Την Τετάρτη 22 Μαΐου 1963 στις 10.15 μ.μ., κοντά στη διασταύρωση των οδών Βενιζέλου και Ερμού στη Θεσσαλονίκη, ο Γρηγόρης Λαμπράκης δέχτηκε δολοφονική επίθεση.
Μαύρη σελίδα στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, που δείχνει τη φύση και τον χαρακτήρα του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και της πολιτικής ατμόσφαιρας στην Ελλάδα. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης, βουλευτής της ΕΔΑ, υφηγητής της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, παλιός βαλκανιονίκης και κορυφαίος στην εποχή του Έλληνας ειρηνιστής (αντιπρόεδρος της ΕΕΔΥΕ και ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Επιτροπής για τη Βαλκανική Συνεννόηση), ήταν ο στόχος των παρακρατικών μηχανισμών ιδιαίτερα για την πλούσια, παγκόσμια δράση του στο φιλειρηνικό κίνημα, που αναπτυσσόταν διαρκώς σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στις εκλογές «της βίας και της νοθείας», όπως έμεινε στην ιστορία η εκλογική διαδικασία της 29ης Οκτωβρίου 1961, πολιτεύθηκε με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος), έναν συνασπισμό αριστερών δυνάμεων με επικεφαλής την ΕΔΑ και εξελέγη βουλευτής Πειραιά.
Στις 22 Μαϊου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη για να μιλήσει σε συγκέντρωση της Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη με θέμα: «Ειρήνη και αφοπλισμός διά τον κόσμον ολόκληρον και διά την Ελλάδα». Η συγκέντρωση ήταν προγραμματισμένη για το «Πικαντίλλυ», ακυρώθηκε καθώς ο ιδιοκτήτης δέχτηκε μεγάλες πιέσεις. Έγινε τελικά στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος. Η αντισυγκέντρωση που έγινε και οι ταραχές την ώρα της ομιλίας του Λαμπράκη που ήδη τον είχαν τραυματίσει στο κεφάλι έδειχναν ότι η Θεσσαλονίκη δε θα περνούσε μια ήσυχη νύχτα.
Ο ίδιος ο Λαμπράκης την ώρα της ομιλίας του λέει:
«Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Ως εκπρόσωπος του έθνους και του λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονικής απόπειρας εναντίον μου και καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδας, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή Αστυνομίας Πόλεων, τον διοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης να προστατεύσουν τη ζωή των συγκεντρωμένων φίλων της ειρήνης και τη ζωή μου…».
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, ο Σπύρος Γκoτζαμάνης, ένας μεταφορέας γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης προαναγγέλλει, τρόπον τινά, τη δολοφονία του Λαμπράκη στον επιπλοποιό Σωτηρχόπουλο, στον οποίο απάντησε όταν ο τελευταίος του ζήτησε το βράδυ να μεταφέρει με το τρίκυκλό του μια παραγγελία: «Απόψε το βράδυ έχω δουλιά… δε θα μπορέσω να περάσω. Απόψε σχεδιάζω να κάνω τη μεγαλύτερη τρέλα. Μέχρι που θα σκοτώσω άνθρωπο…».
Η ώρα είναι 10.15 μ.μ. Ο Λαμπράκης μαζί με φίλους της ειρήνης κατεβαίνουν στην είσοδο. Ένας αξιωματικός τους σταματά και τους λέει να περιμένουν. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο Λαμπράκης βλέπει τον συνταγματάρχη Καμουτσή. Προχωρεί και διαμαρτύρεται. Ζητά προστασία. Ο Λαμπράκης προχωρεί προς το ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ». ‘Οταν φτάνει μπροστά στην έξοδο της οδού Σπανδωνή, βλέπει τρεις – τέσσερις τραμπούκους να κατευθύνονται προς το μέρος του με απειλητικές διαθέσεις. Αμέσως μετά, σαν αστραπή, το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη με σκεπασμένο τον αριθμό σπάει τη σιωπή. Περνάει με ταχύτητα δίπλα του και ο Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης που ήταν επάνω στην καρότσα εξακοντίζει το δολοφονικό χτύπημα με ένα λοστό. Ο Λαμπράκης σωριάζεται αιμόφυρτος κάτω. Το τρίκυκλο του θανάτου, αφού εξετέλεσε την αποστολή του, ανενόχλητο από την παρουσία της Αστυνομίας που παρακολουθούσε απαθής, προσπαθούσε να διαφύγει από κάποιο δρομάκι.
Τότε, ο Μανόλης Χατζηαποστόλου, με πραγματικό κίνδυνο της ζωής του, πήδησε στην καρότσα του τρίκυκλου. Μετά από πραγματική πάλη και με κίνδυνο της ζωής του καταφέρνει και σταματά το τρίκυκλο. Εν τω μεταξύ, κατέφτασαν και αστυνομικοί. Συνέλαβαν τον Γκοτζαμάνη και στη συνέχεια και τον Χατζηαποστόλου. Αν δεν ήταν ο Μανόλης Χατζηαποστόλου, το εκτελεστικό απόσπασμα Γκοτζαμάνη – Εμμανουηλίδη θα κυκλοφορούσε ίσως ακόμα ελεύθερο.
Ο Λαμπράκης μεταφέρεται βαριά τραυματισμένος στο σταθμό Πρώτων Βοηθειών και από εκεί στο νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑΝΣ». Ο καθηγητής και προϊστάμενος της Β` Χειρουργικής Κλινικής του νοσοκομείου κ. Καβαζαράκης δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια: «Είναι τραγικό, αλλά, από επιστημονικής πλευράς, ο θάνατος θα πρέπει να είναι ζήτημα ωρών».
Έξω από το νοσοκομείο, νύχτα και μέρα, ο λαός της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο βρίσκεται στο προσκέφαλο του ήρωα, παρά την κτηνώδη συμπεριφορά της Αστυνομίας, που επιτίθεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να διαλύσει το πλήθος που συρρέει στο προαύλιο του νοσοκομείου, για να παρακολουθήσει την πορεία της υγείας του. Η κατάσταση, όμως, είναι μη αναστρέψιμη. Αυτό επιβεβαιώνουν, το Σάββατο 26 Μάη, τέσσερις κορυφαίοι ξένοι επιστήμονες που ήρθαν από τις χώρες τους και τον εξέτασαν. Ήταν ο Ούγγρος καθηγητής Ζόλνταν Λάσλο, ο Βρετανός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου Νόρμαν Ντοτ, ο Σοβιετικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μόσχας Αλεξέι Σλίκοφ και ο Τσεχοσλοβάκος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πράγας Καρλ Πετρόφσκι. Έτσι, μετά από εκατό ώρες, τη Δευτέρα 27 Μαϊου στις 1.22 μετά τα μεσάνυχτα, η καρδιά του έπαψε να χτυπάει.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Η κυβέρνηση κλονίστηκε και κάτω και από τη διογκούμενη λαϊκή πίεση, σε είκοσι μέρες ο Καραμανλής υποβάλλει την παραίτησή του (η δολοφονία Λαμπράκη αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι), αφού προηγουμένως εκστόμισε την περίφημη πρόταση: «Επιτέλους, ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;». Έπειτα από πέντε περίπου μήνες ήρθε η εκλογική ήττα της ΕΡΕ.
Στη δίκη των φυσικών αυτουργών της δολοφονίας του Λαμπράκη, έγιναν σημεία και τέρατα, καθώς πολλοί μάρτυρες δολοφονήθηκαν, ενώ δεν έλειψαν και οι απειλές κατά των δικαστών και των οικείων τους από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια. Ήταν αυτός, που το 1967 έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της δικτατορίας.
Ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης, που καταδικάστηκαν σε 11 και 8,5 χρόνια, αντίστοιχα, για πρόκληση «βαριών σωματικών κακώσεων» και για «συνέργεια» αποφυλακίστηκαν επί χούντας.
thetoc