Αποφασισμένη να καταθέσει το νόμο στη Βουλή εντός εβδομάδας δηλώνει η ηγεσία του Υπ. Εργασίας. Οι μεταβολές σε συντάξεις και εισφορές για το σύνολο των ασφαλισμένων. Τι θα γίνει με τον επανυπολογισμό και την προσωπική διαφορά. Πως την «πληρώνουν» τα μπλοκάκια.
Σαρωτικές αλλαγές στο ύψος των μελλοντικές συντάξεων αλλά και των εισφορών που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι, περιλαμβάνει το ασφαλιστικό σχέδιο νόμου που κατατέθηκε ήδη στο Ελεγκτικό Συνέδριο και σήμερα έχει προγραμματιστεί να πάρει το δρόμο προς την επιστημονική επιτροπή της Βουλής, προκειμένου μέχρι την Πέμπτη να κατατεθεί στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή.
Το σχέδιο αλλάζει άρδην το ασφαλιστικό τοπίο, αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων αλλά και των ήδη συνταξιούχων, ορίζει ενιαίους κανόνες για μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, εργαζόμενους με μπλοκάκι, δημοσιογράφους, αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.
Παράλληλα, προβλέπει κατάργηση των κατώτατων ορίων συντάξεων, θεσμοθέτηση Εθνικής Σύνταξης στα 384 ευρώ μετά από τουλάχιστον 20 χρόνια ασφάλισης, σημαντικά μικρότερους συντελεστές αναπλήρωσης για την αναλογική σύνταξη που οδηγούν σε χαμηλές νέες συντάξεις κυρίως για όσους έχουν πάνω από 25 έτη ασφάλισης και το μέσο εισόδημά τους ξεπερνά τα 1.000 ευρώ, προστασία των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων στα σημερινά επίπεδα, αύξηση εισφορών αλλά και σαρωτικές ενοποιήσεις ταμείων.
Ήδη, το σκέλος για τις ανατροπές στην ασφάλιση των δημοσίων υπαλλήλων κατατέθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο καθώς για τις προωθούμενες αλλαγές απαιτείται η έγκρισή του. “Κενές” παραμένουν ακόμη οι διατάξεις που αφορούν τις επικουρικές συντάξεις, την αύξηση των εισφορών υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) καθώς και τον ρυθμό απομείωσης των δικαιούχων του ΕΚΑΣ έως το 2019, καθώς η κυβέρνηση προτίθεται να δεχθεί τελικά την εμπροσθοβαρή κατάργηση μεγαλύτερης συνταξιοδοτικής δαπάνης, εντός του 2017.
Σύμφωνα με πληροφορίες στο κείμενο που θα κατατεθεί στη Βουλή θα περιλαμβάνονται οι τελικές προτάσεις της κυβέρνησης όπως αυτές κατατέθηκαν στους εκπροσώπους των θεσμών λίγο πριν από την αποχώρησή τους από την Αθήνα, την περασμένη εβδομάδα. Στις συναντήσεις δε, που θα γίνουν, πιθανότατα αύριο και την Πέμπτη, θα αναζητηθεί η επίτευξη συμφωνίας, προκειμένου το σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί τελικά στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, να έχει τη σύμφωνη γνώμη και των Θεσμών.
Στο σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας αλλά και της Κυβέρνησης είναι το σχέδιο νόμου να συζητηθεί στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής εντός της Μεγάλης Εβδομάδας με στόχο να ψηφιστεί στην ολομέλεια, αμέσως μετά το Πάσχα. Στο ενδιάμεσο, η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα έχει αφενός επιτευχθεί συμφωνία για το θέμα με τους εκπροσώπους των δανειστών, αφετέρου θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο για την ολοκλήρωση ή όχι της πρώτης αξιολόγησης.
Συναντήσεις του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου με τους επικεφαλής των θεσμών αναμένονται πιθανότατα την Τετάρτη και Πέμπτη, καθώς αύριο ο Έλληνας υπουργός αναχωρεί για την Ολλανδία προκειμένου να συμμετάσχει στη σύνοδο υπουργών Εργασίας.
Στην Ελλάδα πάντως, οι αντιδράσεις αναμένονται έντονες, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του επίμαχου σχεδίου νόμου, καθώς περιλαμβάνει πολλές και μεγάλες ανατροπές. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις, οι νέες συντάξεις με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι αυξημένες για όσους έχουν λίγα έτη ασφάλισης (μέχρι και 25) και εισόδημα μέχρι τα 1.000 ευρώ.
Στον αντίποδα, σημαντικές θα είναι οι μειώσεις για τους ασφαλισμένους με πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης και μέσο συντάξιμο μισθό πέριξ των 1.500 ευρώ. Ειδικά για το Δημόσιο, οι απώλειες για όσους συνταξιοδοτηθούν από την ψήφιση του νόμου και μετά, ενδέχεται να αγγίξουν και το 30% (μεσοσταθμικά 15%-20%) σε σύγκριση με το σημερινό καθεστώς. Αυτοί που “χάνουν” περισσότερα είναι οι υψηλόμισθοι, που θα αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους μετά από πολλά χρόνια ασφάλισης. Στον αντίποδα, προστατευμένες θεωρούνται οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, καθώς παραμένουν στο σημερινό τους ύψος έως το τέλος του 2017 και στη συνέχεια διατηρούνται σε αυτό έως ότου μηδενιστεί η “προσωπική διαφορά”.
Αναλυτικά,
-Εθνική Σύνταξη: Διαμορφώνεται στα 384 ευρώ, για όσους θα έχουν στο εξής από 20 έτη ασφάλισης και άνω. Για περιπτώσεις συνταξιοδότησης με λιγότερα έτη, η εθνική σύνταξη θα είναι μικρότερη κατά 2% για κάθε έτος πριν από το 20ο. Έτσι, για όσους φεύγουν με 19 χρόνια θα ανέρχεται σε 376 ευρώ (-2%), στα 18 χρόνια θα φθάνει τα 368 ευρώ (- 4%), με 17 χρόνια τα 361 ευρώ (-6%), με 16 χρόνια τα 353 ευρώ (-8%) και με 15ετία τα 345 ευρώ (-10%).
Σημαντική μείωση της Εθνικής προβλέπεται και για τις συντάξεις αναπηρίας (μειωμένες συντάξεις), καθώς τα 384 ευρώ θα λαμβάνουν μόνο όσοι έχουν ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της Εθνικής σύνταξης, ενώ με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως 66,99% θα χορηγείται το 50%. Αλλά και σε περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Επίσης, σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων, χορηγείται μία εθνική σύνταξη.
Για να λάβει κάποιος ασφαλισμένος Εθνική σύνταξη, απαιτείται επίσης, νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 έτη, μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνεται το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Το ποσό της Εθνικής Σύνταξης μειώνεται κατά 1/40 για κάθε έτος που υπολείπεται των 40 ετών διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης.
-Ανταποδοτική Σύνταξη: Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης, που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης που έχουν ήδη συμφωνηθεί με τους θεσμούς.
Αναλυτικά, τα νέα ποσοστά είναι για κάθε ένα από τα πρώτα 15 χρόνια ασφάλισης 0,77%, από τα 15,01 έως τα 18 χρόνια 0,84% κατ’ έτος, από 18,01 έως 21 χρόνια 0,90%, από 21,01 έως 24 χρόνια 0,96%, από 24,01 έως 27 χρόνια 1,03%, από 27,01 έως 30 χρόνια 1,21%, από 30,01 έως 33 χρόνια 1,42%, από 33,01 έως 36 χρόνια 1,59%, από 36,01 έως 39 χρόνια 1,80%, από 39,01 έως 42 και περισσότερα 2,00%.
Πως θα γίνει ο υπολογισμός και ο επανυπολογισμός συντάξεων
Οι συντάξεις όσων καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης του νόμου, υπολογίζονται βάσει των διατάξεων που ίσχυαν έως τις 31/12/2014. Όσοι αποχωρήσουν μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου, ο υπολογισμός θα γίνει με βάση το νέο τρόπο. Ειδικά για τους ασφαλισμένους του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου τομέα που καταθέσουν αίτηση συνταξιοδότησης εντός του 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20% του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας που ίσχυαν κατά την 31η Δεκεμβρίου 2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά. Για όσους αποχωρήσουν εντός του 2017 και το 2018, η ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο 1/3 της διαφοράς και στο ¼ αυτής, αντίστοιχα.
Για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης, ως συντάξιμες αποδοχές, θεωρούνται ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου για όλο τον ασφαλιστικό βίο του. Ειδικά όμως για όσους μισθωτούς, υπαλλήλους του Δημοσίου και στρατιωτικούς, θα συνταξιοδοτηθούν εντός του 2016, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός, που προκύπτει από το 2002 και μετά. Ετησίως, η περίοδος αναφοράς αυξάνεται κατά ένα έτος, προκειμένου να φθάσουμε στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών ολόκληρου του ασφαλιστικού βίου.
Για τους ήδη συνταξιούχους, σε περίπτωση που το ποσό της σύνταξης, μετά τον επανυπολογισμό, είναι μεγαλύτερο από το σημερινό, η διαφορά καταβάλλεται σταδιακά, σε βάθος πενταετίας. Σε περίπτωση που είναι μικρότερο, παγώνει έως το 2017 και παραμένει ως “προσωπική διαφορά” από το 2018 και έως ότου μηδενιστεί η διαφορά.
Και αυτό, γιατί βάσει του σχεδίου, από την 1.1.2017 και μετά το ποσό της σύνταξης θα μπορεί να αυξάνεται στη βάση ενός συντελεστή που διαμορφώνεται από τη μεταβολή του ΑΕΠ (κατά 50%) και του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (κατά 50%) του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων με βάση του νέους συντελεστές αναπλήρωσης που περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου θα γίνει με βάση το συντάξιμο μισθό του ασφαλισμένου επί του οποίου βγήκε στη σύνταξη σε σημερινές τιμές.
Για την απονομή του εφάπαξ λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου ασφάλισης που έχει διανυθεί σε όλους τους εντασσόμενους Φορείς / Τομείς / Κλάδους / Λογαριασμούς. Για εκκρεμείς αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής, αυτή υπολογίζεται βάσει των διατάξεων του νέου ασφαλιστικού σχεδίου νόμου.
Σε περίπτωση που οι συνταξιούχοι αναλαμβάνουν εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα, που υπάγεται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, οι ακαθάριστες συντάξεις, κύριες και επικουρικές, καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 60% για όσο διάστημα ο συνταξιούχος συνεχίζει να απασχολείται.
Μέχρι 31.12.2018, το ανώτατο όριο καταβολής ατομικής μηνιαίας σύνταξης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο του πλήρους ποσού της εθνικής σύνταξης, δηλαδή 2.304 ευρώ. Για τις περιπτώσεις όπου υπάρχει άθροισμα συντάξεων, αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 3.072 ευρώ.
Ανατροπές και στις εισφορές
Σαρωτικές εκτιμώνται και οι αλλαγές στο ύψος αλλά και στην είσπραξη των εισφορών για το σύνολο των ασφαλισμένων, καθώς ορίζονται ενιαίοι κανόνες για μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, εργαζόμενους με μπλοκάκι, δημοσιογράφους, αγρότες, ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Αν και κεντρικός στόχος των προωθούμενων αλλαγών είναι να επιβληθούν ενιαίοι κανόνες ασφάλισης και κατά συνέπεια ενιαίες εισφορές για όλους, στο σχέδιο νόμου προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις για μια σειρά ασφαλισμένων, κυρίως αυτοαπασχολούμενους – ελεύθερους επαγγελματίες και εμπόρους, καθώς είναι αυτοί που θα υποστούν σημαντικές επιβαρύνσεις από τις επερχόμενες ανατροπές. Μάλιστα, στα νέα ασφάλιστρα – φωτιά πρέπει να προστεθούν και οι σημαντικές επιβαρύνσεις από το προωθούμενο φορολογικό σχέδιο νόμου, που κάνουν τους ενδιαφερόμενους να μιλούν για τον «θάνατο του επαγγελματία».
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα μηνιαία έσοδα του κράτους από ασφαλιστικές εισφορές ξεπερνούν το 1,5 δισ. ευρώ το μήνα, και στόχος της μεταρρύθμισης, εκτός από την ισονομία, είναι και η αύξηση των εισόδων, καθώς εκτιμάται ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τα ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ. Πρόκειται για τις ανείσπρακτες βεβαιωμένες οφειλές, γιατί υπάρχουν και τα δεκάδες δισ. που χάνονται κατ’ έτος εξαιτίας της εισφοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής.
Για τον λόγο αυτό, στο σχετικό σχέδιο νόμου προβλέπεται η δημιουργία κοινού μητρώου των υπόχρεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και φόρου εισοδήματος «στο οποίο ενσωματώνονται και εναρμονίζονται οι διαδικασίες εγγραφής, δήλωσης, πληρωμής και βεβαίωσης καταβολής του φόρου εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών». Μάλιστα, εντός του δεύτερου εξαμήνου του τρέχοντος έτους, εκτός από τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (ΙΚΑ) θα υποχρεωθούν στην καταβολή, σε μηνιαία βάση, Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) όπου όλοι ανεξαιρέτως οι μισθωτοί (δημόσιοι υπάλληλοι, προσωπικό ΟΤΑ, δικαστές και δημόσιοι λειτουργοί, αιρετοί οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κληρικοί, στρατιωτικοί και ένστολοι) θα δηλώνουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
Από την ψήφιση του νόμου και μετά, το συνολικό ποσοστό εισφοράς του κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ (μισθωτού και εργοδότη) ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζόμενων, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεων τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Από την 1η Ιανουαρίου 2017, το ίδιο θα ισχύσει και για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Η εισφορά κατανέμεται κατά 6,67% για τον εργαζόμενο και κατά 13,33% για τον εργοδότη. Ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας εισφοράς ορίζεται το 10πλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό, ήτοι 5.860 ευρώ. Το ανώτατο αυτό όριο, ισχύει και για τις περιπτώσεις πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής καθώς επιβάλλεται εισφορά και επί της πολλαπλής απασχόλησης, ήτοι καταργείται η εξαίρεση των “νέων ασφαλισμένων” που βάσει του νόμου Σιούφα (Ν.2084/1992) μπορούσαν να επιλέγουν ασφάλιση από έναν μόνο φορέα κύριας ασφάλισης.
Αναλυτικά, το δικαίωμα που διατηρούσαν ασφαλισμένοι μετά το 1992 κυρίως με “μπλοκάκια” καταργείται και από την 1η Ιανουαρίου 2017 προβλέπεται η υποχρέωση καταβολής διπλού ασφαλίστρου 20% για κύρια σύνταξη, σε περιπτώσεις παράλληλης απασχόλησης. Έτσι, όλοι οι ασφαλισμένοι ανεξάρτητα από το πότε εντάχθηκαν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές για κάθε αναληφθείσα επαγγελματική δραστηριότητα.
Παράλληλα, το σχέδιο νόμου προβλέπει ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης, ύψους 20% (6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,3% σε βάρος των εργοδοτών) και για όσους το εισόδημα προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών.
Μάλιστα, ξεκαθαρίζεται ότι, υπόχρεος για την καταβολή εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) για το οποίο οι ασφαλισμένοι παρέχουν υπηρεσίες έναντι περιοδικής παροχής.
Οι διατάξεις αυτές αναμένεται να προκαλέσουν έντονες αντιδράσεις στους χιλιάδες εργαζόμενους με «μπλοκάκι» καθώς ειδικοί σε εργασιακά, ασφαλιστικά και φορολογικά θέματα εκτιμούν ότι στην πράξη, θα κληθούν να καλύψουν τόσο την εισφορά εργαζόμενου όσο όμως και την εισφορά του εργοδότη από το εισόδημά τους.
euro2day.gr
Ασφαλιστικό: Ολες οι αλλαγές σε συντάξεις – εισφορές