Στον απόηχο των αλλεπάλληλων εθνικών και υπερεθνικών κρίσεων, οι πλειστηριασμοί αποτελούν ένα εξίσου σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα
για την χώρα μας, που παραδοσιακά φαντάζει δυσεπίλυτο. Το κρίσιμο όμως είναι το εξής: απέναντι σε έναν πλειστηριασμό, ο οποίος τις περισσότερες φορές συνεπάγεται τεράστια οικονομική αιμορραγία, υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος για την αναστολή αυτού, προκειμένου να επιτευχθεί η διάσωση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη;
Τα μέσα προστασίας του οφειλέτη απέναντι σ’ έναν επικείμενο πλειστηριασμό ποικίλλουν. Αρχικά, το άρθρο 6 παρ. 5 του Ν. 3869/2010 παρέχει την δυνατότητα αναστολής του πλειστηριασμού σε βάρος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, όταν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως έφεση κατά της πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης και πιθανολογείται η ευδοκίμηση αυτής, καθώς και όταν βασίμως πιθανολογείται ότι η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης θα βλάψει ουσιωδώς τα οικονομικά του συμφέροντα.
Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι μια τέτοια δυνατότητα αφορά κατ’ αποκλειστικότητα εκείνους που υπέβαλαν αίτηση για την υπαγωγή τους στις ευεργετικές διατάξεις του Νόμου Κατσέλη, και έχουν, συνεπώς, αυτή την στιγμή εν ενεργεία δικαστικές διενέξεις για την ένταξή τους στο προνομιακό καθεστώς. Με ποιους όμως πρόσθετους τρόπους προστατεύονται όλοι οι υπόλοιποι που δεν έχουν καμία επαφή με τον παραπάνω νόμο;
Ρύθμιση οφειλών
Ακολούθως, ένα πολύτιμο μέσο προστασίας για την αναστολή του πλειστηριασμού προσφέρεται μέσα από τις διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου για την ρύθμιση οφειλών και την παροχή δεύτερης ευκαιρίας του Ν. 4738/2020. Όσοι οφειλέτες, εν προκειμένω, πληρούν τα κριτήρια που θέτει ο νόμος για να χαρακτηριστούν ευάλωτοι εξασφαλίζουν μέχρι και 15 μήνες την αναστολή του πλειστηριασμού σε βάρος τους. Εντούτοις, η πρόσθετη καινοτομία του νόμου συνίσταται στην δυνατότητα που έχουν οι οφειλέτες να ρυθμίσουν τις οφειλές τους μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού, όπου από την υποβολή της αίτησης μέχρι και την ολοκλήρωσή της δεν μπορεί να προγραμματιστεί πλειστηριασμός σε βάρος τους. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση που εκδίδεται επί ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, στην περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, προσβάλλεται μόνο με έφεση, στην περίπτωση, δε, που στηρίζεται στους λοιπούς εκτελεστούς τίτλους του άρθρου 904 παρ. 2 ΚΠολΔ, με όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
Σε αμφότερες, όμως, τις ανωτέρω περιπτώσεις, με την άσκηση του ενδίκου μέσου, και κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης, εφόσον πιθανολογεί την ανεπανόρθωτη βλάβη αυτού, καθώς και την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Έτσι λοιπόν, σε περίπτωση που η εγκαίρως εκδοθείσα απόφαση επί της ανακοπής είναι απορριπτική, ο οφειλέτης δικαιούται, αφού ασκήσει έφεση, να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης από το Δικαστήριο του ενδίκου μέσου (που πιθανολογεί την ευδοκίμηση της έφεσης) προκειμένου να επιτύχει την προσωρινή παύση της προόδου της εκτελεστικής σε βάρος του διαδικασίας, ιδίως δε του προγραμματισμένου πλειστηριασμού.
Αναστολή πλειστηριασμού
Τέλος, το άρθρο 1000 ΚΠολΔ αποτελεί μια ακόμη δικλείδα ασφαλείας για την αναστολή του πλειστηριασμού σε βάρος των οφειλετών. Η αναστολή χορηγείται υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αφενός θέλουν να δώσουν κάποιο χρόνο στον οφειλέτη προκειμένου να αποπληρώσει ένα μέρος της οφειλής του, και αφετέρου κατατείνουν στην αποφυγή της κατακύρωσης των κατασχεμένων ακινήτων σε τιμή ασύμφορη. Η αποφυγή της κατακύρωσης σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές έχει απασχολήσει προσφάτως και τη νομολογία μας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της παρεπόμενης αύξησης του κόστους ζωής. Συνεπώς, η προστασία των οφειλετών ακόμη και προ της διενέργειας του πλειστηριασμού μπορεί με αρκετούς τρόπους να πάρει το πράσινο φως. Η νομοθεσία προσφέρει ένα ευρύ πλέγμα προστατευτικών μέσων, ούτως ώστε ο οφειλέτης να αποκτήσει πολύτιμο χρόνο και να οργανώσει τις επόμενες κινήσεις του σε εξωδικαστικό κατά βάση επίπεδο, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά τα οικονομικά του συμφέροντα.
Σουζάνα Κλημεντίδη, Δικηγόρος & Γιώργος Γούλας, Δικηγόρος