Αρκετοί από τους παλιούς μνημονιακούς, που θέλουν να παρουσιάζονται ως εκφραστές του πολιτικού ορθολογισμού και του ειλικρινούς ευρωπαϊσμού, έχουν την τάση να τα αποδίδουν όλα στη γοητεία που ασκεί ο λαϊκισμός στο πλήθος. «Δεν είναι εποχή Διαμαντούρων αλλά Λεβέντηδων» λέει ο ένας, «το ψέμα πάντα πουλάει» προσθέτει ο άλλος, «οι δημαγωγοί κερδίζουν στην αρχή» σημειώνει ο τρίτος. Βολικές υπεκφυγές και ούτε καν η μισή αλήθεια.
Αυτό που δεν θέλουν να δουν και να αναγνωρίσουν είναι ότι η άλλη αφήγηση απέτυχε και δεν απέτυχε απλώς επειδή ήταν πολύ έντιμη για να αρέσει, αλλά κυρίως γιατί εκφράστηκε από τα λάθος πρόσωπα με τον λάθος τρόπο.
Για να πείσει ένα κόμμα, μια ομάδα ή ένα πρόσωπο, ότι πρέπει να γίνουν μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να δημιουργηθεί απασχόληση και να στηριχθούν οι ασθενέστεροι, θα πρέπει σε κάποιο βαθμό να το εννοεί. Το μέσα και το έξω κάπου πρέπει να συνδέονται, γιατί διαφορετικά το μήνυμα δεν περνάει.
Αν, ας πούμε, κάποιος καταγγέλλει την ολιγαρχία ενώ συντηρείται ή καθοδηγείται από την ολιγαρχία, αυτό, ακόμη και αν δεν είναι ευρέως γνωστό, με κάποιο τρόπο υποδηλώνεται και εκπέμπεται. Αν πάλι κάποιος εκφράζει το ενδιαφέρον του για την κοινωνική δικαιοσύνη την ώρα που το βασικό του άγχος είναι ο προσωπικός πλουτισμός και η εξασφάλιση των δικών του ανθρώπων, και αυτό είναι κάτι που δεν κρύβεται. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ένας –ελάχιστος έστω– βαθμός αυθεντικότητας για να διαμορφωθεί ουσιαστική σχέση με την κοινωνική βάση.
Από την άλλη, ο ελιτισμός δεν είναι το αντίθετο του λαϊκισμού, είναι μια άλλη παθολογία της πολιτικής, όχι απλώς επειδή κάπως έτσι το έθεσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Το να διεκδικείς την ψήφο του λαού και να τον περιφρονείς είναι αντιφατικό. Το να επιδιώκεις τη στήριξη των πολλών αλλά να μην τους σέβεσαι είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτικό. Το να είσαι κλεισμένος στο δικό σου κύκλο εκεί ψηλά και να διαλέγεσαι με μια κάστα αρίστων, ζητώντας όμως το χειροκρότημα των κάτω, απλώς δεν είναι ρεαλιστικό.
Ο λαός ασφαλώς και δεν έχει πάντα δίκιο, ούτε είναι εκ προοιμίου σοφός και καλός. Όμως, ένας ηγέτης θα πρέπει να επικοινωνεί μαζί του για να μπορέσει να τον κατευθύνει, θα πρέπει να τον εμπνεύσει για να τον αλλάξει. Κι αυτό δεν γίνεται χωρίς συναίσθημα. Ο ορθός λόγος είναι πολύ ψυχρός για να αφομοιωθεί θετικά και πολύ βαρύς για να γίνει δεκτός χωρίς αντίδραση, είναι επίσης πολύ δύσκολος για να γίνει κατανοητός. Επομένως, η θυμική διάσταση είναι απολύτως αναγκαία στην πολιτική διαδικασία, κάτι που και πάλι έχει να κάνει με το «είναι» του υποκειμένου γιατί το «φαίνεσθαι» από μόνο του δεν αρκεί, προδίδεται εύκολα κάποιος που πουλάει κάτι που δεν έχει.
Αν σταματήσει κανείς να κοιτάζει τη μεγάλη εικόνα και σταθεί στην πεζή πραγματικότητα, θα θυμηθεί πως η άλλη πλευρά, ας πούμε αρκετοί από τους «επαγγελματίες» του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, ταυτίστηκαν με τους πιστωτές και με το προηγούμενο κατεστημένο, δεν έκρυψαν τη νοσταλγία τους για την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, ακόμη και αν δεν το συνειδητοποιούσαν έδειχναν πως λιγότερες ευθύνες αποδίδουν στις ελίτ και περισσότερες στις συντεχνίες, τους φοροφυγάδες υδραυλικούς, στον απατεωνίσκο της διπλανής πόρτας, αφού –κι ας μην το λένε ότι δίκιο είχε ο Πάγκαλος– «όλοι μαζί τα φάγαμε» και ότι κάποιοι έφαγαν πιο πολλά μικρή σημασία έχει.
Δεν έχει και γι’ αυτό έχασαν.
Παπαράτσι: Σε ποια εποχή ζούμε τελικά;