Η 23χρονη ποιήτρια δύο χρόνια μετά την έκδοση της ποιητικής της συλλογής «Απορίες Αθωότητας» (Εκδ.Ιωλκός, 2016) συνεχίζει την επιτυχή πορεία της
στο χώρο της ποίησης με ένα νέο ποίημα της, το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Πρόκειται για μια ιστορικότατη Εταιρία η οποία από το 1934 συνεχίζει να προάγει τα Ελληνικά Γράμματα, παρέχοντας σπουδαίο πνευματικό και πολιτιστικό έργο. Στα μέλη της θα συναντήσει κανείς έναν ατέλειωτο κατάλογο εξεχουσών προσωπικοτήτων της λογοτεχνίας μας, όπως οι Κ.Παλαμάς, Γ.Ξενόπουλος, Ν.Καζαντζάκης, Γ.Ρίτσος και Α.Σικελιανός.
Την 3η Ιουνίου στα γραφεία της Ε.Ε.Λ. στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση απονομής των βραβείων του Πανελλήνιου διαγωνισμού για νέους ποιητές «Παύλος Ναθαναήλ» . Το ποίημα της Σοφίας τιτλοφορείται «Το πέταγμα» και πραγματεύεται το επίκαιρο και πολύ ευαίσθητο για πάρα πολλές οικογένειες της χώρας μας ζήτημα της φυγής των νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, για να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον. Αξίζει να τονιστεί ότι είναι η δεύτερη φορά που η Σοφία τιμάται με το συγκεκριμένο βραβείο (2015,2018), κάτι που τονίστηκε ιδιαίτερα από τους διοργανωτές ως ένα γεγονός που αποδεικνύει τη γνήσια ποιητική της φλέβα, καθώς και τις μεγάλες προοπτικές της να χαράξει μια σπουδαία πορεία στο λογοτεχνικό χώρο. Η ίδια η ποιήτρια ευχαρίστησε θερμά την Εταιρία, επισημαίνοντας πωςη βράβευσή της από την Εταιρία τρία χρόνια πριν, αποτέλεσε σημαντικότατο κίνητρο στην απόφαση της να προχωρήσει στην έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής.
Η απαγγελία του βραβευμένου ποιήματος από τη δημιουργό συγκίνησε και χειροκροτήθηκε από το κοινό. Ακολούθησαν οι απαγγελίες των υπόλοιπων εξαιρετικής ποιότητας διακριθέντων ποιημάτων μαζί με ένα μουσικό πρόγραμμα. Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την εντυπωσιακή ομιλία του Αντιπρύτανη Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κ. Γ.Αντρειωμένου με θέμα: «Τα παιδικά χρόνια του Γ.Ρίτσου και Ν.Βρεττάκου», στην οποία τόνισε πως «ο ποιητής γεννιέται κι όχι απλώς γίνεται». Ο ποιητής λοιπόν γεννιέται και το ευτυχές για την Ελλάδα είναι πως υπάρχουν πολλά νέα παιδιά εκεί έξω που προσπαθούν να εκφραστούν μέσω της ποίησης, πολλοί γεννημένοι ποιητές που περιμένουν να πάρουν την ευκαιρία τους και να αφήσουν το στίγμα τους στα νεοελληνικά γράμματα. Η Σοφία Μιμιλίδουαπέδειξε τόσο με τη διάκριση όσο και με το ποίημα της πως η ελπίδα για το μέλλον υπάρχει, καθώς υπάρχουννέοι ανάμεσα μας, οι οποίοι μπορούν να ξεχωρίσουν, να δώσουν όραμα και να εμπνεύσουν με την τέχνη τους.
Ακολουθεί το βραβευμένο ποίημα
ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ
Θα φύγω μαμά,
δε με κρατάει άλλο εδώ, θα φύγω.
Βαρέθηκα πια το παιδικό μου δωμάτιο
κι ας μην έχω πού αλλού να μείνω.
Βαρέθηκα τις κλειστές πόρτες που κανένα κλειδί δεν ανοίγει
κι όλα εκείνα που συνηθίζω να αποδίδω στη δήθεν «ατυχία» μου,
εγώ παράταιρη στο μέλλον αυτό που όλοι λένε πως μου ανήκει.
Για μια άλλη χώρα φαίνεται πως μορφώθηκα και μεγάλωσα.
Βαρέθηκα να είμαι βάρος- Τι είναι αυτά που λέω, θα πεις, ντροπή- το ξέρω.
Να σβήνω κεριά και να μένω πάντα παιδί, βαρέθηκα.
Μου ‘λεγες παλιά πως θα ‘ρθει η μέρα που θα ανοίξω τα φτερά μου και θα πετάξω,
μα εδώ δεν έχει για μένα ουρανούς
ή ίσως τα φτερά μου δεν είναι ανθεκτικά σ’ αυτόν τον ήλιο και γκρεμίζομαι,
κέρινη κούκλα και λιώνω, ίσως πάλι δεν υπάρχει ο ήλιος που βλέπουμε
και δεν είναι παρά ένα αφαιρούμενο αυτοκόλλητο μιας τόσο παραπλανητικά γαλάζιας οθόνης που σε κάνει
να ελπίζεις και να θες όσο τίποτα να μένεις,
μα εγώ θα φύγω.
Θα φύγω μαμά, όμως να μην κλαις, θα με βλέπεις τις γιορτές,
θα μιλάμε συχνά, θα το δεις
και ναι, θα τρώω σωστά και θα ντύνομαι
μα το ξέρω πάντα θα νιώθω γυμνή και θα πεινάω
ένα άξενο κρύο θα σφυροκοπάει διαρκώς τις αμπάλωτες ρωγμές της ανάσας μου.
Μα εγώ θα φύγω.
Μας λένε «χαμένη γενιά», τέτοιοι τίτλοι βγαίνουν βέβαια με ευκολία
απ’ όσους φοβούνται να προσπαθήσουν.
Εμείς και σε ανήλια γη θα αναζητήσουμε τώρα μια ηλιόλουστη ζωή
όχι, δεν έχω θυμό για κανέναν, μόνο που θα μου λείπεις,
εσύ η πρώτη πρώτη πατρίδα μου
κι η θάλασσα, η Μεγάλη Μητέρα.
Φεύγω, όμως δεν παραιτούμαι.
Η βαλίτσα μου γεμάτη και δεν κλείνει,
τα εφόδια που μου έδωσες τοποθετημένα στριμωχτά,
μαζί και τόσος φόβος-πού να χωρέσουν;
Θα αφήσω αυτόν το στραβό ορίζοντα που βλέπω κάθε πρωί απ’ το παράθυρο και θα φύγω,
μα μην ανησυχείς, θα ρίχνω πίσω μου τους αγαπημένους μου στίχους να μη χάσω το δρόμο
του γυρισμού, σ’ το υπόσχομαι.
«Η πτήση 213 για το Άγνωστο αναχωρεί σε μισή ώρα…
Οι αποσκευές των ελπίδων σας θα τοποθετηθούν στο διάδρομο 17…».