Ανάμεσα στις επιστρώσεις του υφάσματος, βρέθηκε χουντίτης, ένα λαμπερό, λευκό ορυκτό που χρησιμοποιούταν στην αρχαία Περσία, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι το ένδυμα είχε προέλευση από την Ανατολή.
Πρόκειται για μια ανακάλυψη με σπουδαίες προεκτάσεις, καθώς σηματοδοτεί ότι, πολλά από τα αντικείμενα που βρέθηκαν στον Τύμβο ΙΙ, ανήκαν πράγματι στον Μέγα Αλέξανδρο και όχι στο βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας, όπως πιστεύεται. Υπάρχουν έρευνες που προτείνουν ότι ο Τύμβος ΙΙ, ο οποίος βρίσκεται στους Βασιλικούς Τάφους στη Βεργίνα, δεν είναι του Φιλίππου, αλλά του διαδόχου του ετεροθαλούς αδελφού του, του Φιλίππου του ΙΙΙ του Αρριδαίου, ο οποίος κληρονόμησε πολλά από τα εμβλήματα της εξουσίας του Αλεξάνδρου, μετά τον θάνατό του.
Μεταξύ των αντικειμένων που ήρθαν στο φως από τον τύμβο, είναι ένα χρυσό διάδημα, ένα σκήπτρο και ένα χρυσό στεφάνι μυρτιάς. Όλα τα ευρήματα αναφέρονται σε ιστορικές πηγές ως τα βασιλικά διακριτικά του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, η ανακάλυψη της σαράπιδος, είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς πρόκειται για ένα ένδυμα μεγάλης συμβολικής βαρύτητας στα περσικά ανάκτορα.
Η σάραπης ήταν ένα μωβ χιτώνιο, με μια λευκή ρίγα στο στρίφωμα, την οποία φορούσαν αποκλειστικά οι Πέρσες βασιλείς. Το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος υιοθέτησε το σύμβολο εξουσίας των Περσών, σηματοδότησε την κυριαρχία του στην αχανή Περσική αυτοκρατορία. Ενδελεχείς μελέτες διεξήχθησαν στο ύφασμα που ανακαλύφθηκε. Η ομάδα εφάρμοσε προηγμένες τεχνικές, όπως φασματοσκοπία υπερύθρου με μετασχηματισμό Fourier (FTIR), και αεριοχρωματογραφία/φασματομετρία μάζας, για την ταυτοποίηση των συστατικών του υφάσματος.
Τα εργαστηριακά πορίσματα επαλήθευσαν την ύπαρξη βαμβακιού και βασιλικής μωβ βαφής, όπως και του χουντίτη, ένα σπάνιο υλικό στην Ελλάδα που καταδεικνύει με ασφάλεια την περσική επιρροή. Η εφαρμογή του χουντίτη, ο οποίος χρησιμοποιούταν για την ικανότητά του να δημιουργεί απαστράπτον λευκό χρώμα, ενισχύει τη θεωρία που λέει ότι, η σάραπης που βρέθηκε στον Τύμβο ΙΙ, ήταν εκείνη που φορούσε ο Μέγας Αλέξανδρος σε επίσημες τελετές.
Η παραγωγή αυτού του είδους υφάσματος, ήταν εξαιρετικά δαπανηρή, καθώς η μωβ βαφή προερχόταν από τις μουρικίδες (θαλάσσια σαλιγκάρια), μια διαδικασία που απαιτούσε τεράστιες ποσότητες από τα συγκεκριμένα γαστερόποδα για τη βαφή ενός και μόνο τμήματος από το ύφασμα.
Η ταυτότητα των προσώπων που βρέθηκαν στους Βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, αποτελεί ένα διαχρονικό σημείο διένεξης για τους αρχαιολόγους. Ο Τύμβος ΙΙ, παραδοσιακά αποδίδεται στον Φίλιππο τον ΙΙ. Το πρόσφατα ανακαλυφθέν εύρημα ωστόσο, παρέχει περισσότερα στοιχεία που δηλώνουν ότι, μπορεί ο τύμβος να ήταν το Φιλίππου του ΙΙΙ του Αριδαίου.
Ο Φίλιππος ΙΙΙ ο Αριδαίος, ήταν διάδοχος του ετεροθαλούς αδελφού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και εικάζεται ότι, μετά τον θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά, ανέλαβε- μόνο ονομαστικά-τον θρόνο, καθώς στερούταν ουσιαστικής εξουσίας. H ανακάλυψη της σαράπιδος του Αλεξάνδου, στον Τύμβο ΙΙ της Βεργίνας, υποστηρίζεται επιπλέον από τις αναπαραστάσεις στο διάζωμα του τύμβου.
Επιπλέον στοιχεία από απεικονίσεις και ιστορικές πηγές
Σε μία από τις σκηνές που αναπαριστούν κυνήγι, ένας από τους απεικονιζόμενους κυνηγούς, ο οποίος εικάζεται ότι είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, φορά ένα μωβ χιτώνιο με λευκές ρίγες, παρόμοιο με την περιγραφή της σαράπιδος που απαντά σε ιστορικές πηγές.
Η οπτική αναπαράσταση ενισχύει τη σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα που έχουν ανακαλυφθεί και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Η ανακάλυψη του ιερού χιτώνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν είναι απλώς μια ακόμη προσθήκη στον αρχαιολογικό γρίφο της Βεργίνας. Παρέχει νέα στοιχεία σχετικά με την περσική επιρροή στο Βασίλειο των Μακεδόνων και στις ιδιότητες του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως Φαραώ της Αιγύπτου, Βασιλιά της Ελλάδας και Αυτοκράτορα της Περσίας. Η ταυτοποίηση του ενδύματος μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για μία νέα μελέτη σχετικά με τον ρόλο της βασιλικής ενδυμασίας στον Ελληνιστικό και τον Περσικό πολιτισμό, καθώς και στα ταφικά έθιμα της περιόδου.