Συγκλονιστικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάζει έρευνα του ΙΟΒΕ για την επισιτιστική ανασφάλεια των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης, στην οποία
μάλιστα τονίζεται χαρακτηριστικά ότι η πιο δύσκολη περίοδος ήταν το 2015, καθώς 1, 4% εκατ. άτομα κυριολεκτικά… πεινούσαν, καθώς δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα βασικά για την διατροφή τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, ”Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα έχει σοβαρές κοινωνικές προεκτάσεις. Ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης πτώσης του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της υψηλής ανεργίας, σημαντικό μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολίες στην ικανοποίηση βασικών αναγκών, όπως επαρκείς θέρμανση και σίτιση. Η αναγκαιότητα της στήριξης κοινωνικών ομάδων εντείνεται και από τις αυξημένες ροές προσφύγων που καταλήγουν να διαμένουν σε κοινωνικές δομές εντός της ελληνικής επικράτειας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η λειτουργία των τραπεζών τροφίμων, οι οποίες συνεισφέρουν καθοριστικά τόσο στην καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας (food poverty), όσο και στη μείωση της σπατάλης τροφίμων”.
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ υπογραμμίζεται, επίσης, ότι ”ένα άτομο βρίσκεται σε «επισιτιστική ανασφάλεια» (food insecurity) ή «επισιτιστική ένδεια» (food poverty) όταν δεν έχει ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων για τη φυσιολογική του ανάπτυξη και για μια δραστήρια και υγιή ζωή. Η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί σοβαρό κοινωνικόπρόβλημα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής και φυσικής ανάπτυξης, να επηρεάσει τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο και να οδηγήσει σε παχυσαρκία, λόγω υπερβολικής κατανάλωσης τροφίμων χαμηλής ποιότητας και υψηλής θερμιδικής περιεκτικότητας, με αρνητικές προεκτάσεις για την υγεία.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η επισιτιστική ανασφάλεια αναγνωρίζεται ως βασική διάσταση του ευρύτερου ζητήματος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι ένας από τους 5 βασικούς στόχους (headline targets) της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», η οποία προσδιορίζει τις προτεραιότητες της τρέχουσας επταετούς προγραμματικής περιόδου 2014-2020. Συγκεκριμένα, η στρατηγική προβλέπει ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται ή κινδυνεύουν να βρεθούν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού να μειωθεί κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια έως το 2020”.
”Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 2015 περίπου 1,4 εκατ. άτομα αντιμετώπιζαν επισιτιστική ανασφάλεια, ήτοι το 12,9% του πληθυσμού. Σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα βρίσκονται τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ-28 (8,5% ή 43 εκατ. άτομα) και την Ευρωζώνη (7,3% ή 25 εκατ. άτομα). Αυτή η απόκλιση αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της χώρας, καθώς το 2008 η Ελλάδα κατέγραφε μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού με επισιτιστική ανασφάλεια (7,1%) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το μεγαλύτερο ποσοστό επισιτιστικής ανασφάλειας καταγράφεται στην Ελλάδα το 2012 (14,2%) και έκτοτε παρατηρείται τάση μείωσης, η οποία ενδέχεται να οφείλεται και στη σταδιακή αποκλιμάκωση της ανεργίας στη χώρα την ίδια περίοδο” αναφέρεται επίσης στην έρευνα.
Μάλιστα, όπως, επίσης, επισημαίνεται, μόνο έξι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονταν σε εκείνη την χρονική περίοδο σε χειρότερη μοίρα από την Ελλάδα. “Η όξυνση της επισιτιστικής ανασφάλειας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα αναδεικνύεται και από τη σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Το 2015 η Ελλάδα καταλαμβάνει την 8η χειρότερη θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες, έναντι της 15ης χειρότερης θέσης το 2008. Μεγαλύτερη επισιτιστική ανασφάλεια από την Ελλάδα αντιμετωπίζουν έξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, Λιθουανία και Λετονία) και η Μάλτα. Άλλες χώρες που εντάχθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ΕΕ, όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβενία έχουν μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού τους με επισιτιστική ανασφάλεια”.
newpost