόνο ἔτσι θά ἔχουμε καί ἐμεῖς τή χάρη τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅπως τήν εἶχε ὁ προφήτης Ἠλίας, πού ἔμεινε μονώτατος, καί θά ἀξιωθοῦμε τῆς οὐρανίου βασιλείας στήν ὁποία καί ἐκεῖνος εὐφραίνεται, ἀλλά θά ἔρθει καί πάλι, ἐπειδή εἶναι ἕνας ἀπό αὐτούς πού δέν πέθαναν, θά ἔρθει πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας γιά νά κηρύξει ἀλλά καί νά μαρτυρήσει γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ.