Wednesday, 25 December, 2024

Ένα podcast οδήγησε έναν άνθρωπο εκτός φυλακής μετά από 23 χρόνια

Η υπόθεση της καταδίκης του Αντνάν Σάιεντ για τον φόνο της αγαπημένης του Χαε Μιν Λι στην Βαλτιμόρη το 1999, έχει γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο: στα 23 χρόνια

από τότε που καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη και οδηγήθηκε στην φυλακή μέσω ενός podcast. ΄Ηταν το 2014 όταν παρουσιάσθηκε το podcast «Serial», το οποίο διερεύνησε την δολοφονία και τις ασυνέπειες στην αστυνομική έρευνα και τα στοιχεία, που οδήγησαν στην καταδίκη του Σάιεντ. Ήταν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ερευνητικής – σε βάθος – δημοσιογραφικής έρευνας, που έχει βέβαια και το στοιχείο της «ψυχαγωγίας» καθώς παρουσιάζεται στο κοινό κάθε βήμα της. Η ομάδα πίσω από το «Serial» βραβεύθηκε για τη δουλειά της – κέρδισε ένα βραβείο Peabody τον Απρίλιο του 2015 για την καινοτόμο αφήγηση μιας μακροχρόνιας ιστορίας μη μυθοπλασίας- και πυροδότησε μια σειρά από podcast – αντιγραφές.

Η δολοφονία

Η 17χρονη Χάε Μιν Λι εθεάθη για τελευταία φορά γύρω στις 15:00 στις 13 Ιανουαρίου 1999, να οδηγεί από το σχολείο με το αυτοκίνητό της. Πήγαινε να πάρει την ανιψιά της και να πάει στη συνέχεια στη βραδινή της δουλειά στο LensCrafters στη Βαλτιμόρη. Δεν εμφανίστηκε στη δουλειά και αμέσως μετά σήμανε συναγερμός για την εξαφάνισή της. Στις 9 Φεβρουαρίου, ένας περιπατητής σε ένα απομονωμένο τμήμα του Leakin Park στη Δυτική Βαλτιμόρη βρήκε το σώμα της Λι μισοθαμμένο σ’ ένα ρηχό τάφο. Η νεκροψία αργότερα αποκάλυψε ότι πέθανε από στραγγαλισμό. Στις 28 Φεβρουαρίου βρέθηκε το αυτοκίνητο της Λι και δύο ώρες αργότερα ο Σάιεντ συνελήφθη ως δράστης της δολοφονίας. Αν και ήταν 17 ετών τη στιγμή της δολοφονίας, ο Σάιεντ κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ως ενήλικας σε ισόβια κάθειρξη για φόνο, ληστεία και απαγωγή.

Ο Σάιεντ ήταν ένα 17χρονο γοητευτικό, όμορφο και σοβαρό αγόρι για όσους τον γνώριζαν – πάντα περιτριγυρισμένος από φίλους και αγαπητός μεταξύ των συμμαθητών του. Ήταν Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, μεγαλωμένος με κάπως αυστηρές αρχές, έτσι δεν του επιτρεπόταν από την οικογένειά του να κάνει σχέσεις με κορίτσια, κάτι που ο ίδιος πάντως είπε πως ήταν περισσότερο πολιτιστικός περιορισμός παρά θρησκευτικός.

Επισκεπτόταν το τοπικό του τζαμί, αλλά επίσης τριγυρνούσε με τον καλύτερό του φίλο Σάαντ Τσόντρι στην πόλη, βάζοντας δυνατά μουσική στο αυτοκίνητο και γενικά έκανε «ανόητα πράγματα που κάνουν οι έφηβοι». Ήταν επίσης εξαιρετικός μαθητής και συμμετείχε στο πρόγραμμα Magnet του Woodlawn High School – μια ομάδα μαθητών που είχαν επιλεγεί από το σχολείο να παρακολουθήσουν αυστηρά προγράμματα προετοιμασίας για το κολέγιο.

Δεν ήταν μόνο δημοφιλής στο σχολείο, αλλά είχε και κοπέλα. Είχε δεσμό με την Λι από τον Μάιο του 1998, περίπου οκτώ μήνες πριν δολοφονηθεί. Η Λι, Αμερικανίδα με Κορεάτικη καταγωγή, ήταν επίσης άριστη μαθήτρια στο σχολείο, έπαιζε στις ομάδες λακρός και χόκεϊ επί χόρτου και ήταν μάνατζερ της ομάδας πάλης.

Ο Σάιεντ ζήτησε από τη Λι να πάνε μαζί στο χορό του σχολείου, βάζοντας στοίχημα με τον φίλο του, Τσόντρι, για το ποιος θα είχε την πιο όμορφη ντάμα για την πιο «καυτή» εκδήλωση στο κοινωνικό τους ημερολόγιο. Φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τον χορό δείχνουν τον Σάιεντ με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την Λι, η οποία τον χαρακτήρισε ως το «πιο γλυκό αγόρι» γράφοντας στο ημερολόγιό της την ίδια νύχτα. Ο Σάιεντ κέρδισε τον τίτλο του πρίγκιπα του χορού. Αργότερα περιέγραψε το πρώτο τους φιλί στον χορό ως «μια από τις καλύτερες στιγμές ολόκληρης της ζωής μου, μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές μου». Αλλά επειδή η εφηβική τους σχέση έπρεπε να κρατηθεί μυστική από τους γονείς τους, το ζευγάρι αναγκάστηκε να κρύβεται, να λέει ψέματα για το πού βρίσκονταν και να επικοινωνεί τηλεφωνικά μετ’ εμποδίων. Αυτό έπεσε πολύ «βαρύ» στην Λι. Διέκοψε τη σχέση με τον Σάιεντ γύρω στον Δεκέμβριο του 1999. Οι κοινοί τους φίλοι είπαν ότι κατά καιρούς ανακατευόταν υπερβολικά στη ζωή της όσο ήταν ζευγάρι, εμφανιζόταν απροειδοποίητα σε διάφορα μέρη που ήταν εκείνη και την ενοχλούσε. Ο Σάιεντ έχει πάντως αρνηθεί αυτούς τους ισχυρισμούς στο podcast.

Η δημοσιογραφική έρευνα

Οι εισαγγελείς είπαν ότι ο Σάιεντ σκότωσε τη Λι όταν ανακάλυψε πως είχε καινούργιο αγόρι. Ο Σάιεντ δήλωσε αθώος και η πρώτη του δίκη έληξε με κακοδικία, αλλά τον Φεβρουάριο του 2000, σε δεύτερη δίκη καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στην φυλακή.

Πάντα υποστήριζε την αθωότητά του και 14 χρόνια αργότερα το podcast Serial έφερε τη δολοφονία στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ήταν η υπόθεση που ερευνήθηκε την πρώτη σεζόν του podcast. Η έρευνα για την υπόθεση ξεκίνησε όταν η Ράμπια Τσόντρι, της οποίας ο μικρότερος αδερφός Σάαντ είναι στενός φίλος με τον Σάιεντ, έγραψε στην δημοσιογράφο Σάρα Kένινγκ ζητώντας της να εξετάσει την υπόθεση. «Η υπόθεση εναντίον του Σάιεντ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην κατάθεση ενός μάρτυρα, του φίλου του Σάιεντ, Τζέι, ο οποίος κατέθεσε ότι βοήθησε τον Σάιεντ να θάψει το σώμα της Λι», αναφέρει η περιγραφή του podcast. «Αλλά ο Σάιεντ πάντα υποστήριζε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον θάνατο της Λι. Κάποιοι πιστεύουν ότι λέει την αλήθεια. Πολλοί άλλοι όχι». Σε 12 επεισόδια, η παρουσιάστρια και δημοσιογράφος πίσω από το podcast, Σάρα Κένινγκ, πρώην ρεπόρτερ της Baltimore Sun που εργάστηκε επίσης στο podcast «This American Life», μελέτησε χιλιάδες έγγραφα και μίλησε με όλους όσους μπορούσε να βρει που γνώριζαν τον Σάιεντ και τη Λι, την ώρα του θανάτου της. Η Κένινγκ διαπίστωσε ότι υπήρχαν ελάχιστα ιατροδικαστικά στοιχεία που να συνδέουν τον Σάιεντ με τη δολοφονία της Λι και ότι οι μάρτυρες είχαν αλλάξει τις καταθέσεις τους στην αστυνομία.

Τέθηκαν επίσης ερωτήματα σχετικά με την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο Τζέι Γουάιλντς, ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο Σάιεντ του είπε ότι είχε σκοτώσει τη Λι και ζήτησε τη βοήθειά του για να θάψει το σώμα της. Αλλά η κατάθεση του Γουάιλντς άλλαζε κάθε φορά που καλούνταν στην αστυνομία και το χρονοδιάγραμμα που έδινε για τις συναντήσεις και τις τηλεφωνικές του συνομιλίες με τον Σάιεν δεν ταίριαζε με τα αρχεία καταγραφής κλήσεων και τα «ping» του πύργου κινητής τηλεφωνίας.

Το podcast δεν κατέληξε σε ένα οριστικό συμπέρασμα ως προς την αθωότητα ή την ενοχή του Σάιεντ, αλλά η Κένινγκ θεώρησε ότι δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να τον καταδικάσουν. «Εσείς, εγώ, η πολιτεία του Μέριλαντ, με βάση τις πληροφορίες που έχουμε μπροστά μας, δεν πιστεύω ότι κανένας από εμάς μπορεί να πει τί πραγματικά συνέβη την Λι. Ως ένορκος ψηφίζω για την αθώωση του ΄Αντναν Σάιεντ. Πρέπει να αθωώσω», είπε στο τελευταίο επεισόδιο, το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2014. Το podcast έφερε αφάνταστη προσοχή στην περίπτωση του Σάιεντ. Το «Serial» ήταν τεράστια επιτυχία και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015 είχε ληφθεί περισσότερες από 68 εκατομμύρια φορές.

«Είναι μακράν η μεγαλύτερη επιτυχία στη σχετικά σύντομη ιστορία των podcast, ένα μέσο που έχει αυξηθεί σε δημοτικότητα καθώς οι άνθρωποι στρέφονται όλο και περισσότερο στα smartphone για ειδήσεις και ψυχαγωγία», έγραφαν τότε οι New York Times.

Μετά το podcast ανέλαβε η εισαγγελέας

Η αποφυλάκιση του Σάιεντ μετά από 23 χρόνια, ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς της Μπέκι Φέλντμαν, της προϊσταμένης της Μονάδας Αναθεώρησης Καταδικών της Εισαγγελίας της Πολιτείας. Η Φέλντμαν άρχισε να ερευνά την υπόθεση του Σάιεντ τον Ιούνιο του 2022, αφού ένας νέος νόμος του Μέριλαντ επέτρεψε στους εισαγγελείς να τροποποιήσουν τις ποινές για παραβάτες που ήταν κάτω των 18 ετών την εποχή των εγκλημάτων τους και είχαν εκτίσει τουλάχιστον 20 χρόνια φυλάκιση. Ο Σάιεντ πληρούσε τα κριτήρια επειδή ήταν 17 ετών το 1999 και βρισκόταν στη φυλακή από το 2000. Ήταν κατά τη διάρκεια της έρευνάς της που η Φέλντμαν «έπεσε» πάνω σε έναν άλλο πιθανό ύποπτο-ο οποίος είχε απειλήσει προηγουμένως να δολοφονήσει τη Λι και είχε πει ότι «θα την εξαφάνιζε». Καθώς έψαχνε στις 17 κούτες του κρατικού φακέλου της υπόθεσης Σάιεντ στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα βρήκε δύο χειρόγραφες επιστολές, οι οποίες πιστεύεται ότι συντάχθηκαν από εισαγγελείς και αναφέρονταν σε δύο τηλεφωνήματα από δύο διαφορετικά άτομα που κάλεσαν στο γραφείο του Εισαγγελέα για να δώσουν λεπτομέρειες για τον ίδιο πιθανό ύποπτο.

Οι σημειώσεις, αν και ακατάστατες, δυσανάγνωστες και χωρίς ημερομηνία, γράφτηκαν πριν ο Σάιεντ δικαστεί. Στα τηλεφωνήματα, τα δύο διαφορετικά άτομα αποκάλυψαν πληροφορίες για τον ίδιο ύποπτο, εξηγώντας και δίνοντας στοιχεία ότι είχε κίνητρο να σκοτώσει την 17χρονη Λι. Αφού ερεύνησε τον εν λόγω άνδρα, η Φέλντμαν θεώρησε ότι τα στοιχεία ήταν αξιόπιστα. Από την έρευνά της προέκυψε ακόμη ότι η αστυνομία τότε θεωρούσε και κάποιο άλλο άτομο, πλην του κατονομασθέντος στα τηλεφωνήματα, ύποπτο.

Αλλά και οι δύο νέοι ύποπτοι ήταν γνωστοί στους ντετέκτιβ πριν από 23 χρόνια, όπως επιβεβαιώθηκε, και δεν αποκλείστηκαν σωστά κατά τη διάρκεια της έρευνας για την δολοφονία του 1999. Ένας ή και οι δύο από τους νέους υπόπτους έχουν σχετικό ποινικό ιστορικό. Ο ένας, τον οποίο η αστυνομία δεν εξέτασε με πολύ ζήλο, εκτίει ποινή φυλάκισης για σεξουαλική επίθεση. Έχει ιστορικό βίας κατά γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της καταδίκης για αρκετούς βιασμούς. Όταν η Φέλντμαν βρήκε τις χειρόγραφες σημειώσεις, επικοινώνησε με τη δικηγόρο του Σάιεντ, ΄Ερικα Σάτερ, για να δει αν γνώριζε αυτά τα στοιχεία. Δεν τα γνώριζε. Αυτό σημαίνει ότι οι εισαγγελείς στη δίκη δεν παρέδωσαν βασικές πληροφορίες στην ομάδα υπεράσπισης όπως απαιτείται, σύμφωνα με τον κανόνα του Μπρέιντι (Bradey rule), που διέπει την ποινική δικονομική διαδικασία. Μετά την σημαντική ανακάλυψη αυτή, η Φέλντμαν υπέβαλε πρόταση στο Δικαστήριο να ακυρώσει την ποινή του Σάιντ για φόνο.

Και τώρα τι γίνεται;

Η εισαγγελέας της πολιτείας Μέριλιν Μόσμπι είπε στα ΜΜΕ ότι ακόμη δεν έχει κηρυχθεί ο Σάειντ αθώος. «Πιστεύουμε ότι το να κρατήσουμε τον κ. Σάιεντ υπό κράτηση καθώς συνεχίζουμε να ερευνούμε την υπόθεση με όλα όσα γνωρίζουμε τώρα, όταν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στα αποτελέσματα της πρώτης δίκης, θα ήταν άδικο», είπε η Μόσμπι. Η δικαστής του περιφερειακού δικαστηρίου Μελίσσα Φιν είπε ότι η απόφασή της ήταν «προς το συμφέρον της δικαιοσύνης». Καθώς αναγνώστηκε η απόφαση της δικαστού, η αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Σύμφωνα με το νόμο του Μέριλαντ, η Εισαγγελία έχει στη διάθεσή του 30 ημέρες για να τον κατηγορήσει ξανά για τη δολοφονία της Λι. Εκεί που εστιάζει η Εισαγγελία και συμφωνεί και ο Σάιεντ, είναι ένα νέο τεστ DNA, αναφέροντας ότι η πρόοδος στο γενετικό προφίλ σήμαινε ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες, καθώς το έγκλημα συνέβη πριν από πολύ καιρό. Ο Σάιεντ και οι εισαγγελείς κατέθεσαν την κοινή πρόταση αναφέροντας: «Τα ρούχα, τα παπούτσια της Λι και ορισμένα άλλα στοιχεία που ανακτήθηκαν από τον τόπο του εγλήματος δεν έχουν υποβληθεί σε εξέταση DNA».

Εκ διαμέτρου αντίθετες εικόνες

Με χειροκροτήματα και πολύ ενθουσιασμό από συγκεντρωμένο πλήθος έγινε δεκτός ο Σάιεντ βγαίνοντας από το δικαστήριο στα 41 του χρόνια πια και βαδίζοντας προς την πολυπόθητη ελευθερία του. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο ένα μισό αμήχανο χαμόγελο. Δεν έκανε την παραμικρή δήλωση. Η δικηγόρος του Σάιντ, Έρικα Σούτερ, δήλωσε: «Δεδομένης της εκπληκτικής έλλειψης αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων που εμπλέκουν τον κ. Σάιεντ, σε συνδυασμό με αυξανόμενα στοιχεία που δείχνουν άλλους υπόπτους, αυτή η άδικη καταδίκη δεν μπορεί να σταθεί. Ο κ. Σάιεντ είναι ευγνώμων που αυτή η πληροφορία είδε επιτέλους το φως της δημοσιότητας».

Για την οικογένεια της Λι όμως, ο πόνος και το ερώτημα ποιος τη σκότωσε είναι ένα δράμα που κρατά δύο δεκαετίες τώρα. «Αυτό που γίνεται δεν είναι ένα podcast για μένα, με αρχή και τέλος», είπε στο Δικαστήριο τη Δευτέρα ο Γιονγκ Λι αδελφός του θύματος. «Είναι η πραγματική ζωή που δεν θα τελειώσει ποτέ. Έχουν περάσει 20 και πλέον χρόνια. Είναι ένας εφιάλτης. Αυτό μας σκοτώνει». Κατά τη διάρκεια της καταδίκης του Σάιεντ τον Ιούνιο του 2000, η Κορεάτισσα μητέρα του θύματος, είπε ότι μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αμερική για να μπορέσει να δώσει στα παιδιά της «αξιοπρεπή εκπαίδευση και ένα αξιοπρεπές μέλλον». Είπε στο δικαστήριο: «Θα ήθελα να συγχωρήσω τον Άντναν Σάιεντ αλλά ξέρω πώς δεν θα μπορούσα. Όταν πεθάνω, η κόρη μου θα πεθάνει μαζί μου. Όσο ζω, η κόρη μου είναι θαμμένη στην καρδιά μου».

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου