Η Αγία Μάρτυς Πολυχρονία ήταν μητέρα του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και καταγόταν από την πόλη Λύδδα (Διόσπολη) της Παλαιστίνης. Προερχόταν και εκείνη από φημισμένο και αρχοντικό γένος. Ήταν σεμνή και γενναία και πλημμυρισμένη από σωφροσύνη, καλοσύνη και γλυκύτητα. Απ’ όλα πιο πολύ η ψυχή της αγαπούσε τον Θεό, την προσευχή και την ταπείνωση. Ο χρόνος της κυλούσε με την ανάγνωση των Θείων Γραφών και την προσευχή. Τις προσευχές δε και τις αγρυπνίες της, η μακαρία Πολυχρονία, τις συνόδευε με εγκράτεια και νηστεία. Έτσι, αποσπασμένος ο νους της από τη γη υψωνόταν στον ουρανό και βυθιζόταν στη θεωρία του Θεού. Με αυτό τον τρόπο μεταμόρφωνε το γύρω χώρο της και άφηνε να διαχέεται στο ειδωλολατρικό περιβάλλον του συζύγου της Γεροντίου η πάντερπνη οσμή της πνευματικής ευωδίας.
Η Αγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφά τον υιό της με παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Του μετέδιδε την θερμή της αγάπη προς τον Χριστό, καθώς και την βαθιά ευλάβειά της. Και όταν εκείνος αντιμετώπισε το μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, η Αγία βρισκόταν διαρκώς κοντά του. Και στη φυλακή και στον τόπο των μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντοτε για την ενίσχυσή του με τα Άχραντα Μυστήρια.
Όταν την είδε ο βασιλέας Διοκλητιανός να ομιλεί στον Άγιο, την κάλεσε κοντά του και την ρώτησε ποια είναι. Η Αγία με πνευματική ανδρεία απάντησε: «Με λένε Πολυχρονία και είμαι Χριστιανή, όπως και ο υιός μου Γεώργιος, που νομίζεις ότι τιμωρείς, ενώ αυτός στεφανώνεται από τον Βασιλέα Χριστό». Εξοργισμένος ο Διοκλητιανός πρόσταξε να την βασανίσουν αμέσως. Στην συνέχεια την κρέμασαν επάνω σε ένα ξύλο και της έκαναν ακόμη μεγαλύτερα μαρτύρια. Κατέσχισαν τις σάρκες του σώματός της με σιδερένιες χειράγρες τόσο πολύ, που φάνηκαν τα σπλάχνα της. Ύστερα πήραν αναμμένες λαμπάδες και άρχισαν να καίνε τις πληγές της. Παρόλα αυτά εκείνη έμενε ασάλευτη στην πίστη της και ανδρεία στον λογισμό της. Οι δήμιοι όμως συνέχισαν. Της φόρεσαν με λαβίδες σιδερένια πυρακτωμένα υποδήματα. Η Αγία Πολυχρονία, με την παρηγοριά του Παρακλήτου, νίκησε τους πόνους και παρέδωσε με ειρήνη την αγία της ψυχή στα χέρια του Θεού.
Το τίμιο λείψανό της το παρέλαβαν κρυφά οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν δοξάζοντας τον Θεό.