Το «Καπλάνι της βιτρίνας», η «Αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα», ο Κλούβιος του Μπαρμπά Μητρούση… Αλλά και η αδιάλειπτη παρουσία της σε σχολεία
στην κοινωνία, στην συνειδητή παρέμβαση στην πραγματική ζωή καθόρισαν την προσφορά της Αλκης Ζέη στον τόπο. Εζησε έντονα, από τις εξορίες, ως τις επιτυχίες και την οικογενειακή γαλήνη. Η είδηση για την απώλεια της Αλκης Ζέη αργά την Πέμπτη, ακαριαία «ξύπνησε» μέσα σε εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες, τα παιδιά που κάποτε υπήρξαν, τα παιδιά που βυθίστηκαν στα βιβλία της Αλκης Ζέη και είδαν να διαμορφώνεται μπροστά τους ο κόσμος στον οποίο θα έβγαιναν σε λίγο και τα ίδια, ως ενεργοί πολίτες, αλλά με εφόδια την πίστη στη ζωή και την ανάγκη για συνύπαρξη. Η γεννημένη στις 15 Δεκεμβρίου του 1923 Αλκη Ζέη, έγραφε βιβλία που θεωρητικά απευθύνονταν σε νέους και εφήβους, αλλά που έγιναν και τα αναγνώσματα αναφοράς και προσωπικής συσχέτισης και για τους ενήλικους. Κυρίως διότι με τον προσωπικό τρόπο γραφής της, το κομψό και μαζί ταχύ παλλόμενο τρόπο της, μετέφερε διαρκώς αληθινά βιώματα, πραγματικές εικόνες, τοποθετημένα στην ίδια την Ιστορία. Συνειδητά έγραφε για να μεταφέρει στις επόμενες γενιές τη γνώση της ιστορίας της Ελλάδας, της διαδρομής του λαού. Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στη Σάμο, τόπο καταγωγής της μάνας της, μαζί με τη γιαγιά και τον παππού. Οι πρώτες της αναμνήσεις ήταν η θάλασσα, οι αγροί του νησιού και ο εξαιρετικά μορφωμένος παππούς της να απαγγέλει την Οδύσσεια εκτός κειμένου και να ψέλνει βυζαντινούς ύμνους. Ηταν τα χρόνια που η μητέρα της νοσηλευόταν για φυματίωση σε σανατόριο και στη συνέχεια ζούσε με τον σύζυγό της στο Μαρούσι. Εκεί όπου επέστρεψε έξι ετών η Αλκη και η αδελφή της και βίωσε μία πρώτη συντριβή: από το κλίμα της απόλυτης ελευθερίας σωματικής και πνευματικής της Σάμου βρέθηκε σε ένα σπίτι όπου ο πατέρας της επέβαλλε αυστηρούς κανόνες, περιορισμούς, τιμωρίες.
«Μισή ντροπή δική μου, μισή του θανάτου»
Τον πατέρα της τον φώναζε «εκείνος», ούτε με το όνομά του, ούτε με την ιδιότητά του. Η σκληρότητά του την καθόρισε και έγινε ο αντίποδας αυτού που ήθελε να γίνει η ίδια. Από δέκα χρονών κατάλαβε ότι θέλει να γίνει συγγραφέας και ήταν τα πρώτα εφηβικά χρόνια και η ευτυχής συγκυρία της μεταφοράς της στη σχολή Αηδονοπούλου (μαζί με την μετακόμιση της οικογένειας στην Κυψέλη) που της επέτρεψαν να υλοποιήσει το όνειρό της. Εγραφε για την εφημερίδα του σχολείου- με αρχισυντάκτρια την αυστηρή Ελένη Βακαλό- και μια καθηγήτρια που μόλις είχε έρθει από το Παρίσι και την εκεί Σχολή Καλών Τεχνών την ενθάρρυνε να γράψει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Και έτσι μπήκε στη ζωή της και ο έρωτας…
Το κουκλοθέτρο ήταν τότε ένα είδος που δεν λάτρευαν μόνο τα παιδιά, αλλά και διανοούμενοι της εποχής. Έγραψε τον Κλούβιο-ένα ναυτάκι που έκανε κόλαση τη ζωή του Οδυσσέα- και στο κοινό χειροκροτούσαν με πάθος ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Πλωρίτης. Αλλά και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας. Ήταν 16 ετών η Ζέη όταν τον γνώρισε, αυτός πρώτα θαυμαστής της, αυτή στη συνέχεια παραδομένη στη γοητεία του και την ιδιοφυΐα του. Έγινε όχι μόνο ο σύντροφός της, αλλά και ο μέντοράς της, ο άνθρωπος που επιζητούσε το επιδοκιμαστικό νεύμα του. Για παράδειγμα, ενώ η ίδια ήθελε να γίνει ηθοποιός -και σπούδασε μάλιστα στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών με καθηγητή τον Ροντήρη- ο Σεβαστίκογλου την έπεισε ότι δεν είναι καλή ηθοποιός…
«Έπαιξα για λίγο στο θέατρο. Όμως όταν έβγαινα στη σκηνή με ακολουθούσε το βλέμμα του. Τα παράτησα». Ο Σεβαστίκογλου, αριστερός κυνηγημένος, έφυγε το 1948 για την Τασκένδη, όμως τον βλέμμα του εξακολουθούσε να την ακολουθεί. Αριστερή και η ίδια, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ, και μαζί με την κολλητή της φιλενάδα ήδη από το σχολείο, τη Διδώ Σωτηρίου έκαναν συναντήσεις με επιφανείς αντιστασιακούς για να οργανωθούν. Θυμόταν ότι από έφηβη, έπαιζε με την αδελφή της και ενώ εκείνη έκανε τη σύζυγο του Χίτλερ, η Αλκη έκανε τη σύζυγο του Ρούσβελτ -ούτε υπηρέτριες, ούτε εξάρσεις μεγαλείου. «Ο Αδόλφος, δεν θα έρθει σήμερα για φαγητό» έλεγε η αδελφή της στα παιχνίδια, θυμόταν στις αφηγήσεις της ανάμεσα σε γέλια η Αλκη Ζέη. Η χειρότερη εποχή στη ζωή της, έλεγε, ήταν ο Δεκέμβρης του 1944, όταν δεν ήξερες αν θα φας μια σφαίρα στον δρόμο και από που θα σου έρθει, όπως έλεγε. Το φάσμα του εμφυλίου την συγκλόνιζε βαθύτερα από την γερμανική Κατοχή.
Γράφοντας το Καπλάνι της Βιτρίνας αυτοεξόριστη στην Τασκένδη
Το 1954 βρέθηκε επιτέλους πλάι στον συζυγό της στην Τασκένδη. «5 Απρίλη του 1954, μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου». Απόκτησαν δυο παιδιά, την Ειρήνη και τον Πέτρο και στην κουζίνα της Τασκένδης έγραφε τα πρώτα της κείμενα που έμελλε να εκδοθούν, προσέχοντας ταυτόχρονα το φαγητό. Εκεί έγραψε το «Καπλάνι της βιτρίνας», που μεταφράστηκε σε 33 χώρες και παραδόξως ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε πολιτικό βιβλίο, έναν κήπο βιωμάτων, αναμνήσεων και διεισδυτικών παρατηρήσεων για την περιπέτεια της Ελλάδας στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. «Θα μπορούσα να έχω γράψει περισσότερα βιβλία στη ζωή μου. Ασφαλώς. Προτίμησα όμως να έχω περισσότερες ώρες για να παίξω με τα παιδιά μου», έλεγε η Αλκη Ζέη. Στη Ρωσία σπούδασε και κινηματογράφο.
Η επιστροφή στην Αθήνα ήταν μικρής διάρκειας, έμεινε μόλις τρία χρόνια, αφού ήρθε η χούντα και βρέθηκε στο Παρίσι με την οικογένειά της. Σε πολύβοα διαμερίσματα με Ελληνες διανοούμενους να μιλάνε για την πολιτική κατάσταση, να διαβάζουν Καντ, τον Χατζιδάκι όποτε τους επισκεπτόταν να παίζει πιάνο για ώρες χωρίς παρτιτούρα. Στο Παρίσι έγραψε το σπουδαίο «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου». Τα βιβλία της Αλκης Ζέη, μεταφράστηκαν σε είκοσι γλώσσες, ξεπέρασαν τα σύνορα της χώρας, βραβεύτηκαν – ήταν μάλιστα υποψήφια και για το κορυφαίο βραβείο Χανς Κρίστιεν Αντερσεν, ενώ το 2010 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Ελεγε ότι έγραφε κάθε βιβλίο ουσιαστικά σε δυο φάσεις. Η διαδικασία άρχιζε όσο περπατούσε, στα τρένα, καθώς κυκλοφορούσε στην πόλη ή στην εξοχή. Ενώ βρισκόταν σε κίνηση, ανάμεσα σε κόσμο γεννιόταν το σύμπαν του επόμενου έργου, οι χαρακτήρες. Κάθε βιβλίο ξεκινούσε αφού πρώτα έβρισκε τον τίτλο και αμέσως μετά την τελευταία φράση. Και οι χιλιάδες λέξεις ενδιάμεσα ακολουθούσαν.
Σίγουρα δεν ξεκινούσε αν δεν είχε βρει τίτλο. Και μετά, δεν ήθελε να γράφει σε ησυχία, σε μοναξιά, αλλά και πάλι μέσα στον κόσμο, ανάμεσα σε φωνές και παρουσίες. Στις Βρυξέλλες όπου επισκεπτόταν την κόρη της, ήθελε να γράφει στο σαλόνι, να περνά ο εγγονός και να της ρίχνει ένα σκαστό φιλί, να ακούει την εγγονή στον επάνω όροφο να παίζει ντραμς. Άλλωστε κάτι που της έλεγε συνέχεια μια εποχή η εγγονή της, το «γιαγιά, πόσα χρόνια θα ζήσεις» έγινε και τίτλος βιβλίου της!
Πηγή: iefimerida.gr