Sunday, 22 December, 2024

Κοινές δηλώσεις Τσίπρα – Ερντογάν

Αλέξης Τσίπρας: Θα ήθελα, για άλλη μια φορά, να καλωσορίσω τον Πρόεδρο της Τουρκίας, κύριο Ερντογάν, σε μια ιστορική στιγμή για τις σχέσεις μας

Την πρώτη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα, μετά από 65 ολόκληρα χρόνια.
Θα ήθελα να επισημάνω, όμως, ότι ιστορική ήταν και η πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας να προσκαλέσει τον Τούρκο Πρόεδρο. Όχι διότι δεν γνωρίζουμε τα ζητήματα που μας χωρίζουν, τα οποία, άλλωστε, υπονομεύουν καθημερινά τις σχέσεις μας, αλλά διότι διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο στη γειτονιά μας. Μια περίοδο έντασης στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Μια περίοδο ολοένα και πιο ανησυχητικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας, στη Μέση Ανατολή, αλλά και στην Ευρώπη. Εξελίξεις που μας φέρνουν αντιμέτωπους με νέες διεθνείς προκλήσεις στην ασφάλεια, τη σταθερότητα της περιοχής μας και βεβαίως στην εξέλιξη που είχαμε, σχετικά με την προσφυγική κρίση.
Σε αυτή την περίοδο, λοιπόν, πιστεύω, πιστεύουμε ότι είναι ακόμη πιο σημαντικό να ενισχύσουμε τους διαύλους της επικοινωνίας μας. Και ασφαλώς, αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού. Του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και του θεμέλιου λίθου των σχέσεών μας, που είναι η Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αναφέρεται ρητά και στο θέμα του Αιγαίου, αλλά και στα θέματα των μειονοτήτων. Του αλληλοσεβασμού, ώστε να μπορούμε να μιλάμε χωρίς προκλήσεις και χωρίς εξάρσεις. Και βεβαίως, του να μπορούμε να μιλάμε ουσιαστικά, χτίζοντας και μια σχέση εμπιστοσύνης, που είναι ίσως και το πιο δύσκολο.
Υπάρχει ανάγκη οι σχέσεις μας να εκσυγχρονιστούν; Να είναι σχέσεις δύο γειτονικών χωρών του 21ου αιώνα; Βεβαίως και υπάρχει ανάγκη. Να είναι σχέσεις που ανταποκρίνονται και στις ανάγκες των λαών μας. Να είναι σχέσεις που θα συμβάλλουν στην ειρήνη, στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή, στο Αιγαίο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά ο εκσυγχρονισμός αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μονάχα στο πλαίσιο του απόλυτου σεβασμού των Διεθνών Συνθηκών, του Διεθνούς Δικαίου, της Συνθήκης της Λωζάνης και όχι βεβαίως στην αναθεώρησή της. Και σε αυτό θέλω να είμαι, για άλλη μια φορά, απολύτως σαφής.
Σε αυτή τη βάση, συνομιλήσαμε σήμερα ανοιχτά με τον Τούρκο Πρόεδρο, στην προσπάθειά μας να μην κρυφτούμε πίσω από διαφωνίες, να τις εντοπίσουμε, αλλά να άρουμε και παρεξηγήσεις, να καταλάβουμε ο ένας τι εννοεί ο άλλος.
Μιλήσαμε για την ευρύτερη περιοχή, μιλήσαμε για το Αιγαίο, μιλήσαμε για την ένταση στο Αιγαίο. Εγώ τόνισα από την πλευρά μου ότι η παραβατική τουρκική αεροναυτική δραστηριότητα πρέπει να τερματιστεί. Οι αυξανόμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και ειδικότερα οι εμπλοκές στο Αιγαίο, αποτελούν κίνδυνο για τις σχέσεις μας και κυρίως αποτελούν και κίνδυνο για τους πιλότους μας.
Προσέθεσα, επίσης, ότι δεν συνάδει με το καλό κλίμα που επιδιώκουμε να στήσουμε ανάμεσα στις δύο χώρες, το γεγονός ότι εν έτει 2017 επικρέμεται από πάνω μας η έννοια του casusbelli. Και σε ό,τι αφορά την ανάγκη να προσεγγίσουμε, με όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό τρόπο, την ανάγκη να εξομαλυνθούν οι εντάσεις στο Αιγαίο, συμφωνήσαμε να ξαναρχίσουμε, υπό τη δική μας εποπτεία, τις συνομιλίες για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας, αλλά και οι διερευνητικές συνομιλίες για την υφαλοκρηπίδα.
Παράλληλα, τονίσαμε με τον κύριο Πρόεδρο τη σημασία που έχει η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού για το λαό της Κύπρου, για τις σχέσεις μας και για την περιοχή μας.
Από πλευράς μου, υπογράμμισα τις πάγιες θέσεις μας για μια επανενωμένη ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία, χωρίς εγγυήσεις και ξένα στρατεύματα, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα ζουν με ασφάλεια.
Τόνισα ότι η λύση αυτή πρέπει να βασίζεται στο πλαίσιο που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ.
Ελπίζουμε όλες οι πλευρές, και η Τουρκία, να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση την επόμενη περίοδο, ώστε οι συνομιλίες να ξαναρχίσουν το συντομότερο δυνατό.


Παράλληλα, μας απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα της προσφυγικής κρίσης. Συνομιλήσαμε εκτενώς για την εφαρμογή της Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας. Μια δύσκολη Συμφωνία στην εφαρμογή της, αλλά μια σημαντική Συμφωνία, η οποία χάρη στην τεράστια προσπάθεια των τουρκικών, αλλά και των ελληνικών αρχών, έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των ροών και το κυριότερο, έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των θανάτων στο Αιγαίο, στη θάλασσά μας.
Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήσαμε σε μέτρα για την ακόμα πιο αποτελεσματική συνεργασία των αρχών μας. Χαιρέτησα την πολύ μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει ο τουρκικός λαός για τη φιλοξενία πάνω από τρεισήμισι εκατομμυρίων Σύρων, αυτή τη στιγμή, στην Τουρκία. Τόνισα, δε, ότι οι λαοί μας δίνουν καθημερινά μαθήματα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης στις δυνάμεις αυτές στην Ευρώπη, που θεωρούν ότι το μέλλον μας μπορεί να χτιστεί στη λογική των αποκλεισμών και στους φράκτες που θα θέτουν εμπόδια στους πρόσφυγες που φεύγουν από εμπόλεμες περιοχές.
Στο πλαίσιο αυτό, μιλήσαμε με τον Πρόεδρο και για τη σημασία των ευρωτουρκικών σχέσεων. Τόνισα ότι η Ελλάδα στηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μια στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκή επιλογή, με αμοιβαίες δεσμεύσεις και αμοιβαία οφέλη. Οφέλη που αφορούν τόσο την ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας, όσο βεβαίως και την ανάγκη προώθησης δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων στη γείτονα.
Υπογράμμισα, στο πλαίσιο αυτό, ότι η Ελλάδα στηρίζει και θα στηρίζει σταθερά μια δημοκρατική Τουρκία που θα κοιτά προς την Ευρώπη. Μια Τουρκία που, μετά την αποτρόπαια απόπειρα πραξικοπήματος που αντιμετώπισε, ελπίζουμε να επανέλθει το συντομότερο στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας και ο Πρόεδρος Ερντογάν και στο παρελθόν είχε ξεκινήσει και πρέπει να ενταθούν.
Παράλληλα, με τον Πρόεδρο συνομιλήσαμε για την εμβάθυνση της συνεργασίας μας στον τομέα της ασφάλειας. Τόνισα, όπως τονίζω πάντα, ότι βασική αρχή και αξία της Ελλάδας είναι ο σεβασμός στις δημοκρατικές διαδικασίες. Η Ελλάδα είναι η χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία. Είναι η χώρα της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Ως εκ τούτου, δεν είναι μια χώρα που μπορεί να υποστηρίζει πραξικοπηματίες. Υπογράμμισα, όμως, με απόλυτη σαφήνεια, ότι η Ελλάδα είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, ένα κράτος Δικαίου. Βασική αρχή αυτού του κράτους Δικαίου είναι η διάκριση μεταξύ των εξουσιών. Συνεπώς, στην Ελλάδα η Δικαιοσύνη ως ανεξάρτητη και οι αποφάσεις της γίνονται απολύτως σεβαστές από όλους μας.
