Αργά, αλλά σταθερά αποκλιμακώνεται η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στη χώρα μας. Τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για πρώτη φορά έπειτα από ένα έτος, η χονδρική τιμή του προϊόντος στην Ελλάδα υποχώρησε κάτω από τα 7 ευρώ το λίτρο (700 ευρώ το εκατόλιτρο). Επίσης, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά τους τελευταίους μήνες σημειώθηκε σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στο ελαιόλαδο, αφού το μήνα Ιούνιο ο ετήσιος πληθωρισμός ανήλθε στο 54,8%, από 56,8% που ήταν τον Μάιο και 63,7% που ήταν τον Απρίλιο.
Βεβαίως, αυτές οι μεταβολές ακόμη δεν έφτασαν στο ράφι, αφού πάντοτε υπάρχει μια υστέρηση φάσης για να φτάσει μια μεταβολή τιμή χονδρικής στην τσέπη του καταναλωτή. Και ειδικά όταν η μεταβολή αυτή είναι προς τα κάτω, τότε ο χρόνος που χρειάζεται να φανεί στο ράφι του supermarket, είναι μεγαλύτερος από εκείνo που χρειάζεται στην περίπτωση της ανατίμησης.
Πάντως, όλα δείχνουν ότι το λάδι έχει εισέλθει σε μια φάση αποκλιμάκωσης της τιμής του. Και προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν δύο γεγονότα:
η αυξημένη παραγωγή ελαιόλαδου στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία και
η μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης λαδιού ως αποτέλεσμα της υπέρμετρης αύξησης της τιμής του
Αναφορικά με το πρώτο, η τιμή του ελαιόλαδου στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται, καθώς η φετινή παραγωγή ήταν καλύτερη από την περυσινή. Υπενθυμίζεται ότι η περίοδος παραγωγής ελαιολάδου ξεκινά τον Οκτώβριο και ολοκληρώνεται τον επόμενο Σεπτέμβριο και για την περίοδο 2023-24, η συνολική παραγωγή λαδιού στην Ε.Ε. ανήλθε κατά 8%, φτάνοντας το 1,51 εκατ. τόνους.
Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε κυρίως η Ισπανία όπου η παραγωγή της αυξήθηκε κατά 28%, η Ιταλία, η παραγωγή της οποίας αυξήθηκε κατά 36% και η αύξηση της παραγωγής της Πορτογαλίας κατά 25%. Οι αυξήσεις αυτές υπερκέρασαν την τρομακτική μείωση της παραγωγής λαδιού στην Ελλάδα που σημειώθηκε φέτος κατά 55%.
Στην χώρα μας, κατά την φετινή περίοδο παρήχθησαν 155 χιλ. τόνοι λαδιού, ποσότητα που θεωρείται ιστορικό αρνητικό ρεκόρ. Για παράδειγμα την περίοδο 2022-23 είχαν παραχθεί στη χώρα μας 345 χιλ. τόνοι λαδιού. Επίσης φέτος, ακόμη και η Πορτογαλία, που ιστορικά συνιστά την 4η παραγωγό χώρα λαδιού στην Ε.Ε., ξεπέρασε (έστω και οριακά) την ελληνική παραγωγή λαδιού.
Από την άλλη πλευρά, η κατανάλωση ελαιόλαδου υποχώρησε για άλλη μια φορά φέτος. Από 3,19 εκατ. τόνους ελαιόλαδου που κατανάλωσε ο πλανήτη την περίοδο 2021-22, πέρυσι η κατανάλωση υποχώρησε σε 2,87 εκατ. τόνους και φέτος σε 2,84 τόνους. Όλοι οι μεγάλοι «καταναλωτές» ΗΠΑ, Βραζιλία, Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία κ.ά. μείωσαν τις εισαγωγές τους. Από 336 χιλ. τόνους εισαγωγών που είχαν την περίοδο 2022-23, φέτος περιορίσθηκαν στις 293 χιλ. τόνους. Η μεγαλύτερη ποσοστιαία υποχώρηση εισαγωγών ελαιόλαδου σημειώθηκε στην Κίνα, κατά 60% σε σχέση με την περίοδο 2022-23. Η Κίνα εισήγαγε φέτος μόλις 5,3 χιλ. τόνους ελαιόλαδου, έναντι 13,2 χιλ. τόνους πέρυσι και 18,5 χιλ. τόνους που εισήγαγε κατά μέσο όρο την τελευταία 5ετία. Επίσης η Ιαπωνία περιόρισε τις εισαγωγές της φέτος κατά 34% και η Αυστραλία κατά 23%. Οι ΗΠΑ που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ελαιόλαδου περιόρισε τις εισαγωγές της κατά 2,4%.
Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στη χώρα μας διαμορφώνεται με βάση του τι συμβαίνει στην Ισπανία, την Ιταλία και στον υπόλοπο πλανήτη. Με άλλα λόγια ο πληθωρισμός στο ελαιόλαδο, είναι στην συντριπτική πλειοψηφία εισαγόμενος. Αυτό δείχνει η εγχώρια παραγωγή λαδιού η οποία ενώ θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια πολύ μεγαλύτερη αύξηση της τιμής σε σχέση τις άλλες χώρες της Ε.Ε. π.χ. Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, εν τούτοις δεν επιβεβαιώνεται. Μάλιστα η τιμή του ελαιόλαδου στη χώρα μας, παρά τη μειωμένη παραγωγή, υποχωρεί.
Έτσι, όλα δείχνουν ότι η εξέλιξη της τιμής του ελαιόλαδου στα ελληνικά supermarket τους επόμενους μήνες, θα εξαρτηθεί κυρίως από την παραγωγή λαδιού στην Μάλαγα, το Τολέδο και τη Σεβίλλη στην Ισπανία, όπως επίσης και στο Παλέρμο, το Σαλέρνο και το Μπάρι της Ιταλίας και λιγότερο από το τι θα συμβεί στην Καλαμάτα, τα Χανιά και την Μυτιλήνη.
Πάντως μια καλή εγχώρια παραγωγή θα συμβάλει θετικά στην αποκλιμάκωση των τιμών, κάτι που αναμένεται να συμβεί εξαιτίας του ότι η περίοδος 2023-24 ήταν η «άσχημη» χρονιά στην παραγωγή ελιάς και ελαιολάδου. Μένει επομένως αυτό να επιβεβαιωθεί και στην Ισπανία και την Ιταλία.