Tuesday, 19 November, 2024

ΔΝΤ: «Βόμβες» για συντάξεις-φορολογία, στήριξη για χρέος – πλεονάσματα

Απόψεις που ενισχύουν τις επιδιώξεις της Ελλάδας

σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του χρέους και τη μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 περιλαμβάνει το κείμενο συμπερασμάτων του ΔΝΤ.

Από την άλλη, όμως, το Ταμείο προκαλεί νέα σοκ ζητώντας μεταξύ άλλων περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις και μείωση αφορολογήτου. Για τα εργασιακά μιλά για εφαρμογή «βέλτιστων πρακτικών».

Προϋποθέσεις για συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα οι μεταρρυθμίσεις και η μείωση του χρέους επανέλαβε η Ντέλια Βελκουλέσκου, επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ, στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης, στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της του ελέγχου του ΔΝΤ για την κατάρτιση της έκθεσης του για την ελληνική οικονομία, βάσει του άρθρου 4 του καταστατικού του.

Δήλωση συμπερασμάτων της αποστολής του ΔΝΤ του άρθρο IV για το 2016 (όλο το κείμενο)

Η Ντέλια Βελκουλέσκου στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης, απαντώντας σε ερωτήσεις εκτίμησε ότι η ελληνική οικονομία θα αρχίσει ν΄ανακάμπτει από την επόμενη χρονιά.

Στο κείμενο των συμπερασμάτων του ΔΝΤ που δόθηκε στη δημοσιότητα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου του κλιμακίου του ΔΝΤ, αναγνωρίζεται καταρχάς ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στην άμβλυνση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της. Όμως, προστίθεται, η ανάπτυξη δεν έχει επιτευχθεί ακόμη και οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι.

“Η αρχική δημοσιονομική προσαρμογή βασίζονταν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε μεμονωμένες πολιτικές και σε πολιτικές ad hoc που δεν είναι βιώσιμες, γεγονός που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αξιοπιστία των σχετικών πολιτικών. Οι επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις και οι κλονισμοί στην εμπιστοσύνη σχετικά με την αδυναμία διατήρησης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος, με μείωση της παραγωγικής απόδοσης κατά 25%, η οποία βρίσκεται ακόμη σε στασιμότητα, και με ποσοστά ανεργίας και φτώχειας που παραμένουν κατά πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα πριν από την κρίση. Κοιτάζοντας προς τα εμπρός, οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν ασθενικές και υπόκεινται σε υψηλούς καθοδικούς κινδύνους, ενώ η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σε διψήφια ποσοστά μέχρι τα μέσα του αιώνα» αναφέρεται στο κείμενο του ΔΝΤ”.

4 σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα

«Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει βαθιές μεταρρυθμίσεις σε ζωτικούς τομείς ώστε να ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας και να ευημερήσει μέσα στη νομισματική ένωση χωρίς μακροπρόθεσμη υποστήριξη από τους Ευρωπαίους εταίρους της» αναφέρει το ΔΝΤ.

Απαιτείται ακόμη, προσθέτει, σημαντική εμβάθυνση και επιτάχυνση των ρυθμών εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των τεσσάρων σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων που εμποδίζουν την ανάκαμψη και που ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη:

(i) η ευάλωτη δομή των δημόσιων οικονομικών που προκύπτει από οικονομικά δυσβάστακτες συνταξιοδοτικές δαπάνες -οι οποίες χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις- και από μια επιδείνωση στην κουλτούρα πραγματοποίησης πληρωμών,

(ii) προβληματικοί ισολογισμοί τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα,

(iii) διάχυτα διαρθρωτικά εμπόδια για επενδύσεις και ανάπτυξη,

(iv) ένα δημόσιο χρέος που παραμένει μη βιώσιμο παρά τη μεγάλη ελάφρυνση του χρέους που έχει γίνει.

Για την αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, είναι ουσιαστικής σημασίας να επιτευχθεί ένα καλύτερο και πιο ασφαλές βιοτικό επίπεδο, επισημαίνει το Ταμείο.

Χαμηλότερες συντάξεις, αλλαγές στη φορολογική πολιτική

Όπως επισημαίνει το Ταμείο, υπό το φως της εντυπωσιακής δημοσιονομικής εξυγίανσης μέχρι σήμερα – ιδιαίτερα με το πλέον πρόσφατο δημοσιονομικό πακέτο που ψηφίστηκε στο διάστημα 2015-2016 – η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή για την επίτευξη και τη διατήρηση άνευ προηγουμένου πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία δεν θα ήταν μόνο επιβλαβή για την ανάπτυξη, αλλά και τα οποία είναι δύσκολο να διατηρηθούν ενόψει των πιθανών πιέσεων λόγω της επίμονα υψηλής ανεργίας.

Όμως, «η σύνθεση της προσαρμογής, η οποία βασίστηκε στην αύξηση της φορολογίας σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις, προσθέτει σημαντικούς κινδύνους στον προϋπολογισμό και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την απασχόληση. Οι δαπάνες παραμένουν υπέρμετρα εστιασμένες σε δυσβάσταχτα υψηλές συντάξεις που παρέχονται στους υπάρχοντες συνταξιούχους, γεγονός που αποκλείει τις απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων. Επίσης, ουσιαστικές δημόσιες υπηρεσίες έχουν υποστεί μεγάλες περικοπές, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη συρίγγων στα νοσοκομεία και την ακινητοποίηση δημόσιων λεωφορείων λόγω έλλειψης ανταλλακτικών».

Είναι λοιπόν, υπογραμμίζει το Ταμείο, ουσιαστικής σημασίας η ανάγκη να υπάρξει μια δημοσιονομικά-ουδέτερη εξισορρόπηση πολιτικών μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερες συντάξεις και με μια πιο δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους, ώστε ο δημόσιος τομέας να μπορέσει να παράσχει επαρκείς υπηρεσίες και κοινωνική βοήθεια σε ευάλωτες ομάδες, με την παράλληλη δημιουργία των συνθηκών για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται ακόμη στο μη βιώσιμο επίπεδο του 10% του ΑΕΠ.

«Το μέγεθος του προβλήματος είναι τέτοιο που η τρέχουσα πολιτική, που κυρίως προστατεύει τους υπάρχοντες συνταξιούχους ενώ βασίζεται σε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές και σε χαμηλότερες αναμενόμενες συντάξεις για τους σημερινούς εργαζόμενους, δεν συνάδει με τη βιώσιμη ανάπτυξη και θα καταστεί μη βιώσιμη για λόγους ισότητας μεταξύ των γενεών. Προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες που θα προστατεύουν τις ευάλωτες ομάδες και θα παρέχουν απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες, είναι απαραίτητη μια περαιτέρω μείωση των τρεχουσών συντάξεων, και αυτό μπορεί να γίνει με το ξεπάγωμα των σημερινών συντάξεων και με την εφαρμογή του νέου μαθηματικού τύπου για τις παροχές. Πρέπει να αποφευχθούν οι περαιτέρω οριζόντιες διακριτικές περικοπές δαπανών, είτε αυτόματες, είτε όχι, γιατί δεν βοηθούν την ανάπτυξη και δεν είναι βιώσιμες» τονίζει το Ταμείο.

Σε ό,τι αφορά τις φορολογικές πολιτικές, το Ταμείο σημειώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις βασίζονται κατά πολύ στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η οποία δημιουργεί αντικίνητρα στην εργασία στην επίσημη οικονομία.

Επιπλέον, προσθέτει, η μεταρρύθμιση στη φορολογία του εισοδήματος δεν έχει αντιμετωπίσει τις πολύ γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές στην Ελλάδα, οι οποίες επιτρέπουν πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία του εισοδήματος (σε σύγκριση με το 8% της Ευρωζώνης).

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνει το Ταμείο, οι Αρχές πρέπει να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές (και τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών), να μειώσουν τις γενναιόδωρες απαλλαγές στη φορολογία του εισοδήματος, και να εξαλείψουν τις υπόλοιπες φορολογικές απαλλαγές που ωφελούν τους πλουσίους.

Κατά των ρυθμίσεων οφειλών

Για τη στήριξη της στρατηγικής δημοσιονομικής εξισορρόπησης, το ΔΝΤ ζητά από την κυβέρνηση να στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανέχεται τη φοροδιαφυγή/εισφοροδιαφυγή. Το ΔΝΤ τάσσεται μάλιστα κατά των ρυθμίσεων οφειλών. «Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας οι Αρχές να απέχουν από το να υιοθετούν περαιτέρω προγράμματα τμηματικών πληρωμών».

Αντ’ αυτού, προσθέτει «πρέπει να δρομολογήσουν ειδικές και διατηρήσιμες αναδιαρθρωτικές λύσεις για βιώσιμους οφειλέτες σύμφωνα με τις δυνατότητές τους για την καταβολή πληρωμών, να επικεντρώσουν τους ελέγχους σε μεγάλους φορολογούμενους και σε φορολογούμενους υψηλού πλούτου, και να συνεχίσουν να ενισχύσουν τη χρήση εργαλείων επιβολής εναντίον εκείνων που μπορούν να πληρώσουν αλλά δεν το κάνουν. Η υλοποίηση του προσφάτως νομοθετημένου ανεξάρτητου φορέα εσόδων, ο οποίος είναι πλήρως προστατευμένος από πολιτικές επιρροές, θα είναι ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια αυτή».

Προς επίρρωση της άποψής του αναφέρει ότι συχνότητα και η αδυναμία εφαρμογής της πληθώρας προγραμμάτων τμηματικών και αναβαλλόμενων καταβολών (έχουν δρομολογηθεί πάνω από 60 σχετικά προγράμματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης από το 2001), δείχνουν ότι αναπόφευκτα θεωρούνται σαν ντε φάκτο συγχώρεση φορολογικών χρεών.

Είναι ενδεικτικό όπως αναφέρει ότι τα χρέη προς το Δημόσιο έχουν φθάσει το 70% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, που οφείλονται από τους μισούς φορολογούμενους). Είναι επίσης αποτέλεσμα της φθίνουσας πορείας των ποσοστών στις φορολογικές εισπράξεις (το ποσοστό των ετήσιων προσδιορισμών φόρου που εισπράττεται), οι οποίες έχουν πέσει χαμηλότερα από ένα ήδη χαμηλό επίπεδο περίπου 75% που ήταν 2010, σε λιγότερο από 50% σήμερα, παρά την άνευ προηγουμένου διεθνή τεχνική βοήθεια. Η φοροδιαφυγή των πλουσίων και των αυτοαπασχολούμενων και μια αναποτελεσματική και πολιτικοποιημένη φορολογική διοίκηση έχουν συνεισφέρει στο πρόβλημα, ασκώντας περιττές πιέσεις στον προϋπολογισμό και οδηγώντας σε μια άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών, επισημαίνει ακόμη.

Διεθνείς βέλτιστες πρακτικές για εργασιακά

Το Ταμείο επαναφέρει φυσικά το θέμα των εργασιακών και των ομαδικών απολύσεων προτρέποντας να εφαρμοστούν οι βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Ειδικότερα, αναφέρει: «Οι μεταρρυθμίσεις του 2011 στην αγορά εργασίας, στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κατώτατο μισθό ήταν σημαντικά βήματα μπροστά όπως και φαίνεται στην επακόλουθη και αξιοσημείωτη βελτίωση του εργατικού κόστους. Όμως, λόγω της μη εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην αγορά των προϊόντων, το βάρος της προσαρμογής έπεσε κυρίως στους μισθωτούς. Η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι λοιπόν κατανοητή. Όμως, θα ήταν σφάλμα να συμπεράνουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να αντιστραφούν γιατί αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τα δυνητικά οφέλη για τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Αντ’ αυτού, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συμπληρωθούν με πιο φιλόδοξες προσπάθειες για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη για το πλήρες άνοιγμα των υπόλοιπων κλειστών επαγγελμάτων, για τη δημιουργία ανταγωνισμού, και τη διευκόλυνση παροχής αδειών για επενδύσεις και για ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και με μέτρα για την ευθυγράμμιση των πλαισίων της Ελλάδας για τις συλλογικές απολύσεις και την συλλογική δράση με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές».

Πώληση κόκκινων δανείων

Για τα κόκκινα δάνεια το ΔΝΤ ζητά από τις ελληνικές αρχές να μειωθούν δραστικά, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επανάληψη χορήγησης πίστωσης στην οικονομία. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν πλέον σχεδόν το 50% των συνολικών δανείων, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη.

«Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας να δρομολογηθούν πολιτικές που στηρίζουν ένα γρήγορο καθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών, ώστε να επιτευχθεί μια επιτυχής ανάκαμψη. Αυτό απαιτεί την επέκταση πρόσφατων προσπαθειών για την περαιτέρω ενίσχυση και την πλήρη εφαρμογή νομικών μέσων για την αναδιάρθρωση χρεών για την αποκατάσταση της κουλτούρας πραγματοποίησης πληρωμών, και για την παροχή κινήτρων για δανειζόμενους και πιστωτές ώστε να δοθεί λύση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι εποπτικές Αρχές πρέπει επίσης να συνεχίσουν να ενισχύουν τα κίνητρα στις τράπεζες ώστε να θέσουν φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και για να υλοποιούν στρατηγικές που δίνουν προτεραιότητα σε βιώσιμα μέτρα αναδιάρθρωσης και στην πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η εξασφάλιση επαρκούς τραπεζικού κεφαλαίου είναι σημαντικής σημασίας ώστε να επιτραπεί η γρήγορη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ακόμη και με κάποιο κόστος».

Αναφερόμενο στα capital controls το ΔΝΤ επισημαίνει ότι «οι Αρχές πρέπει να ελαφρύνουν τους ελέγχους γρήγορα και προβλέψιμα -χρησιμοποιώντας έναν οδικό χάρτη που βασίζεται σε ορόσημα- με την παράλληλη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας».

Σε ό,τι αφορά τις διοικήσεις των τραπεζών το ΔΝΤ σημειώνει ότι «επιμένουσες ανησυχίες διακυβέρνησης που σχετίζονται με την μακρά παράδοση των στενών σχέσεων μεταξύ τραπεζών, κράτους και ισχυρών συμφερόντων, δημιουργούν μια αναποτελεσματική κατανομή πόρων σε πρόσωπα που είναι καλά διασυνδεδεμένα αλλά μη παραγωγικά. Οι Αρχές πρέπει να επανεξετάσουν τα πρόσφατα νομοθετικά μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης αποκόπτοντας τους δεσμούς μεταξύ

τραπεζών και του πολιτικού συστήματος σε συστημικές και μη συστημικές τράπεζες, και βελτιώνοντας τα πρότυπα για τη διοίκηση των τραπεζών εκμεταλλευόμενες τη διεθνή εμπειρία».

Αναγκαία η ελάφρυνση χρέους

Το ΔΝΤ για ακόμη μία φορά θέτει το θέμα της ελάφρυνσης του Δημοσίου Χρέους, υποστηρίζοντας ότι ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή του υφιστάμενου, απαιτητικού προγράμματος πολιτικών, η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους που βασίζεται σε αξιόπιστους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους.

«Παρά την πολύ γενναιόδωρη ελάφρυνση του χρέους από ιδιωτικούς και δημόσιους πιστωτές, το χρέος συνέχισε να αυξάνεται φτάνοντας σε μη βιώσιμα όρια. Αυτό αντανακλά τις σημαντικές ελλείψεις ανάμεσα στα οικονομικά αποτελέσματα και τους φιλόδοξους στόχους της Ελλάδας στα προηγούμενα προγράμματα προσαρμογής της. Οι τρέχοντες στόχοι των Αρχών παραμένουν μη ρεαλιστικοί γιατί υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα πετύχει και θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3½ τοις εκατό του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες -παρά τα διψήφια ποσοστά ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα- και ότι ταυτόχρονα θα πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η Ελλάδα απλά θα ξεπεράσει το πρόβλημα του χρέους της. Για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που εξετάζεται, και η οποία πρέπει να υπολογιστεί βάσει ρεαλιστικών παραδοχών σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη».

Επισημαίνει δε ότι η πρόσφατη ανθρωπιστική πρόκληση από τη ροή των προσφύγων στην Ευρώπη έχει επιδεινώσει το βάρος του ελληνικού λαού. Αυτό απαιτεί την πλήρη υποστήριξη της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους της.

Αργυρώ Τσατσούλη

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου