Saturday, 16 November, 2024

02/01/2024, Αγίου Σίλβεστρου, Πάπα Ρώμης, Σεραφείμ του Σαρώφ και Αγίας Θεοδότης

Με τη Δυτική Εκκλησία έχουμε κοινούς αρκετούς Αγίους, μέχρι το χωρισμό της από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Άγιος Σίλβεστρος, Πάπας Ρώμης.

Ο Άγιος Σίλβεστρος ήταν γιος του Ρουφίνου, γεννημένος στη Ρώμη και από μικρή ηλικία εισχωρεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Σε ηλικία τριάντα χρόνων χειροτονείται από τον Πάπα Μαρκελίνο· γίνεται Πάπας το 314 μ.Χ. και διαδέχεται τον Άγιο Μελχιάδη ή Μιλτιάδη (10 Απριλίου).

Ενδιαφέρθηκε και πολέμησε πολύ την αίρεση του Αρείου και θέσπισε τους λειτουργικούς κανόνες για τον καθαγιασμό του μύρου του αγίου χρίσματος. Αλλά μεταξύ των καλύτερων έργων του Πάπα Σιλβέστρου, ξεχωρίζει το έργο της μέριμνας για τη βιοτική συντήρηση των φτωχότερων κληρικών και των μοναχών γυναικών, ώστε οι άνθρωποι αυτοί της πνευματικής διακονίας και προσευχής να μην αποσπώνται από το κυρίως έργο τους.

Ο Άγιος Σίλβεστρος έκανε επίσης πολλά θαύματα με αποτέλεσμα να πιστέψουν στο Χριστό πολλοί άνθρωποι μεταξύ των οποίων και ο Μέγας Κωνσταντίνος (βλέπε 21 Μαΐου) τον οποίο χειραγώγησε στην πίστη και εν συνεχεία τον βάπτισε.Με τη συμβουλή του Αγίου Σιλβέστρου, ο Μέγας Κωνσταντίνος ανήγειρε επτά ναούς, για να εορτάζονται οι εορτές του Σωτήρος Χριστού και των Αγίων Μαρτύρων. Απέδειξε ότι ο Ιησούς Χριστός και το έργο του είχαν προκηρυχθεί από το Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης και έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Πολέμησε δε ιδιαίτερα τους αιρετικούς Δονατιστές και μεγάλυνε την Εκκλησία με την διδασκαλία των θείων δογμάτων. Ο Άγιος Σίλβεστρος πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα, την 31η Δεκεμβρίου του 335 μ.Χ.

Όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ

Ο Όσιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο Κουρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759 μ.Χ. και ονομάσθηκε Πρόχορος. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη Μοσνίν, ήταν ευκατάστατοι έμποροι. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια πλινθοποιίας και παράλληλα αναλάμβανε την ανέγερση πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών. Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κουρσκ ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Θαυματουργού, αλλά ξαφνικά το 1762 μ.Χ., πεθαίνει, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την ολοκλήρωση του ναού. Ο Πρόχορος κληρονόμησε τις αρετές των γονέων του και ιδίως την ευσέβειά τους.

Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ελπίδα αναρρώσεως. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει. Πράγματι, έτυχε μια μέρα να γίνεται λιτανεία και να περνά έξω από την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε και η εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα. Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.

Νέος εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κουρσκ, και έρχεται να μονάσει στη μονή του Σάρωφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει Μοναχός διαρκεί οκτώ χρόνια. Στις 13 Αυγούστου του 1786 μ.Χ. κείρεται Μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.

Περιφρουρούμενος με το ταπεινό φρόνημα ο Διάκονος Σεραφείμ, ανέρχεται στην Πνευματική ζωή «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ως Διάκονος παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1793 μ.Χ. χειροτονείται Ιερεύς και αποδύεται με μεγαλύτερο ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα…

Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σάρωφ και κλείνεται σαν σε μνήμα στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζει ολόκληρος από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και αν δει θεϊκά οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!».

Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».

Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι….», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ….», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ….».

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833 μ.Χ. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.

Αγία Θεοδότη μητέρα των Αγίων Αναργύρων

Η Αγία Θεοδότη ήταν μητέρα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (1 Νοεμβρίου). Απεβίωσε ειρηνικά.

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου