Για δεύτερη φορά σε ένα μήνα ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε τον -ακόμα πιο ακριβό- λογαριασμό στην κάλπη της 25ης Ιούνη.
Οι επικοινωνιακοί ελιγμοί και τακτικισμοί, οι αλλαγές προσώπων στην κεντρική εκπροσώπηση αλλά και η σχεδόν μονοπρόσωπη προεκλογική καμπάνια που στηρίχθηκε στον Τσίπρα, δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την ελεύθερη πτώση των εκλογικών του ποσοστών. Όχι μόνο δεν αναχαιτίστηκε η πτώση του αλλά αντίθετα διευρύνθηκε η διαφορά του από την κυβερνώσα ΝΔ ακόμα περισσότερο. Η νέα πτώση και η απώλεια πάνω από 250.000 ψήφων και το ποσοστό τού 17,8% (έναντι του 20% τον Μάιο) δίνουν ένα ακόμα ηχηρό ράπισμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Αξιοσημείωτο είναι πως η νέα συντριβή του, οδηγεί σε μεγάλη συρρίκνωση της κοινοβουλευτικής του παρουσίας. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εκπροσωπείται πλέον μόλις με 48 βουλευτές, αφήνοντας εκτός Βουλής πολλά και πρωτοκλασάτα στελέχη όπως ο Φίλης, ο Γ. Τσίπρας, η Τσαπανίδου αλλά και οι πασοκογενείς Ραγκούσης, Ξενογιαννακοπούλου, Σπίρτζης κλπ.
Δεν φταίνε τα πρόσωπα που επιλέχθηκαν, ούτε ότι ο «φτωχός λαός» δεν κατάλαβε το πρόγραμμά του, όπως έλεγαν τα κεντρικά του στελέχη μετά τις 21 Μάη. Φταίει η πολιτική που χάραξε. Ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε για δεύτερη φορά τα επίχειρα της πολιτικής του. Για όλα όσα έκανε ή δεν έκανε, τόσο ως κυβέρνηση την περίοδο 2015 – 2019 όσο και ως αξιωματική αντιπολίτευση την τελευταία τετραετία. Για την πολιτική των μνημονίων που υπηρέτησε πιστά, για τα βαριά αντιλαϊκά μέτρα που φόρτωσε στις πλάτες του λαού, για την ψήφιση των μισών και πλέον νομοσχεδίων της ΝΔ. Για την οδυνηρή διάψευση όλων των λαϊκών προσδοκιών, για τη δεξιά πολιτική που επέβαλε στο όνομα της Αριστεράς, σπιλώνοντας και διασύροντας τα οράματα και τις αξίες της. Για την πολιτική της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης σε ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και ΕΕ που πρόθυμα υπηρέτησε.
Όλα αυτά είναι τα στοιχεία που καταβαράθρωσαν εκλογικά το ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησαν μεγάλα τμήματα του λαού να του γυρίσει την πλάτη. Ούτε τα διλήμματα αλλά ούτε και οι εκβιασμοί του Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας του, για «χαμένη ψήφο στα μικρότερα κόμματα», έπιασαν τόπο στο διάστημα της δεύτερης προεκλογικής περιόδου. Αντίθετα είχαν ως αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη αποδέσμευση δυνάμεων από την εκλογική επιρροή του, την αποδοκιμασία τελικά της πολιτικής του.
Την επομένη της δεύτερης κάλπης η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, φανερά κλυδωνισμένη από το αποτέλεσμα, επιχειρεί τώρα να ρίξει το φταίξιμο στην κοινωνία που τάχα συντηρητικοποιείται, μετατοπίζεται πιο δεξιά και όλες οι θεωρίες που αναπτύσσονται από τα προπαγανδιστικά επιτελεία του πως η κοινωνία κυριεύθηκε από τη Δεξιά και την ακροδεξιά. Όμως αυτός που πραγματικά μετατοπίζεται προς τα δεξιά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική που ακολούθησε από το 2015 και έπειτα, προσχωρώντας οριστικά στο μπλοκ των μνημονιακών δυνάμεων. Δεξιά μετατόπιση επίσης είναι η ταύτιση της πολιτικής του με αυτή της ΝΔ πάνω σε όλα τα βασικά ζητήματα της περιόδου 2019 – ’23. Ας μην ρίχνει λοιπόν με θράσος και προκλητικά την ευθύνη στο λαό που «δεν κατάλαβε» ή που «έφερε την ακροδεξιά στη Βουλή» το κόμμα που ξέπλυνε τη Δεξιά και φούσκωσε τα πανιά της. Και κάτι ακόμη. Όταν τη περίοδο 2012-1015 η ακροδεξιά (ΛΑΟΣ) και οι φασίστες της Χρυσής Αυγής συγκέντρωναν το ίδιο ποσοστό με τα σημερινά κόμματα της ακροδεξιάς και βρίσκονταν τότε σε πλήρη δράση τα τάγματα εφόδου, κανένα θόρυβο δεν ξεσήκωνε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κάνει σήμερα. Αν έπαιρνε μάλιστα τώρα τα ίδια ποσοστά που είχε πάρει τότε ούτε για ακροδεξιά θα ακούγαμε ούτε τίποτα.
Η νέα σαρωτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δίνει εκ νέου το δικαίωμα στη ΝΔ, όχι απλά να θριαμβολογεί, αλλά τα κεντρικά της στελέχη σαν τους ακροδεξιούς Βορίδη – Γεωργιάδη και τον νεοφιλελεύθερο Χατζηδάκη να μιλούν με έπαρση και αλαζονεία. Να κάνουν λόγο για την «ιστορική» ή την «στρατηγική» ήττα της Αριστεράς και παράλληλα να χαϊδολογούν την ακροδεξιά της Νίκης και τα φασιστοειδή των Σπαρτιατών, παρουσιάζοντάς τους λίγο ως πολύ σαν ένα «φυσικό» φαινόμενο που παρατηρείται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όσο κι αν το επιθυμούν οι κυρίαρχοι κύκλοι της ολιγαρχίας και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, οι ιδέες και οι αξίες της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος δεν ηττήθηκαν. Αυτό που ηττήθηκε είναι η δεξιά σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Το οδυνηρό και συντριπτικό αποτέλεσμα που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί έντονους εσωκομματικούς τριγμούς, οδηγεί σε ακόμα βαθύτερη εσωτερική κρίση. Η απόφαση του Τσίπρα να παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και να μην την διεκδικήσει ξανά είναι ακριβώς έκφραση της πολιτικής κρίσης που έχει ξεσπάσει στις γραμμές του και των μεγάλων αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και ο Τσίπρας προσωπικά. Και καθώς ο Τσίπρας διαδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο στο ΣΥΡΙΖΑ, η παραίτηση και το κενό που θα αφήσει είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει και σε κρίση ηγεσίας επιταχύνοντας αποσυνθετικές διεργασίες στους κόλπους του. Όπως σημειώνει η απόφαση της ΚΕ του Μ-Λ ΚΚΕ που δημοσιεύτηκε την επομένη των εκλογών για το νέο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώθηκε, αυτό: «Χαρακτηρίζεται επίσης από μια νέα εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, με άμεση συνέπεια το ξέσπασμα μιας βαθιάς κρίσης, από την οποία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πότε και πώς θα βγει».
Και όλα αυτά την ώρα που τα νεοφώτιστα στελέχη του, όπως ο Διονύσης Τεμπονέρας, ρίχνουν γέφυρες επικοινωνίας προς το ΠΑΣΟΚ ανοίγοντας τη συζήτηση περί συνεργασιών μπροστά στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση τον ερχόμενο Οκτώβρη.
Όλες όμως οι κινήσεις και οι εξελίξεις που εγκυμονούνται στο εσωτερικό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορούν το λαό και τους εργαζόμενους. Δεν αφορούν στο πώς θα αναχαιτιστεί η αντιλαϊκή πολιτική του μαύρου μετώπου της Δεξιάς. Ο Τσίπρας και η ηγετική του ομάδα αναζητά εναγωνίως στηρίγματα στους κυρίαρχους κύκλους της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και είναι έτοιμη να δώσει εκ νέου εξετάσεις και να πιστοποιήσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελέσει τον κορμό του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού συστήματος, μια αξιόπιστη και ισχυρή εφεδρεία για λογαριασμό της ντόπιας ολιγαρχίας και των ΗΠΑ – ΕΕ. Πετώντας από πάνω του τα βαρίδια του παρελθόντος, σβήνοντας οριστικά από το λεξιλόγιο τα σύμβολα και καθετί που θυμίζει αριστερά, προκειμένου να δημιουργήσει ένα καθαρόαιμο, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στραμμένο στον περίφημο κεντρώο χώρο.