Εξεδήμησε στις 2 Ιουλίου προς Κύριον, η οσιωτάτη καθηγουμένη και κτιτόρισα της Μονής μας Ιουστίνη Μοναχή, κατα κοσμον Ηλιανα Παπαπολυβιου.
Αρχιερείς, κληρικοί και εκατοντάδες πιστοί από διάφορα μέρη της Κύπρου προέπεμψαν, ψάλλοντας το «Μακαρία η οδός», στην θριαμβεύουσα Εκκλησία των Ουρανών την οσιωτάτη καθηγουμένη και κτιτόρισα της Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντης, Ιουστίνη μοναχή, κατά κόσμον Ηλιάνα Παπαπολυβίου.
Κατά την παλαιά μοναστική παράδοση της Κύπρου το λείψανο της Γερόντισσας Ιουστίνης ήταν σε νεκροκρέβατο και όχι σε φέρετρο. Το πρόσωπο της ήταν καλυμμένο με το μοναστικό κουκούλι. Από το λείψανο, επί του οποίου υπήρχε εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού, διακρίνονταν μόνον τα δάχτυλα της δεξιάς χειρός, στα οποία υπήρχε ένας μικρός Σταυρός και το κομποσχοίνι της, με το οποίο προσευχόταν. Το νεκροκρέβατο ήταν στολισμένο με λευκά τριαντάφυλλα και άλλα άνθη.
Μετά των Αγίων ανάπαυσον, Χριστε, την ψυχήν της δούλης σου Ιουστίνης ηγουμένης μοναχής, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος.
Ετι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου δούλης του Θεού Ιουστίνης ηγουμένης μοναχής και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτώ (αυτή) παν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον.
Όπως Κύριος ο Θεός τάξη την ψυχήν αυτού (αυτής) ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται· τα ελέη του Θεού, την βασιλείαν των ουρανών και άφεσιν των αυτού (αυτής) αμαρτιών, παρά Χριστώ τω αθανάτω Βασιλεί και Θεώ ημών αιτησώμεθα.
Του Κυρίου δεηθώμεν.
ο ‘Ιερεύς: ῞Οτι Συ ει η ανάστασις, η ζωή και η μακαρία ανάπαυσις (της κεκοιμημένης δούλης) σου Ιουστίνης ηγουμένης μοναχής Χριστέ ο Θεός ημών, και σοι την δόξαν αναπέμπομεν, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω παναγίω, και αγαθώ και ζωοποιώ σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αιωνία σου η μνήμη αξιομακαριστος και αείμνηστος αδελφή ημών.
Μοναχή Ιουστίνη: «Μετέτρεψε το μοναστήρι σε μια όαση»
Ο θεολόγος Θεόδωρος Κυριακού, μιλώντας στο Πρωτοσέλιδο, εξήγησε ότι «η μοναχή Ιουστίνη είχε ως πνευματικό πατέρα τον γέροντα Συμεών στον Άγιο Γεώργιο Μαυροβουνίου, ο οποίος είναι γνωστός για την πνευματικότητά του. Ταυτόχρονα όμως είχε δίπλα της και τον πατέρα της, έναν αληθινά πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος πιστεύω τα χρόνια που υπηρέτησε στην Ελλάδα, έλειψε από την Κύπρο. Ευτυχώς επέστρεψαν στην Κύπρο και όχι μόνο ο πατέρας είναι μια σημαντική παρουσία αλλά και η κόρη του, η οποία μετέτρεψε το μοναστήρι σε μια όαση πνευματικής στήριξης και υλικής βοήθειας σε πολλούς ανθρώπους». Επεσήμανε ότι πάλευε με τον καρκίνο για πολλά χρόνια, ενώ έκανε λόγο για έναν αξιοπρεπέστατο θάνατο, ένα παράδειγμα δύναμης. Αντιμετώπισε τον θάνατο με μια ήρεμη δύναμη, σε μια νεαρή ηλικία για τα δεδομένα της εποχής μας, έφυγε στα 55 της. Εντούτοις, κατάφερε να δημιουργήσει μια παρακαταθήκη για το μοναστήρι της, για τις μοναχές και για την ηγουμένη που θα ακολουθήσει.
Ο αδελφός της, Πέτρος Παπαπολυβίου, αναφέρει ότι «έζησε τα πρώτα της επτά χρόνια στο σπίτι της οικογένειας Παπαπολυβίου, στην οδό Ελλάδος 21, πολύ κοντά στο αγγειοπλαστείο του Αριστοφάνη, σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της κωμόπολης της επαρχίας Κερύνειας, στον δρόμο που οδηγεί στο Δημαρχείο. Φοίτησε ένα χρόνο στο Νηπιαγωγείο της Λαπήθου, που στεγαζόταν τότε στο παλιό σχολείο της Αγίας Αναστασίας και τελείωσε την Πρώτη Δημοτικού στην Πρώτη Αστική Λαπήθου. Τα έβδομά της γενέθλια συνέπεσαν με την τουρκική εισβολή. Μετά την προσφυγιά τελείωσε το Δημοτικό, το Γυμνάσιο και το Λύκειο στα Κουφάλια.
Ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Φαρμακευτική του ΑΠΘ, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, την αντίστοιχη της Κύπρου. (Αργότερα πήρε και το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ). Στην Θεσσαλονίκη εργάστηκε ως δασκάλα στον Εύοσμο και στην Κύπρο στο Γέρι και αλλού.
Από τα παιδικά της χρόνια αγαπούσε τον αθλητισμό. Έπαιξε μπάσκετ τόσο στα Κουφάλια όσο, κυρίως, στον Αχιλλέα Καϊμακλίου. Ήταν, κάποτε, ενεργή φίλαθλος και συνόδευσε αρκετές φορές τον μεγάλο της αδελφό και τα ανίψιά της σε αγώνες του ποδοσφαιρικού και καλαθοσφαιρικού Παναθηναϊκού στη Θεσσαλονίκη, όπως και στην Πέλλα, που ερχόταν και στη συνέχεια σε Μονές της περιοχής και αγαπήθηκε πολύ από τους πιστούς για την απλότητα της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επέστρεψε στην Κύπρο και ως φοιτήτρια και ως δασκάλα μετείχε στις αντικατοχικές κινητοποιήσεις της εποχής. Αναμείχθηκε και με τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό, και εκλέχθηκε στην Επιτροπή της ΠΟΕΔ της επαρχίας Κερύνειας. Ήταν αφοσιωμένη και εργατική δασκάλα, ζωντανός άνθρωπος και ενεργός πολίτης και λάτρευε να ταξιδεύει σε κάθε γωνιά της Κύπρου.
Γύρω στο 2000 αποφάσισε να γίνει μοναχή. Ήταν μια απόφαση που μπορεί να ξένισε αρκετούς, αλλά όσοι την γνωρίζαμε καλά ξέραμε ότι πάντα έπαιρνε αποφάσεις ώριμες και κατασταλαγμένες και οφείλαμε να σεβαστούμε την επιλογή της. Ως μοναχή πήρε το όνομα Ιουστίνη και από το 2001 εγκαταστάθηκαν, η πρώτη μικρή συνοδεία, μοναχές και δόκιμες, στο παλαιό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της Ορούντας. Μέσα σε μια εικοσαετία, το ερειπωμένο μοναστήρι μετατράπηκε σε όαση πνευματικής και φυσικής ομορφιάς. Χτίστηκαν κελλιά, κουζίνα, εργαστήρια και παρεκκλήσια, φυτεύτηκαν δένδρα και πρασίνισαν τα περβόλια, ενώ πριν τρία χρόνια τέτοιες μέρες τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού ναού της Μονής, του Αγίου Φιλούμενου του νεομάρτυρος, του Ορουντιώτη.
Ως αδελφότητα το νέο γυναικείο μοναστήρι απέπνεε αύρα ελευθερίας και αγάπης. Και χαμόγελου. Η ίδια η Ιουστίνη, ως ηγουμένη υπήρξε το στήριγμα για εκατοντάδες οικογένειες, σύμβουλος, συμπαραστάτης, συμπάσχουσα και παρηγορήτρια. Την βοήθησε το παράδειγμα του γέροντά της, Συμεών Μαυροβουνιώτη, η παρουσία στη Μονή του πατέρα της, Παπαπολύβιου, η ευγένεια, η καλοσύνη, η καλλιέργεια και η απλότητά της. Για τα χωριά της Μητρόπολης Μόρφου και ειδικότερα την Ορούντα, την Περιστερώνα, το Ακάκι και την ελεύθερη επαρχία Μόρφου, η ίδρυση της Μονής του Αγίου Νικολάου αποδείχθηκε ευλογία. Δυστυχώς από τα γυμνασιακά της χρόνια ταλαιπωρήθηκε με διάφορα προβλήματα υγείας και κάποιες άστοχες ή αργοπορημένες ιατρικές διαγνώσεις. Δεν παραπονέθηκε ποτέ, ούτε όταν πριν οκτώ χρόνια απέκτησε και την ταυτότητα της καρκινοπαθούς. Θυμάμαι με τι ενθουσιασμό, στους πρώτους μήνες που την κτύπησε η νόσος, μου ανέπτυσσε το επιχείρημα ότι με τις θεραπείες στις οποίες υποβαλλόταν μπορούσε να καταλάβει και να βοηθήσει περισσότερο τους ασθενείς που αντιμετώπιζαν ανάλογο πρόβλημα και έρχονταν στο μοναστήρι για παρηγοριά και ανακούφιση…
Κράτησε το φορτίο της ασθένειάς της για τον εαυτό της, και συνέχισε, ακόμη και τον τελευταίο χρόνο της βαριάς μετάστασης να συμβουλεύει, να ακούει τα προβλήματα και τα παράπονα των άλλων και να παρηγορεί, χωρίς ο συνομιλητής της να υποψιάζεται τον σταυρό που σήκωνε η ίδια. Όταν αποφάσισε να ενημερώσει τους «κατά κόσμον οικείους της» για την ακριβή κατάσταση της υγείας της, τα πράγματα δεν είχαν επιστροφή: Έφυγε από τη ζωή μέσα σε οκτώ μέρες.
Άφησε πίσω της σπουδαίο έργο και εκατοντάδες ανθρώπους που βοήθησε, την αγάπησαν και τους ενέπνευσε. Και που την έκλαψαν σήμερα, ως μάνα, ως αδελφή και ως «γερόντισσα». Είναι αυτό παρηγοριά για μια πρόωρη απώλεια; Όσοι έζησαν την ηρεμία με την οποία αντιμετώπισε τον θάνατο την θαύμασαν και την ζήλεψαν για την πίστη της και τη δύναμή της».