Δεν ξέρω ν’ αγαπώ! Το μυθιστόρημα της Ζωής Κυροπούλου που θα μεταφερθεί σύντομα στις οθόνες του κινηματογράφου!
…Τι μπορεί να κάνει η παιδική κακοποίηση χρόνια μετά;
Πως αντιλαμβάνεται τον κόσμο μια νέα γυναίκα που υπήρξε κακοποιημένη από την μητέρα της;
Η Στέλλα είναι μια νεαρή γυναίκα που δεν ξέρει ν’ αγαπά. Ευαίσθητη, αλλά και με ακατέργαστο χαρακτήρα, μυστηριώδης, αλλά και εξομολογητική, δεν ξεπέρασε ποτέ το γεγονός ότι η μητέρα της δεν την αγάπησε. Έζησε στην αλητεία, όμως τελικά κατάφερε να μπει στα μεγάλα σαλόνια. Με το πέρασμα του χρόνου γοητεύτηκε από την εξουσία και τη χρησιμοποίησε σε βάρος των άλλων. Προτίμησε το ψυχρό σεξ από την τρυφερότητα της αγάπης, το ψέμα από την ειλικρίνεια, τον αμοραλισμό από την ανθρωπιά. Την ερωτεύτηκαν πολλοί, όμως εκείνη έχανε το ενδιαφέρον για τον εραστή της μόλις εμφανιζόταν ο επόμενος. Δεν συμπεριφερόταν κατ’ αυτό τον τρόπο από καπρίτσιο. Απλώς δεν ήξερε να αγαπά. Δεν είχε συνηθίσει ούτε να δίνει ούτε να παίρνει. Πίστευε ότι σε θέματα σχέσεων η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα. Έπεσε θύμα πολλές φορές, όμως μετατράπηκε και η ίδια σε θύτη άλλες τόσες.
Η αφήγηση της Στέλλας φαντάζει σκληρή και κυνική. Ίσως επειδή και η ίδια η ηρωίδα είναι φτιαγμένη έτσι.
Το βιβλίο περιέχει μια συρραφή αληθινών ιστοριών που εκτυλίχθηκαν στη νυχτερινή διασκέδαση της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο του 80 και του 90.
Η συγγραφέας Ζωή Κυροπούλου, εργάζεται ως δημοσιογράφος τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχει συνεργαστεί ως ανταποκρίτρια και εξωτερική συνεργάτρια του περιοδικού Το Παιδί μου κι εγώ και ως εξωτερική συντάκτρια στο αντρικό περιοδικό Status (με αστυνομικά διηγήματα βασισμένα σε αληθινά γεγονότα). Διατηρούσε δική της στήλη στο περιοδικό Close up (με αληθινές γυναικείες ιστορίες γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο) και στο εβδομαδιαίο περιοδικό Sunday της εφημερίδας Αγγελιοφόρος. Έχει συνεργαστεί επίσης με διάφορα περιοδικά γράφοντας χρονογραφήματα και ευθυμογραφήματα και αρθρογραφώντας πάνω σε θέματα ψυχολογίας, παιδιού, κ.ά. Σήμερα είναι διευθύντρια και διαχειρίστρια της ιστοσελίδας http://www.mystikaomorfias.gr/ Τα θέματά της αφορούν τα βότανα, την ομορφιά και την εναλλακτική ιατρική.
Με αφορμή λοιπόν, τα νυχτερινά ρεπορτάζ της, ήρθε κοντά σε μοιραίες γυναίκες του περιθωρίου που επηρέασαν και κατεύθυναν με την συμπεριφορά τους τους νονούς της νύχτας. Οι γυναίκες αυτές είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Ήταν μοιραίες, βαθιά ερωτεύσιμες και αυτοκαταστροφικές ενώ τις ερωτεύτηκαν ή τις κακοποίησαν στον ίδιο βαθμό. Οι ίδιες ζούσαν παρορμητικά και έντονα. Η συγγραφέας, διαπίστωσε ότι πολύ συχνά, η ιδιαίτερη ψυχολογία αυτών των γυναικών, βασίζονταν στα παιδικά τους βιώματα και ιδιαίτερα στη σχέση τους με τη μητέρα τους. Από όλες αυτές τις εμπειρίες προέκυψε η ιστορία της πρωταγωνίστριας. Της Στέλλας. Η γυναίκα αυτή περιγράφεται σε ένα βαθιά ερωτικό βιβλίο με γραφή φιλμ νουάρ που σε κρατάει σε εγρήγορση από την αρχή μέχρι το τέλος.
Το βιβλίο ήδη ζητήθηκε να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Το σενάριο είναι έτοιμο και πιστό στη φιλοσοφία του βιβλίου. Η ταινία ξεκινά! Από μας καλή επιτυχία και η Ζωή επιφυλάσσει και άλλες χαρές!
Απόσπασμα από το βιβλίο…
«Υποπτεύομαι ότι κάποιοι νιώθουν τη διαφορετικότητά μου και τη μεταφράζουν ως ένα είδος εξελιγμένης εξυπνάδας. Με αντιμετωπίζουν κάτι σαν ανώτερο μεταλλαγμένο είδος σε εξέλιξη.
Είμαι το απόλυτο δαρβινικό μοντέλο για τη θεωρία της προσαρμογής στο περιβάλλον. Αλλάζω δέρμα. Αποκτώ το χρώμα τους. Μόνο που αγνοώ το είδος στο οποίο μεταβάλλομαι. Δεν ξέρω τι σόι δέρμα φορώ. Είμαι εν τέλει ο ρόλος μου;
Ή ο ρόλος μου γίνεται εγώ;………» Βασανίζω το μυαλό μου που χάσκει σε πρωτόγνωρες εικόνες μεθυσμένων αντρών που έρχονται ήδη ερωτευμένοι στον μπάγκο μου. Είναι καψούρηδες προτού καν με δουν. Το γνωρίζω και τους παίζω ανάλογα. ……».
«Πολλοί έρχονται με τη γυναικεία πείνα στο μάτι. Δε με εκτιμούν. Το νιώθω. Αυτό το απόλυτα υποτιμητικό συναίσθημα απλώνεται γύρω μου σαν καπνός. Όταν είσαι γυναίκα και το ζεις από μέσα, δε γίνεται να μην το νιώσεις. Μυρίζει μπαρούτι. Ανακατεύεσαι από την μπόχα του. Είναι έτοιμοι να σου τα δώσουν όλα: τα σπίτια τους, τα λεφτά τους, την αξιοπρέπειά τους.
Θέλουν να καταστραφούν από σένα. Έρχονται με τη θηλιά στο χέρι. Καλογυαλισμένη και σφιχτή. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να την πάρεις και να τους τη φορέσεις. Ίσως γι’ αυτό να σε μισούν. Γιατί ξέρεις. Γιατί βλέπεις. Οσμίζεσαι τη μοναξιά τους, το φόβο, τη μιζέρια τους. Κι όταν καταλαβαίνουν ότι τους γυρνάς την πλάτη ντυμένη με τα καλύτερά σου ρούχα, θυμώνουν με την υπεροχή σου. Με την αλαζονεία που έχεις ν’ αρνηθείς το φόβο τους.
Στο τέλος, όταν πια αντιλαμβάνονται ότι δε γίνεται τίποτα, φεύγουν με το κεφάλι σκυμμένο και τη θηλιά στο χέρι. Ύστερα, το μόνο που θέλεις είναι να κλάψεις. Όχι για το δικό τους θυμό που τον κουβάλησαν από το σπίτι, αλλά για το δικό σου που σου τον φόρεσαν παράσημο στα καλά καθούμενα».