Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ’ αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού κατά το έτος 82, ζούσε στην πόλη του Μαρκιανού η Αγία Σεβαστιανή, κηρύττοντας τον Χριστό και «συκοφαντήθηκε» στον ηγεμόνα Σέργιο ως Χριστιανή. Αφού παρουσιάσθηκε λοιπόν μπροστά του, ομολόγησε ότι πιστεύει στον Χριστό και ότι διδάχθηκε και βαπτίσθηκε από τον Απόστολο Παύλο και ότι είναι έτοιμη να πεθάνει για τον Χριστό.
Εκεί της εμφανίσθηκε ο Απόστολος Παύλος και της είπε:
Χαίρε και μη λυπάσαι, διότι θα πας δεμένη και στη δική σου πατρίδα για την ομολογία του Χριστού.
Μετά λοιπόν από επτά ημέρες την έβγαλε ο άρχοντας από την φυλακή. Και αφού έκαψε δυνατά ένα καμίνι, διέταξε να βάλουν σ’ αυτό την Αγία. Τότε την έριξαν στο καμίνι και έμεινε μέσα αρκετή ώρα. Παραμένοντας όμως άβλαβής, βγήκε έξω και έκανε όλους να θαυμάζουν και να απορούν πολύ.
Κατόπιν, την ώρα που η Αγία Μάρτυς προσευχόταν, έγινε ένας θόρυβος από τον ουρανό και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε ακόμη και τόσο πολύ χαλάζι, ώστε έσβησε τη φωτιά της καμίνου, αλλά και πολλοί από αυτήν τη χαλαζόπτωση κινδύνεψαν να πεθάνουν. Αλλά και αυτός ο ηγεμόνας έφυγε από το φόβο του με όσους παρευρίσκονταν εκεί.
Μετά από αυτά της λέει ο ηγεμόνας:
«Ποιά είσαι εσύ, ποιά είναι η κατάστασή σου και από ποιά χώρα κατάγεσαι»;
Η Αγία Σεβαστιανή όμως σιωπούσε. Μαθαίνοντας όμως από τους παρευρισκόμενους, ότι ήταν από την μητρόπολη της Ηράκλειας, την έστειλε δεμένη στον εκεί ηγεμόνα. Κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.
Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης φυλακισμένη από τον ηγεμόνα Πομπηιανό. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία.
Αρχικά την έδειραν σε όλο το σώμα με σφαίρες μολυβένιες, έπειτα την έβαλαν στη φυλακή. Τότε Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε εμπρός της Αγίας Σεβαστιανής και της είπε: Έχε θάρρος θυγατέρα, διότι όταν θα παρουσιασθείς στον ηγεμόνα, τότε εγώ θα είμαι μαζί σου.
Φθάνοντας λοιπόν στην Ηράκλεια, παρουσιάσθηκε στον ηγεμόνα, ο οποίος αφού την κρέμασε επάνω σε ξύλο, που ήταν σαν μάγγανος, καταξέσχιζε το σώμα της για διάστημα τριών ωρών. Και οι μεν σάρκες της Αγίας Σεβαστιανής ενώ κόβονταν και σχίζονταν, ευωδίαζαν, ενώ η ίδια με σιωπή καρδιακά προσευχόταν και υμνούσε τον Χριστό, ώστε έλεγαν όλοι, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχο και ζωντανό, αλλά άψυχο. Αφού την κατέβασε από τον μάγγανο, την έριξε στα θηρία, για να την φάνε. Ένα μεγάλο όμως λιοντάρι πλησίασε κοντά στην Αγία Σεβαστιανή, και παράξενα με ανθρώπινη φωνή την μεν Μάρτυρα του Χριστού επαινούσε και μακάριζε, ενώ τους άπιστους και παράνομους έλεγχε και κατηγορούσε.
Έπειτα αφέθηκε και μία λέαινα κατά της Αγίας, η οποία, πλησιάζοντας κοντά, στάθηκε στο άλλο πλευρό της Μάρτυρος. Και λοιπόν στέκονταν τα δύο λιοντάρια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά της Αγίας, σαν αρνιά άκακα.
Επειδή λοιπόν ο ηγεμόνας απορούσε, και δεν ήξερε τί να κάνει, γι’ αυτό διέταξε να αποκεφαλίσουν την Μάρτυρα έξω από την πόλη.
Η Αγία Σεβαστιανή τότε, αφού αποκεφαλίστηκε, ω του θαύματος, αντί να ρεύσει αίμα, έρευσε γάλα. Το δε άγιο σώμα και την κεφαλή της διέταξε ο δυσσεβέστατος ηγεμόνας να βάλουν μέσα σε σάκο και μαζί με αυτά να βάλουν και τριακόσια λίτρα μολύβι και έτσι να τα ρίξουν στην θάλασσα.
Άγγελος όμως Κυρίου έσκισε τον σάκο και έβγαλε το λείψανο σε τόπο που λέγεται Ρισηστό. Όταν το έμαθε αυτό μία γυναίκα της συγκλήτου, Αμμία ονομαζόμενη, πήγε στον τόπο εκείνο και, αφού τύλιξε με σεντόνια και άλειψε με μύρα το τίμιο λείψανο, το ενταφίασε σε ένα ξεχωριστό τόπο του Ρισηστού προς δόξα Θεού.