Κατά τη μεγάλη του εκστρατεία η οποία ξεκίνησε το 334 π.Χ. και οδήγησε στην κατάλυση της Αχαιμενιδικής-Περσικής Αυτοκρατορίας
η οποία κυβερνούσε την Ασία, ο Αλέξανδρος γνώρισε τις πρώτες πραγματικές δυσκολίες στην Ανατολή κατά την παραμονή του στην Κεντρική Ασία. Μετά τις περιοχές του σημερινού Ιράν και την κατάληψη των βασιλικών πόλεων των Αχαιμενιδών, το 330 ο στρατός του συνάντησε μία απρόσμενη και λυσσαλέα αντίσταση από τις ανατολικότερες επαρχίες του αχαιμενιδικού κράτους πέραν του εμβληματικού όγκου του σημερινού Hindu Kuhsh (τις αρχαίες Παροπαμισάδες): τη Βακτρία, τη Σογδιανή και την Αραχωσία, οι οποίες ήλεγχαν τους εμπορικούς δρόμους με τη γειτονική Ινδία και κατοικούνταν από σκληροτράχηλους πληθυσμούς, οι οποίοι έχοντας βρει τρόπους συνδιαλλαγής με τους Αχαιμενίδες, είχαν έναν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας. Πρόκειται σε γενικές γραμμές για τις σημερινές περιοχές του Αφγανιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν αντίστοιχα.
Σκληρή αντίσταση
Οι τοπικοί αρχηγοί, χρόνια εκπρόσωποι της υφιστάμενης κεντρικής εξουσίας και έχοντας στενούς δεσμούς με το προηγούμενο καθεστώς, αψήφησαν προκλητικά τον Αλέξανδρο. Ο πληθυσμός για αιώνες πηγή δυναμικού για τον στρατό των Αχαιμενιδών και σκληραγωγημένος από τις συγκρούσεις με τους νομαδικούς πληθυσμούς των Σακών, ή Σκυθών όπως ήταν γνωστοί στους Ελληνες, οι οποίοι περιτριγύριζαν τα σύνορα της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας, αντιστάθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικά με επικεφαλής τον σατράπη της Βακτρίας Βήσσο, ο οποίος είχε δολοφονήσει τον τελευταίο Αχαιμενίδη Δαρείο Γ’ και είχε λάβει τον τίτλο του βασιλέα με το όνομα Αρταξέρξης.
Χρειάστηκαν ακόμη περίπου 3 έτη προκειμένου ο Αλέξανδρος να επιβληθεί στην περιοχή, να αναγνωριστεί ως ηγεμόνας και να συνεχίσει την προέλασή του στην Ινδία το 327. Μάλιστα η αναγνώρισή του δεν βασίστηκε μόνο στην ωμή βία και καταπίεση, αλλά και στη μεθοδική προσέγγιση της τοπικής αριστοκρατίας όπως δείχνει και γάμος που προφανώς περισσότερο για διπλωματικούς λόγους σύναψε με τη Ρωξάνη, την κόρη ενός τοπικού άρχοντα, του Οξυάρτη.
Η ίδρυση της… Κανταχάρ
Επιπλέον ο Αλέξανδρος, προκειμένου να διασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των ντόπιων ίδρυσε μια σειρά από πόλεις οι οποίες είχαν ως πυρήνα ομάδες ελλήνων μισθοφόρων και απόστρατων του μακεδονικού στρατού με στόχο τον έλεγχο της περιοχής. Μία από αυτές τις πόλεις ήταν και η Αλεξάνδρεια στην Αραχωσία, η σημερινή Κανταχάρ του Αφγανιστάν. Φεύγοντας λοιπόν ο Αλέξανδρος από την περιοχή άφησε έναν μεγάλο αριθμό αποίκων, του οποίου την επίδραση στην Κεντρική Ασία δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε. Αυτό το στοιχείο παραμένει ιστορικά δραστήριο στις ζυμώσεις που ακολουθούν τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αποτελώντας τον κορμό τόσο του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών το οποίο κατέλαβε τις περιοχές αυτές διαδεχόμενο τον Αλέξανδρο, αλλά και του λεγόμενου Ελληνοβακτριανού βασιλείου, το οποίο περίπου από το 256 π.Χ. ανεξαρτητοποιείται από τους Σελευκίδες, για να φτάσει κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. να επεκταθεί εντυπωσιακά προς τη σημερινή Ινδία. Οι ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής Ασίας έχουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Παρά το γεγονός ότι αποτελούν μειονότητα απέναντι σε ένα πλήθος αυτοχθόνων, η παρουσία τους παραμένει ισχυρή, όπως δείχνουν οι αποσπασματικές πηγές που διαθέτουμε. Οι πολιτικές αναταράξεις που συγκλόνισαν την περιοχή της Κεντρικής Ασίας κατά τη σύγχρονη εποχή δυσκολεύουν την αρχαιολογική έρευνα, ενώ οι σκόρπιες αναφορές στις φιλολογικές μας πηγές δεν βοηθούν στη σύνθεση μιας ξεκάθαρης εικόνας.
Ελληνική παιδεία
Ωστόσο, σύμφωνα με μία ελληνική επιγραφή που βρέθηκε το 2003 στην προαναφερόμενη Κανταχάρ, οι δυσκολίες που η σημερινή αρχαιολογική έρευνα συναντά, υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία να ανταμειφθούν μακροπρόθεσμα με σημαντικά ευρήματα, όταν οι συνθήκες επιτρέψουν τη συνέχισή της. Πρόκειται για ένα κείμενο 20 στίχων αποτελούμενο από 10 άψογα ελεγειακά δίστιχα που δείχνει άνθρωπο με βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας. Απόδειξη είναι ότι με το πρώτο γράμμα κάθε στίχου σχηματίζεται μια ακροστιχίδα (χαραγμένη στον λίθο) που μας πληροφορεί για την ταυτότητα του συντάκτη: ΔΙΑ ΣΩΦΥΤΟΥ ΝΑΡΑΤΟΥ (με τις φροντίδες του Σώφυτου γιου του Ναράτου). Και τα δύο ονόματα είναι ινδικά με ελληνική κατάληξη. Σε αυτή την επιγραφή διηγείται τις δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και για το πώς τις ξεπέρασε κάποια στιγμή γύρω στον 2ο αιώνα π.Χ. βασιζόμενος στην ελληνική του παιδεία: κατάφερε «να καλλιεργήσει τα χαρίσματα του Απόλλωνα και των Μουσών ενωμένα σε μια ευγενή σοφία».
*Κλεάνθης Ζουμπουλάκης, διδάκτωρ Αρχαίας Ιστορίας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με ειδίκευση στις σχέσεις του Ελληνισμού με την Ανατολή κατά την αρχαιότητα.