Συνομιλήσαμε, επίσης, για τη συνεργασία μας στην οικονομία, την ενέργεια, τις μεταφορές, τον πολιτισμό, τον τουρισμό, τις μορφωτικές ανταλλαγές. Τονίσαμε τη σημασία ολοκλήρωσης ορισμένων σημαντικών έργων. Για παράδειγμα, η ακτοπλοϊκή σύνδεση Σμύρνης-Θεσσαλονίκης, η δεύτερη διασυνοριακή οδική γέφυρα στην περιοχή της συνοριακής διόδου Κήπων-Ύψαλα και η επαναλειτουργία της σιδηροδρομικής διασύνδεσης Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης.
Συμφωνήσαμε, επίσης, στην επανενεργοποίηση της Μικτής Οικονομικής Επιτροπής και στην προετοιμασία μας για ένα ανώτατο συμβούλιο συνεργασίας το επόμενο διάστημα.
Θα ήθελα, λοιπόν, να ευχαριστήσω τον κύριο Πρόεδρο για τις ουσιαστικές συνομιλίες μας, που κράτησαν και αρκετή ώρα, όπως θα διαπιστώσατε, και να πω ότι για την Ελλάδα, η χρονιά που έρχεται, το 2018, είναι μια χρονιά ορόσημο. Είναι μια χρονιά ορόσημο, διότι μετά από μια πολυετή οικονομική περιπέτεια, η Ελλάδα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, βγαίνει από τα προγράμματα στήριξης και ανακτά την οικονομικής της αυτοδυναμία και τη γενικότερη δυναμική της, θα έλεγα εγώ.
Γι΄ αυτό, λοιπόν, θεωρώ ότι το 2018 έφτασε η στιγμή, εκμεταλλευόμενοι αυτή τη θετική συγκυρία για την Ελλάδα, να συνδράμουμε, ώστε να δημιουργηθεί το θετικότερο δυνατό κλίμα ανάμεσα στους δύο λαούς. Να συνδράμουμε, ώστε οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα να συμπαρασύρουν ένα συνολικότερο κύμα συνεργασίας οικονομικής, πολιτιστικής, με αλληλοσεβασμό, αλληλεγγύη, που πιστεύω ότι είναι αρχές στις οποίες πρέπει να στηριχθούμε.
Σας προσκαλώ, λοιπόν, να ανοίξουμε μαζί ένα νέο κεφάλαιο. Ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που δεν θα βασίζεται στην αμοιβαία καχυποψία. Δεν θα βασίζεται, βεβαίως, στις προκλήσεις που είναι εύκολες, αλλά στη δύσκολη και επίπονη προσπάθεια να οικοδομούμε γέφυρες πάνω σε στέρεα θεμέλια. Και είμαι βέβαιος ότι θα το αποδεχτείτε. Αν δεν το αποδεχτείτε, θα αποβεί εις βάρος των λαών μας, εις βάρος της περιοχής μας και βεβαίως εις βάρος, όχι μόνο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Είμαι πεπεισμένος, όμως, ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και διατηρώ την πίστη ότι αυτή η επίσκεψή σας εδώ, είναι δυνατόν να ανοίξει ένα θετικό κεφάλαιο σε αυτή την κατεύθυνση.

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ευχαριστώ πολύ, αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ. Καταρχάς θα ήθελα να πω ότι μετά από 65 χρόνια πραγματοποιώ -και είμαι ευτυχέστατος γι’ αυτό- επίσημη επίσκεψη στη χώρα σας, με την ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας της Τουρκίας, μετά την πρώτη επίσημη επίσκεψη του αειμνήστου ΤζελάλΜπαγιάρ στην Ελλάδα το 1952.
Ο χώρος αυτός δεν μου είναι ξένος. Μου είναι αρκετά οικείος, γιατί αυτόν τον χώρο τον έχω επισκεφτεί, κατ΄ επανάληψη, με την ιδιότητα του Πρωθυπουργού. Τώρα, είναι η πρώτη φορά που Τούρκος Πρόεδρος Δημοκρατίας πραγματοποιεί μια επίσημη επίσκεψη, 65 χρόνια μετά την πρώτη πραγματοποιηθείσα επίσκεψη από τον Τζελάλ Μπαγιάρ.
Βεβαίως, τα βήματα που έχουμε κάνει είναι πάρα πολύ σημαντικά. Και στις συνομιλίες που είχαμε, θίξαμε και θέματα, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, το οποίο θεσμοθετήθηκε επί δικής μου πρωθυπουργίας και φέτος ελπίζουμε ότι εντός των προσεχών μηνών θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη η 5η συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας.
