Βάσιμες ελπίδες ότι θα ανοίξει εκ νέου το ιστορικό μοναστήρι «Παναγία Σουμελά», έδωσε ο Τούρκος υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Μεχμέτ Νούρι Ερσόι
αναφερόμενος στις εργασίες αναστήλωσης και στήριξης της ιστορικής μονής οι οποίες έχουν κρατήσει σχεδόν πέντε χρόνια.
Η Μονή επρόκειτο να επαναλειτουργήσει φέτος με την ευκαιρία των εορτασμών για τον Δεκαπενταύγουστο.
Όπως ανέφερε ο κ. Ερσόι η ολοκλήρωση των εργασιών καθυστέρησε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού στην Τουρκία αλλά και λόγω του δύσβατου της βραχώδους αυτής περιοχής.
Η πρόσβαση στα προβληματικά σημεία όπου υπάρχουν κατολισθήσεις βράχων γίνεται μόνο με ειδικά συνεργεία ορειβατών, είπε ο Τούρκος υπουργός, ο οποίος όμως διαβεβαίωσε ότι έχει γίνει επιτάχυνση των εργασιών ώστε η Μονή Σουμελά να ανοίξει τη φετινή σεζόν, ίσως τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου.
Η ιστορία της Παναγίας Σουμελά
Το παλιό ιστορικό μοναστήρι της Παναγιάς Σουμελά, χτισμένο στην πλαγιά του βουνού στην περιοχή της Ματσούκα της Τραπεζούντας, στην Τουρκία, ήταν για δεκαέξι αιώνες σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους Ποντίους, αλλά και ένα ευρύτερο πνευματικό κέντρο τεράστιας ακτινοβολίας και ιστορικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίο, ότι πέραν των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ιδιαιτέρως των Κομνηνών και του Αλεξίου του Γ’, που υπήρξε και ο πιο σημαντικός δωρητής της εκείνα τα χρόνια, πολλοί ισχυροί Οθωμανοί σουλτάνοι, όχι μόνο σεβάστηκαν τη μονή, αλλά και επέκτειναν τα προνόμιά της επικυρώνοντας τα, με διατάγματα τους και προσφέροντας σημαντικές δωρεές προς το μοναστήρι.
Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β, Σελήμ Α, Μουράτ Γ, Σελήμ Β, Iμπραήμ A, Μωάμεθ Δ, Σουλεϊμάν Β, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ είναι ορισμένοι από τους ευεργέτες της ιστορικής μονής, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Θρυλείται, μάλιστα, ότι στον τόπο, όπου χτίστηκε η ιστορική μονή, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, άγγελοι είχαν μεταφέρει την ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, εικονογράφος της οποίας κατά την παράδοση ήταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 οι ελάχιστοι -μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού- εναπομείναντες μοναχοί της παλιάς μονής, που είχαν ήδη προλάβει να υποστούν δοκιμασίες, ληστείες, διωγμούς, ακολούθησαν τη μοίρα των χιλιάδων προσφύγων και ήρθαν στην Ελλάδα. Όμως, προηγουμένως είχαν φροντίσει να θάψουν, με την προσδοκία κάποτε να τα ξαναβρούν τα πιο σημαντικά κειμήλια του μοναστηριού σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων στα ερείπια του παρεκκλησίου της Αγίας Βαρβάρας. Τρία πολύ σημαντικά κειμήλια. Την εικόνα της Παναγίας, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.
Μερικά χρόνια αργότερα, περί το 1930, όταν το πολιτικό κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες εξομαλύνθηκε, χρειάστηκε μια σειρά από ενέργειες του τότε πρωθυπουργού του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε συνεννόηση με τον Ισμέτ Ινονού να γίνει από την Ελλάδα αποστολή για την εξεύρεση των θαμμένων κειμηλίων και την μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Στο παλιό ιστορικό μοναστήρι, στις 15 Αυγούστου του 2010 έγινε για πρώτη φορά Θεία Πατριαρχική Λειτουργία, με την άδεια των τουρκικών Αρχών, στο ιστορικό μοναστήρι του Πόντου στην Τουρκία, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και των μητροπολιτών Δράμας Παύλου και Βολοκαμάνσκ Υλαρίωνα, παρουσία χιλιάδων πιστών. Η πανήγυρης και η Θεία λειτουργία τελούνταν κάθε χρόνο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Το 2016 το μοναστήρι δεν δόθηκε για τις ετήσιες εκδηλώσεις, καθώς όπως ανακοίνωσαν οι τουρκικές αρχές, έπρεπε να γίνουν εργασίες συντήρησης και να αφαιρεθούν κομμάτια βράχου που απειλούσαν με καταστροφή το μνημείο. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό πότε θα επιτραπούν και πάλι οι λατρευτικές εκδηλώσεις.
cnn.gr