Οι σχεδιασμοί του οικονομικού επιτελείου για τις επόμενες 100 ημέρες έχουν ως κεντρικό στόχο να τηρηθεί η δέσμευση του πρωθυπουργού
για μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης κατά περίπου 30% για τα εισοδήματα του 2020. Επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου είναι η μείωση του φόρου να φανεί στην τσέπη των πολιτών εν μέρει το τρέχον έτος και στην πλήρη μορφή της το 2021.
Η πραγματικότητα είναι πως τα δημοσιονομικά περιθώρια του προϋπολογισμού που θα κρίνουν τις δυνατότητες για τη μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης θα διαφανούν τον Μάιο.
Στην περίπτωση που το Μάιο διαφανεί πως ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για εφέτος θα είναι κοντά στα 350 εκατ. ευρώ δεν αποκλείεται η κυβέρνηση μέσα στον Ιούνιο να προχωρήσει σε μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης κατά 30%. Αυτό πάντως θα απαιτήσει την έγκριση των θεσμών κατά την έκτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Εάν όλα εξελιχθούν όπως επιθυμεί η κυβέρνηση και η εισφορά μειωθεί κατά 30% οι πρώτοι που θα δουν διαφορά– μέσα στο 2020- θα είναι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι μέσω της μειωμένης μηνιαίας παρακράτησης φόρου. Τα ετήσια οφέλη για τους φορολογουμένους με εισόδημα πάνω από 12.000 θα είναι της τάξης των 6,6 ευρώ και θα φθάνουν στα 623 ευρώ για τους έχοντες εισοδήματα ύψους 50.000 ευρώ.
Υπενθυμίζεται πως η εισφορά αλληλεγγύης επιβλήθηκε για πρώτη φορά με τον νόμο 3986/2011. Αρχικά προβλεπόταν να ισχύσει μέχρι το φορολογικό έτος 2014, ωστόσο με τον νόμο 4305/2014 επεκτάθηκε και στο φορολογικό έτος 2015 για να συνεχίσει να επιβάλλεται μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στο μεγαλύτερο ποσό μεταξύ του συνολικού ετήσιου εισοδήματος που δηλώνει ο φορολογούμενος από όλες τις πηγές και του τεκμαρτού εισοδήματός του, το οποίο προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης.
Ο υπολογισμός της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης γίνεται με προοδευτική κλίμακα, στην οποία ισχύουν συντελεστές από 2,2% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 12.001 έως 20.000 ευρώ και φθάνουν το 10% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 220.001 ευρώ και άνω.