Ως προς τις εμπορικές μας συναλλαγές, να σας πω ότι ο όγκος αυτών των συναλλαγών έχει φτάσει φέτος τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι μια υποχώρηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και πρέπει να θέσουμε ανώτερους στόχους για να αυξηθεί αυτός ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών.
Επίσης, μιλήσαμε για την ταχεία σιδηροδρομική σύνδεση, που θα συνδέει την Κωνσταντινούπολη με τη Θεσσαλονίκη, καθώς και για την ακτοπλοϊκή σύνδεση Σμύρνης – Θεσσαλονίκης.
Ως προς τα θέματα του τουρισμού, αναφέραμε ότι επισκέπτονται την Ελλάδα 800.000 Τούρκοι επισκέπτες, ενώ την Τουρκία επισκέπτονται αντίστοιχα 600.000 Έλληνες επισκέπτες.
Επιθυμούμε να αναπτύξουμε περαιτέρω τις πολιτιστικές μας σχέσεις, να διαφυλάξουμε την πολιτιστική κληρονομιά, που έχει κάθε χώρα στα εδάφη της και να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τα υπάρχοντα έργα και μνημεία πολιτισμού.
Ως προς το θέμα της τρομοκρατίας, θέλω να σας πω ότι εμείς, η Τουρκία, κάνουμε μεγάλο αγώνα με αιμοσταγείς συμμορίες, τύπου PΚΚ και άλλες. Γνωρίζουμε ότι ο αντιτρομοκρατικός αγώνας είναι ένα θέμα που το γνωρίζει καλά η Ελλάδα. Εμείς είχαμε 250 θύματα κατά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 16 Ιουλίου του περσινού θέρους και βέβαια αναγνωρίζουμε την υποστήριξη που μας παρείχε η Ελλάδα στο θέμα αυτό.
Συζητήσαμε, επίσης, και το θέμα της έκδοσης των δέκα ανθρώπων πραξικοπηματιών, που έχουν προσφύγει στην Ελλάδα. Αυτό που είπα στο κ. Τσίπρα είναι ότι αυτοί οι πραξικοπηματίες είναι δυνατόν να επιστραφούν στην Τουρκία, η οποία είναι μια χώρα που έχει καταργήσει τη θανατική ποινή, δεν είναι χώρα όπου γίνονται βασανιστήρια. Και ως εκ τούτου, πιστεύω ότι και η ελληνική Δικαιοσύνη θα εισακούσει αυτή την έκκληση περί έκδοσης αυτών των δέκα αξιωματικών.
Θα ήθελα να αναφερθώ, επίσης, στο εξής θέμα: Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το θέμα της Συνθήκης της Λωζάνης, για την αναγνώριση της Συνθήκης αυτής. Μεγάλη συζήτηση περί αναμόρφωσης, αναδιαμόρφωσης, μεταρρύθμισης. Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια Συνθήκη που υπεγράφη από 11 χώρες. Ξέρετε ότι έχουν υπογράψει τη Συνθήκη η Ιαπωνία -μπορεί να σας ξαφνιάσει αυτό- καθώς και η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Αγγλία. Όλες αυτές οι χώρες έχουν υπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Λοιπόν, στη Συνθήκη της Λωζάνης υπάρχουν προβλέψεις μόνον ως προς το Αιγαίο; Δεν υπάρχει τίποτα ως προς τα μειονοτικά μας θέματα, σχετικά με το νομικό καθεστώς που διέπει και τις δύο μειονότητες; Στη Δυτική Θράκη έχουμε μουσουλμανική μειονότητα, η οποία μπορεί να είναι τουρκικής, πομακικής ή ρομά προέλευσης. Και πιστεύουμε ότι στο θέμα αυτό πρέπει να γίνουν κάποιες καινούργιες σκέψεις και σκέψεις σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Εμείς, ας πούμε, για το θέμα της μειονότητας, λέμε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εισόδημα στην Ελλάδα φτάνει τα 15.000 ευρώ, ενώ στη Δυτική Θράκη φτάνει μετά βίας τα 2.000 με 2.200 ευρώ. Υπάρχει, δηλαδή, ένα οικονομικό χάσμα.
