Ο σεισμός αυτός έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα τέλη της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β’ του Μικρού (408-450 μ.Χ.), υιού του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και της Ευδοξίας.
Ο σεισμός συνέβη ημέρα Κυριακή, τη δεύτερη ώρα της ημέρας. Εξαιτίας δε του σεισμού αυτού, κατέπεσαν τα τείχη της πόλεως και ένα μεγάλο μέρος των οικημάτων και κατ’ εξαίρεση από την περιοχή των Τρωαδησίων Εμβόλων μέχρι του Χαλκού Τετραπύλου.
Οι μετασεισμικές δονήσεις συνεχίσθηκαν επί τρεις ολόκληρους μήνες, μέχρι και της 25ης του μηνός Απριλίου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Όσιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος. Κατά την περίοδο εκείνη ο βασιλέας έκανε πάνδημες λιτανείες και με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν στον Θεό λέγοντας: «Κύριε, μετανοούμε, λύτρωσέ μας από τη δίκαιη οργή Σου και από τα παραπτώματά μας. Έσεισες πράγματι τη γη και την συντάραξες εξαιτίας των αμαρτιών μας, με σκοπό να μας κάνεις να συναισθανθούμε τα παραπτώματά μας και να δοξάζουμε Εσένα τον μόνο αγαθό και φιλάνθρωπο Θεό μας».