Συνήθως οι δημοτικοί άρχοντες προσπαθούν να αποφύγουν ένα τόσο δραστικό μέτρο. Αλλά την Τετάρτη ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος του Αμβούργου, Πέτερ Τσέντσερ
έκρινε ότι δεν έχει άλλη επιλογή, καθώς οι υγειονομικές αρχές κατέγραφαν περισσότερα από 500 νέα κρούσματα την ημέρα. Από την Παρασκευή 2 Απριλίου (Μεγάλη Παρασκευή για την Καθολική και την Ευαγγελική Εκκλησία) οι κάτοικοι του Αμβούργου θα είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν στα σπίτια τους από τις 9 το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί. Σύμφωνα με τη δημοτική αρχή το μέτρο κρίνεται απαραίτητο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, καθώς δύο στις τρεις παραβάσεις των περιοριστικών μέτρων εντοπίζονται στο συγκεκριμένο διάστημα της ημέρας. Η νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας είναι ένα μέτρο που προκαλεί αντιδράσεις και δυσάρεστους ιστορικούς συνειρμούς, καθώς θυμίζει σκοτεινές περιόδους της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας. Οι αρχές του Αμβούργου επισημαίνουν ωστόσο ότι υπάρχει και μεταπολεμικό «προηγούμενο» που χρονολογείται από το 1962, όταν ο τότε δήμαρχος της πόλης και μετέπειτα καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ είχε επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πρωτοφανείς για την εποχή πλημμύρες στο «μεγάλο λιμάνι» της Βόρειας Γερμανίας. Πάντως οι αρχές υπόσχονται ότι η αστυνομία θα δείξει κάποια επιείκεια, ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες. «Αν καθυστερήσετε λίγο στα ψώνια και οι αστυνομικοί σας δουν φορτωμένο με σακούλες στις εννέα και δέκα το βράδυ, δεν πρόκειται να επέμβουν», διαβεβαιώνει εκπρόσωπος του δημάρχου.
Ήπια απαγόρευση στο Βερολίνο
Νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας, αλλά με πιο ήπια μορφή, επιβάλλει από τη Μεγάλη Παρασκευή και η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου. Για απαγόρευση-λάιτ κάνει λόγο η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ). Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί απαγορεύονται οι συναθροίσεις άνω των δύο ατόμων. Επιπλέον, από την Τρίτη του Πάσχα επιβάλλονται πιο αυστηροί περιορισμοί για κοινωνικές συναντήσεις σε σπίτια, από τους οποίους εξαιρούνται μόνο τα παιδιά έως 14 ετών. «Έχουμε δει εικόνες με εκατό και διακόσια άτομα σε ένα πάρκινγκ ή άλλους εξωτερικούς χώρους να διασκεδάζουν, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», λέει ο δήμαρχος του Βερολίνου Μίχαελ Μίλερ, αιτιολογώντας την απόφαση. Και όλα αυτά, επισημαίνει, τη στιγμή που «ο αριθμός των κρουσμάτων δεν υποχωρεί, ενώ επιδεινώνεται η κατάσταση στις μονάδες εντατικής θεραπείας». Απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις δέκα το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί ισχύει από την Παρασκευή και στην πόλη του Ανοβέρου. Σύμφωνα με τις τοπικές αρχές, κύριος στόχος των περιοριστικών μέτρων είναι να αποφευχθούν οι συναντήσεις νεαρών σε εξωτερικούς χώρους. Στο ίδιο μέτρο καταφεύγει η πόλη Χάλε της Ανατολικής Γερμανίας από το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, καθώς ο αριθμός των νέων κρουσμάτων έχει ξεπεράσει τα 240 ανά 100.000 κατοίκους τις τελευταίες επτά ημέρες. Απαγόρευση της κυκλοφορίας για περιοχές με αυξημένο αριθμό κρουσμάτων εξαγγέλλει και η τοπική κυβέρνηση του Βρανδεμβούργου, χωρίς πάντως να έχουν ληφθεί αποφάσεις για συγκεκριμένες πόλεις. Από τις 31 Μαρτίου απαγορεύεται η κυκλοφορία μεταξύ εννέα το βράδυ και πέντε το πρωί και στη λουτρόπολη του Μπάντεν-Μπάντεν, που αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τις ημέρες του Πάσχα. Εξαιρέσεις προβλέπονται μόνο για «σημαντικούς λόγους», όπως επείγουσες επαγγελματικές δραστηριότητες, επισκέψεις συγγενών, συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετές κλπ.
Ανεπαρκή τα επιστημονικά στοιχεία
Σύμφωνα πάντως με το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (DPA) δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα κατά πόσον ωφελεί μία αυστηρή απαγόρευση της κυκλοφορίας. Πρόσφατη έρευνα στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία πλήρης απαγόρευση μπορεί να μειώσει την εξάπλωση του κορωνοϊού κατά 13%. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, μία λιγότερη αυστηρή απαγόρευση, όπως αυτή που εφαρμόζεται στο Βερολίνο, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση κατά …26%! «Πολλές φορές υπερτιμάται η αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης», λέει ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος της Βρέμης Αντρέας Μπόβενσουλτε στην εφημερίδα Die Welt. Πολύ πιο αποτελεσματικό μέτρο, κατά την άποψή του, θα ήταν να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να πληρώνουν τακτικά τεστ για τους συνεργάτες τους, που δεν μπορούν να εργάζονται αποκλειστικά από το σπίτι.
DW: Γιάννης Παπαδημητρίου, Deutsche Welle