Wednesday, 25 December, 2024

Απαλλαγή Τσουκάτου για τη Siemens πρότεινε η εισαγγελέας

Την απαλλαγή του Θεόδωρου Τσουκάτου για την υπόθεση της Siemens πρότεινε στη δίκη για τα μαύρα ταμεία του γερμανικού κολοσσού

η εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά, που συνέχισε την Τετάρτη, για δεύτερη μέρα, την αγόρευσή της. Ο Θεόδωρος Τσουκάτος είχε εμπλακεί στην υπόθεση για 1 εκατ. γερμανικά μάρκα τα οποία έλαβε από τον τότε ισχυρό άνδρα της Siemens στη χώρα μας Μιχάλη Χριστοφοράκο και από την πρώτη στιγμή υποστήριξε ότι δεν τα κράτησε, αλλά τα έδωσε στο κομματικό ταμείο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραδοχή της εισαγγελέως ότι τα χρήματα δεν δόθηκαν στο ταμείο του ΠΑΣΟΚ, αλλά σε υπαλλήλους του ΟΤΕ που όμως δεν εντοπίστηκαν από τις πολύχρονες έρευνες. Ωστόσο, όπως είπε η εισαγγελική λειτουργός, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο ότι το ποσό αυτό δόθηκε πράγματι ως χορηγία στο κόμμα, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Οι ταμίες του κόμματος, είπε η εισαγγελέας, που ήρθαν οψίμως στο δικαστήριο να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό Τσουκάτου, δεν γίνονται πιστευτοί και ελέγχονται από την Εισαγγελία για ψευδορκία.

Η απαλλαγή Τσουκάτου και η εισαγγελική παραδοχή ότι τα χρήματα δεν τα κράτησε ο ίδιος, ούτε δόθηκαν στο ΠΑΣΟΚ, αποτελούν ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ο δικηγόρος του Θεόδωρου Τσουκάτου, Διονύσιος Γκούσκος, δήλωσε: «Η πρόταση της κ. εισαγγελέως περί αθώωσης του κ. Τσουκάτου, ανεξαρτήτως της εσφαλμένης αιτιολογίας της, είναι μια πρώτη δικαίωση της Δικαιοσύνης και της λογικής».

Πρόταση ενοχής για 32 κατηγορούμενους
Η εισαγγελέας της έδρας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων, Ελένη Σκεπαρνιά κατέληξε στην πρόταση ενοχής για συνολικά 32 κατηγορούμενους. Από αυτούς, 15 είναι πρώην στελέχη της ελληνικής και της γερμανικής Siemens και τα 2 παρένθετα πρόσωπα που χρησιμοποίησε ο Χριστοφοράκος, 11 πρώην στελέχη του ΟΤΕ, 3 από την γερμανική και ελληνική Price Waterhouse coopers. Επίσης, οι 2 πρώην τραπεζικοί υπάλληλοι, Φάνης Λυγινός και Ζαν Κλωντ Όσβαλντ και τέλος η σύζυγος του φυγόδικου Χρήστου Καραβέλα, Μάρθα Καραβέλα.

Πρότεινε επίσης αθώωση, μεταξύ άλλων, του πρώην προέδρου της γερμανικής εταιρίας Καρλ Φρίντριχ Έντουραντ Πίρερ, του πρώην προέδρου του ΟΤΕ, Νίκου Μανασή, του Θόδωρου Τσουκάτου και των παρένθετων προσώπων που σχετίζονται με το 1 εκατ. μάρκα.

Η εισαγγελική λειτουργός, κατά το δεύτερο και τελευταίο μέρος της αγόρευσής της, αναφέρθηκε στον ΟΤΕ και τα στελέχη που ενεπλάκησαν με την επίμαχη σύμβαση. Αφού ανέφερε ότι η επιλογή της Siemens για το έργο της ψηφιοποίησης των κέντρων του ΟΤΕ ήταν αναγκαία επιλογή, τεχνικά και οικονομικά ορθή, καθώς ο οργανισμός είχε τεχνολογική εξάρτηση από τη γερμανική εταιρία λόγω προγενέστερων συμβάσεων, τόνισε ότι τελικά, εξαιτίας παραλείψεων στελεχών του να διαπραγματευθούν και να επιβλέπουν την εκτέλεση της σύμβασης 8002, καταβλήθηκε πολύ υψηλότερο τίμημα από εκείνο που θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί.

Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε, το αρχικό κόστος, από 158 δισ. δραχμές, εκτινάχθηκε στα 236 δισ. δραχμές εξαιτίας ενεργειών των στελεχών του Οργανισμού που λειτούργησαν επ’ ωφελεία της Siemens

Κατά την εισαγγελική λειτουργό, μία αναγκαία και επωφελής για την πορεία του ΟΤΕ επιλογή, οδηγήθηκε εξαιτίας παραλείψεων των στελεχών του, σε βλάβη του οργανισμού. Όπως ανέφερε, τα στελέχη του ΟΤΕ δεν διαπραγματεύτηκαν τις τιμές του υλικού που αγόρασαν, το οποίο, όταν υπογράφηκε η επίδικη σύμβαση το 1997, θεωρούνταν πλέον «ώριμο τεχνολογικά» και επομένως έπρεπε να έχει μειωμένο κόστος. Αντ’ αυτού, οι αρμόδιοι του ΟΤΕ συμφώνησαν ώστε η τιμή των υλικών να είναι σε συνάρτηση με προηγούμενες συμβάσεις του οργανισμού από το 1992, όταν οι τιμές ήταν κατά πολύ υψηλότερες στην αγορά, καθώς τα επίμαχα υλικά ήταν τότε προϊόντα αιχμής.

«Εγκρίνονταν ομόφωνα οι κοστολογικές εκθέσεις χωρίς καμία έρευνα συγκριτική με τις αγορές αλλά και την ίδια την Siemens. Δεν εκμεταλλεύτηκαν καν το πλεονέκτημα της μεγάλης ποσότητας υλικού που αγόραζαν, ώστε να πετύχουν μείωση της τιμής. Δεν μερίμνησαν για την εφαρμογή των ρητρών» ανέφερε η κυρία Σκεπαρνιά.

Ανέφερε επίσης, ότι ακόμη και η ρήτρα του «προνομιακού πελάτη» που υπέγραψε ο ΟΤΕ, υπογράφηκε με την ελληνική Siemens και έμεινε σχεδόν ανεφάρμοστη εξαρχής, αφού το ελληνικό τμήμα του κολοσσού «δεν είχε άλλους πελάτες εκτός Ελλάδας» ώστε να εξασφαλίζει ευνοϊκότερη τιμολόγηση.

Η εισαγγελέας τόνισε ότι μετά την υπογραφή της σύμβασης 8002, η γερμανική εταιρία άρχισε τον χρηματισμό και μεσαίων στελεχών του ΟΤΕ, «ώστε να μην διατυπώνουν καμία αντίρρηση και κανέναν έλεγχο». Η εισαγγελέας επίσης, αναφέρθηκε στις αλλεπάλληλες επαφές που είχε ο Χριστοφοράκος με ηγετικά στελέχη του ΟΤΕ, με τον Τσουκάτο και τον Μαντέλη, ακριβώς πριν την υπογραφή της σύμβασης. Αναφέρθηκε μάλιστα στην παραίτηση του τότε υπουργού Μεταφορών Χάρη Καστανίδη, τον Αύγουστο του 1997, ο οποίος είχε πει χαρακτηριστικά ότι «ορισμένοι αντιλαμβάνονται την παρουσία μου ως εμπόδιο στα σχέδια τους». Όπως τόνισε η εισαγγελέας, «ο κ. Καστανίδης αντικαταστάθηκε αμέσως από τον Τάσο Μαντέλη, που από το 1987 ως πρόεδρος του ΟΤΕ είχε συνάψει συμβάσεις με την Siemens».

H κ. Σκεπαρνιά πρότεινε την ενοχή 11 πρώην στελεχών του ΟΤΕ. Πρότεινε παράλληλα την αθώωση του πρώην προέδρου του οργανισμού, Νίκου Μανασή για τον οποίο ανέφερε ότι ήταν «ο μοναδικός που προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την προάσπιση συμφερόντων του ΟΤΕ και προσπάθησε να ενεργοποιήσει τις ρήτρες».

Ανάμεσα στα πρώην στελέχη που πρότεινε ενοχή η εισαγγελέας, είναι ο Γιώργος Σκαρπέλης ο οποίος φέρεται να έλαβε παράνομες πληρωμές ύψους 7, 5 εκ μάρκων. Για τους Ζαν Κλοντ Όσβαλντ και Φάνη Λυγινό, η εισαγγελική λειτουργός πρότεινε να κηρυχθούν ένοχοι για άμεση συνεργεία σε δωροδοκία και ξέπλυμα χρήματος.

Για την σύζυγο του Χρήστου Καραβέλα, η εισαγγελέας ζήτησε να καταδικαστεί για νομομοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. «Αποδείχθηκε ότι γνώριζε για τον ρόλο του συζύγου της, από το ότι ήταν συνιδρύτρια και συνδιαχειρίστρια της off shore εταιρίας, η οποία, βάσει εγγράφων, αποδείχθηκε ότι δέχθηκε εμβάσματα από τη Siemens».

Με την έναρξη της σημερινής δεύτερης ημέρας της αγόρευσής της, η εισαγγελέας ολοκλήρωσε το κεφάλαιο των κατηγορουμένων, πρώην στελεχών της μητρικής Siemens, ζητώντας την ενοχή των Ράιχαρντ Σίκατσεκ, Ρ. Βόλφγκανγκ, Ερνστ Κάιλ Φον Γιάνγκεμαν και Φράνσις Ρίχτερ.

iefimerida.gr 

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου