Ο Άγιος Ιγνάτιος έλαμψε με τον σταθερό χαρακτήρα του και με την ισχυρή μορφή του. Ήταν ο νεότερος γιος του βασιλιά Μιχαήλ Α’ του Ραγκαβέ και της Προκοπίας
θυγατέρας του αυτοκράτορα Νικηφόρου του Α’ και γεννήθηκε το 799 μ.Χ.
Όταν ο Λέων ο Ε’ κατέλαβε το θρόνο, έκλεισε τον Ιγνάτιο σε μοναστήρι. Το βασιλοπαίδι δέχτηκε ευχάριστα τη ζωή της ευσέβειας και της αρετής, και αφού αποδεσμεύτηκε τη ζωή των αυλών και των αυτοκρατόρων, προχειρίστηκε μοναχός. Προικισμένος μάλιστα και με άλλα χαρίσματα διέπρεψε σαν ηγούμενος της Μονής του Αρχαγγέλου, η οποία ονομαζόταν του Ανατέλλοντος, ενώ τώρα ονομάζεται του Σατύρου.
Το έτος 846 μ.Χ., όταν βασίλισσα ήταν η Θεοδώρα, διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον πατριάρχη Μεθόδιο τον Α’ που είχε πεθάνει. Ο Ιγνάτιος έδειξε τον ισχυρό του χαρακτήρα, και στην περίπτωση που ο αδελφός της Θεοδώρας, Βάρδας, παράσυρε το γιο της βασιλέα Μιχαήλ Γ’, να εξαναγκάσει τη μητέρα του και τις αδελφές του να γίνουν μοναχές. Τότε ο Ιγνάτιος, αντιστάθηκε να προβεί σε μια τέτοια καταναγκαστική κούρα, γνωρίζοντας βέβαια την επικίνδυνη έχθρα του μοχθηρού Βάρδα. Αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιο, δεν δέχτηκε να δώσει τη θεία κοινωνία, επειδή συζούσε με τη νύφη του! Όμως, την 23η Νοεμβρίου του 857 μ.Χ., ο Βάρδας εκδικήθηκε. Κατήγγειλε ότι ο Ιγνάτιος συνωμοτούσε κατά του βασιλιά, με αποτέλεσμα ο πατριάρχης να εξοριστεί στο νησί Τερέβινθο. Αλλά όταν ανέλαβε την εξουσία ο Βασίλειος ο Μακεδών, στις 13 Νοεμβρίου του 867 μ.Χ. ο Ιγνάτιος επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο. Πέθανε το 878 μ.Χ. και τον διαδέχτηκε ένας άλλος μεγάλος αστέρας της ‘Ορθοδοξίας, ο Μέγας Φώτιος.