Υπάρχει, επίσης, το θέμα της Μουφτίας. Ο αρχιμουφτής βλέπουμε ότι είναι ένας διορισμένος δημόσιος υπάλληλος. Η Συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει ότι ο επικεφαλής Μουφτής πρέπει να εκλέγεται. Στην Τουρκία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο. Και η Ιερά Σύνοδος πρέπει να έχει συγκεκριμένο αριθμό μελών για να μπορεί να εκλέξει τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Και όταν υπήρξε μείωση του αριθμού των μελών της Ιεράς Συνόδου, έστειλα μήνυμα προς τον Πατριάρχη και του είπα «υποδείξτε μου ονόματα ιερωμένων, στους οποίους θα δώσουμε την τουρκική ιθαγένεια, ούτως ώστε να αποτελέσουν μέλη της Ιεράς Συνόδου». Από επτά που ήταν, ύστερα από τις υποδείξεις του Οικουμενικού Πατριάρχη, η Ιερά Σύνοδος έχει τώρα 17 μέλη, δηλαδή μπορεί να εκλέξει νέο Πατριάρχη.
Επίσης, υπήρχε η πρόβλεψη ότι στα ταξίδια του εξωτερικού, ο Οικουμενικός Πατριάρχης πρέπει να έχει την έγκριση και την αδειοδότηση του Επάρχου της ευρύτερης περιοχής του Φαναρίου. Εμείς καταργήσαμε αυτή την πρόβλεψη της Συνθήκης της Λωζάνης.
Εγώ, εδώ και 15 χρόνια, σε όλους τους Έλληνες φίλους μου, στους Πρωθυπουργούς, στους υπουργούς, λέω ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για να δούμε να εκσυγχρονίσουμε αυτή τη Συνθήκη. Δεν πήρα καμία απάντηση. Υπάρχουν, επίσης, και άλλα Ιδρύματα.
Τίθενται θέματα ως προς την εδαφική ακεραιότητα. Εμείς δεν εποφθαλμιούμε την εδαφική ακεραιότητα καμιάς χώρας και καμιάς γείτονος χώρας.
Επίσης, ένα άλλο θέμα ήταν το τζαμί των Αθηνών. Είχαμε ένα θέμα με το τζαμί του Φετιχέ στην Πλάκα. Υπάρχει το τζαμί των Αθηνών. Αντίστοιχα, στην Κωνσταντινούπολη, δεν υπήρξε –και γενικώς στην Τουρκία- κανένα θέμα, ούτε με αποκατάσταση θρησκευτικών κτηρίων, ούτε με τίποτα. Αυτή τη στιγμή, διενεργούνται εργασίες αποκατάστασης του Μοναστηρίου της Παναγίας του Σουμελά. Και οι εργασίες αυτές θα ολοκληρωθούν, ούτως ώστε να μπορούν να προσεύχονται όλοι όσοι το επιθυμούν. Για παράδειγμα, στην περιοχή Παλάτ, κοντά στο Πατριαρχείο, υπάρχει μια εκκλησία που ονομαζόταν «η σιδερένια εκκλησία» και στις 7 Ιανουαρίου του 2018 θα γίνουν τα θηρανοίξια αυτής της εκκλησίας. Εμείς δεν έχουμε κανένα φόβο, κανένα πρόβλημα με την ελευθερία της πίστης και νομίζω ότι υπάρχουν, τίθενται θέματα στη Δυτική Θράκη. Πρέπει τα θέματα αυτά να μην συνεχίζουν να παραμένουν επί της τραπέζης. Δεν πρέπει πια να τα συζητούμε.
Επίσης, ως προς το Κυπριακό, θέλω να πω ότι εγώ, που είχα ενεργό συμμετοχή στις διαπραγματευτικές εργασίες περί το Κυπριακό, θυμάμαι, για παράδειγμα, στο Νταβός που ο Κόφι Ανάν με παρακάλεσε και μου είπε, ρωτώντας με τι σκέπτομαι. Και εγώ του ανταπάντησα ότι εγώ θέλω να ρωτήσω εσάς, για τις δικές σας σκέψεις, ότι πρέπει να κινηθούμε ομονοούντες σε αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων, ούτως ώστε να καταλήξουμε κάπου. Εμείς είμαστε δύο χώρες που είναι μητέρες πατρίδες και εγγυήτριες δυνάμεις στην Κύπρο και αυτό θα πρέπει να το έχουμε υπόψη μας. Άρα, θέτουμε το θέμα στους υπουργούς Εξωτερικών, πάντα το αναθέταμε σε αυτούς. Και μετά κάναμε μια συνάντηση στο Νταβός, τότε ήταν Πρωθυπουργός ο κ. Καραμανλής και όταν έληξαν οι συνομιλίες, οι διαπραγματεύσεις, την τελευταία στιγμή η ελληνοκυπριακή πλευρά ζήτησε να αποχωρήσει από τις συνομιλίες. Εγώ είπα «όχι, εδώ πρέπει να ολοκληρώσουμε όλες αυτές τις εργασίες και να υπογράψουμε μια συμφωνία». Και στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα, όπου οι Τουρκοκύπριοι ήταν υπέρ της λύσης σε ποσοστό 60% και πλέον, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ήταν αρνητικοί σε αυτό το Σχέδιο Ανάν κατά 60%. Εκεί, στο Νταβός, οι Ελληνοκύπριοι μας υποσχέθηκαν ότι θα φτάσουμε στην επίλυση του Κυπριακού και δεν έγινε έτσι.
Πρόσφατα, είχαμε πάλι μια συνάντηση στην Ελβετία με θέμα το Κυπριακό. Και ποιος ήταν ο αποχωρήσας; Και πάλι, η ελληνοκυπριακή πλευρά. Εδώ είναι οι υπουργοί Εξωτερικών μας, ήταν παρόντες εκεί και μπορούν να σας πουν τι έγινε στο ΚρανΜοντανά. Εμείς θέλουμε μια δίκαιη και διαρκή λύση, μια βιώσιμη λύση και αυτό θέλει και η ελληνική πλευρά. Αλλά υπάρχουν, τίθενται θέματα, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν στην ουσία ως υπεκφυγές της τελευταίας στιγμής, ούτως ώστε να μην καταλήξουμε κάπου. Πρέπει να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να κάνουμε τα βέβαια βήματα, που συνάδουν με τις πραγματικότητες της νήσου.
Ως προς τα θέματα του Αιγαίου, τα οποία τα συζητήσαμε: Έχω εδώ μαζί μου, με συνοδεύει σε αυτή την επίσημη επίσκεψη, ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τα θέματα του Αιγαίου είναι δυσεπίλυτα ίσως, αλλά είναι θέματα που μπορούν να λυθούν. Και μπορούν να λυθούν με τις διαπραγματευτικές συνομιλίες, οι οποίες πρέπει να γίνουν. Εμείς πρέπει να εστιάσουμε στο γεμάτο μέρος του ποτηριού. Δεν μπορούμε να κοιτάμε συνέχεια και να υπογραμμίζουμε τα θέματα του παρελθόντος, τα λάθη, τα σφάλματα, δηλαδή το άδειο μέρος του ποτηριού.
Ως προς το Προσφυγικό, το οποίο ήταν επίσης στην ατζέντα μας: Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία φιλοξενεί 3.000.000 πρόσφυγες. Και οι επενδύσεις που έχει κάνει από τον προϋπολογισμό της φτάνουν στα 30 δισεκατομμύρια δολάρια. Τι μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως στήριξη και βοήθεια; 850.000.000 ευρώ, τα οποία δίνονται στην Ερυθρά Ημισέληνο, όχι σε μας, δεν είναι στήριξη του προϋπολογισμού μας. Ποιος υποσχέθηκε για το 3 δισ. + 3 δισ. ευρώ; Η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τι έχει δώσει μέχρι τώρα; Αυτά τα 850.000.000 ευρώ που σας είπα.
Σε μια συνάντηση εργασίας, όπως αυτή που κάναμε, και σε αυτή τη συνέντευξη Τύπου, θέλω να αναφερθώ στην απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ, του κ. Τραμπ, σχετικά με την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ. Και οι ΗΠΑ είναι, ενδεχομένως, η μόνη χώρα, που μιλά για την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Η Ιερουσαλήμ είναι το πνευματικό κέντρο, η πρωτεύουσα των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Δεν υπάρχει κανείς άλλος που να επικροτεί την απόφαση περί αναγνώρισης των Ιεροσολύμων ως πρωτεύουσας του κράτους του Ισραήλ. Έκανα κάποιες ανακοινώσεις στη συνέχεια κάποιων πιέσεων και κάποιων συνομιλιών που είχα. Εγώ είμαι Πρόεδρος της Συνόδου Κορυφής των Συντονιστριών Χωρών και θα πραγματοποιήσουμε μια Σύνοδο Κορυφής στις αρχές του επόμενου έτους. Υπάρχει, επίσης, και η Σύνοδος των αραβικών κρατών, η οποία επίσης θα αποφανθεί περί της απόφασης Τραμπ για την αναγνώριση των Ιεροσολύμων [ως πρωτεύουσας του Ισραήλ].
Αλλά θα ήθελα, τώρα, να καταλήξω και δεν θέλω να μακρηγορήσω, ευχαριστώντας γι’ αυτή την εξαιρετική υποδοχή και φιλοξενία. Να ευχηθώ να συνεχιστεί η εμπορική, οικονομική, τουριστική, στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών και να συνεχίσουμε πάντα ακλόνητοι τις εργασίες μας.
Το Γραφείο τύπου της Κ.Ε. του ΚΚΕ για την επίσκεψη Ερντογάν
Η επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκίας Τ. Ερντογάν στη χώρα μας σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαίωσε το κλίμα που, τις προηγούμενες μέρες, με αμετροέπεια, καλλιεργούσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χαρακτηρίζοντας τη συγκεκριμένη επίσκεψη ως «ιστορική». Άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, την ώρα, που μόνο μέσα στο 2017, μετριούνται σε χιλιάδες οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων από την Τουρκία, ενώ λίγο πριν την επίσκεψη, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, σε συνέντευξή του επανέφερε όλες τις γνωστές προκλήσεις και διεκδικήσεις σε βάρος της χώρας, με αποκορύφωμα το αίτημα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάννης.
Επιπλέον, η επίσκεψη Ερντογάν έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική ηγεσία, που κατέχει το 40% της Κύπρου και τώρα έχει εισβάλει και κατέχει και συριακά εδάφη, να θέσει το συνολικό πλαίσιο των τουρκικών διεκδικήσεων, μέσα από την αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης, να προβάλλει τις εμμονές της για “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο, να παρέμβει στη Θράκη, επιδιώκοντας την αξιοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας, που είναι Έλληνες πολίτες, προς όφελος των συμφερόντων της τουρκικής αστικής τάξης, σύμφωνα και με την πρακτική που ακολουθεί σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Στην πράξη η επίσκεψη, που προετοίμασε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αναβάθμισε τις διεκδικήσεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και το οδυνηρό αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να “ξεπλυθεί” με τη διαφήμιση οικονομικών συμφωνιών, ανάμεσα σε τμήματα του ελληνικού και τουρκικού κεφαλαίου, απ’ τις οποίες οι λαοί δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα.
Επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του ΚΚΕ κι αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως η ένταξη και η σύνδεση των δύο χωρών στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ κάθε άλλο παρά βοηθά στην ειρήνη και στην ασφάλεια των λαών. Η κυβέρνηση, όπως και τα άλλα αστικά κόμματα, που στηρίζουν τον ευρω-νατοϊκό και καπιταλιστικό μονόδρομο της χώρας, έχουν ευθύνες γιατί παραπλανούν το λαό μας, ότι μέσα σ’ αυτές τις ενώσεις και γύρω από στρογγυλά τραπέζια και επιχειρηματικές μπίζνες θα λυθούν τα προβλήματα προς όφελος των λαών.
Ο λαός μας δεν πρέπει να εφησυχάζει, με τα παραμύθια που του αραδιάζουν ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα, πως δήθεν με επιδέξιους διπλωματικούς χειρισμούς, πότε με “ζεμπεκιές” και “κουμπαριές” και πότε με την ανάπτυξη των διάφορων επιχειρηματικών σχεδίων, θα ξεπεραστούν σχεδιασμοί που είναι συνδεδεμένοι με βαθύτερες αιτίες και ισχυρά ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Οι εργαζόμενοι, οι λαοί και στις δύο χώρες πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση, γιατί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, που διεξάγεται για τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων είναι, όπως κι οι οικονομικές κρίσεις, “νύχι-κρέας” με αυτό το βάρβαρο καπιταλιστικό σύστημα.
Χρειάζεται να δυναμώσει η πάλη των λαών κι από τις δυο μεριές του Αιγαίου, για να αντιπαλέψουμε τον εθνικισμό, κάθε επιδίωξη αλλαγής συνόρων, κάθε αλλαγή διεθνών συνθηκών, που οδηγεί στην αιματοχυσία των λαών. Να δυναμώσει η πάλη να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα βάλουν μια και καλή ένα τέρμα στις αιτίες που δημιουργούν τον πόλεμο.

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου