Ο Τομεάρχης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Κυκλάδων, Γιάννης Βρούτσης
για το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Δεκαεννέα μήνες από την ψήφιση του ασφαλιστικού μορφώματος “Κατρούγκαλου”, η Κυβέρνηση, με συνεχή νομοσχέδια, διορθώνει με “μπαλώματα” τις αθεράπευτες πληγές που άνοιξε στο σώμα της Ελληνικής Κοινωνίας και Οικονομίας.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή είναι το 17ο στη σειρά ασφαλιστικό νομοσχέδιο μέσα σε 19 μήνες από την ψήφιση του Ν. 4387/2016 που επιβεβαιώνει την απόλυτη προχειρότητά του.
Η Κυβέρνηση, όμως, δεν μένει μόνο σε διορθώσεις και μπαλώματα, στο πλαίσιο του επικοινωνιακού τακτικισμού, αλλά επιχειρεί να εξαπατήσει, ακόμη μια φορά, εργαζόμενους και συνταξιούχους.
Συγκεκριμένα:
Α. Με τη διάταξη του άρθρου 17 επιβεβαιώνει, για ακόμη μια φορά, την καθιέρωση συντελεστή αναπλήρωσης 0,45% για κάθε έτος ασφάλισης των επικουρικών επί του νέου συντάξιμου μισθού, γεγονός που οδηγεί σε μειώσεις επικουρικών συντάξεων από 21% έως και 40%.
Όμως, παρά τις δραματικές μειώσεις, δεν επιλύουν το πρόβλημα της έκδοσης των 129.000 επικουρικών συντάξεων που λιμνάζουν από 1η Ιανουαρίου 2015 για τον απλό λόγο, ότι δεν έχουν εκδώσει το μαθηματικό τύπο υπολογισμού του τμήματος της σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 2015.
Ουσιαστικά, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας “παγώνει “ με το νόμο την έκδοση 129.000 επικουρικών συντάξεων κόστους 650.000.000 ευρώ.
Β. Με το άρθρο 26, επιφέρει αύξηση των εισφορών για τους δημοσίους υπαλλήλους υπέρ του Μετοχικού Ταμείου ύψους 12,5%. Το ποσοστό διαμορφώνεται από 4% σε 4,5% επί των συντάξιμου μισθού με αποτέλεσμα αντίστοιχη μείωση αποδοχών.
Τελικά αποδεικνύεται, για ακόμη μια φορά, ο πολιτικός καιροσκοπισμός των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που – στην επιδίωξή τους να δώσουν επιχειρήματα ενόψει της Δ.Ε.Θ. στον κ. Τσίπρα -προσπάθησαν να κρύψουν, αλλά δεν τα κατάφεραν, νέες άδικες και αχρείαστες μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις εισφορών.
Αποτελεί κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα, η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος σε νέες βάσεις που θα διασφαλίζουν ανταποδοτικότητα, κίνητρα για παραμονή στο σύστημα, διαφάνεια, δικαιοσύνη και βιωσιμότητα».