Mε αφορμή εκδήλωση που θα γίνει στην πόλη μας για τους πρόσφυγες, οι μαθητές του 3ου Γυμνασίου Γιαννιτσών, κλήθηκαν να εκφραστούν δημιουργικά και να γράψουν κείμενα με ανάλογο θέμα, δείχνοντας τη συμπαράσταση τους στο δράμα των προσφύγων.
Πράγματι τα παιδιά ανταποκρίθηκαν και αποτύπωσαν τις σκέψεις τους γράφοντας ποιήματα και πεζά. Έδειξαν έτσι για άλλη μιά φορά την ευαισθησία τους σ’ αυτό το ανείπωτο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας εδώ και μήνες.
Ας διαβάσουμε το πεζό “Μονολογώντας” της μαθήτριας της Α’τάξης Γρηγοριάδου Φωτεινής, το οποίο απέσπασε το 3ο Βραβείο στον Διαγωνισμό κειμένων για τους πρόσφυγες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Πέλλας!
(Θ’ ακολουθήσουν και τ’άλλα ποιήματα και πεζά των μαθητών μας…..). Συγχαρητήρια στην Φωτεινή!…..
Μονολογώντας……….
Βαδίζω, λυπάμαι, φοβάμαι …
Γύρω μου ένα σμήνος ανθρώπων, κορμιά ριγμένα, χέρια παγωμένα, βλέμματα απορημένα, ψυχές αδειασμένες. Στρέφω το βλέμμα μου δίπλα, ένα μικρό κρέμεται απ’ τον κόρφο της μάνας του, πίσω μου ένας γέροντας κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα που του ΄δωσαν. Το κρύο τον πρόλαβε. Ξεκίνησε καλοκαίρι απ’ το σπίτι του. Πότε θα φτάσει; Πού θα φτάσει; Θα φτάσει;
Πονάω. Δε θέλω να βλέπω. Κλείνω τα μάτια μου. Θέλω να ξεφύγω. Μα να ! Μια γυναικεία, θολή φιγούρα ξεπροβάλλει. Μοιάζει της μάνας μου. Ναι…. είναι η μάνα μου αλλά πάλι ίσως κι όχι …. Έχει το ίδιο βλέμμα, το ίδιο παράστημα μα φαίνεται λιπόσαρκη, ταλαιπωρημένη τα ρούχα της ξεπερασμένα. Κλαίει;
– Μάνα, φωνάζω μα δε μ΄ ακούει, δε γυρίζει.
Την ακουμπώ μα δεν με καταλαβαίνει. Κλαίει, σέρνει και μια μικρή απ΄ το χέρι, δεν είμαι ΄γω. Μόνες παραδέρνουν σ΄ ένα λιμάνι. Είναι ο Πειραιάς. Μόνες, μ΄ έναν μποξά στον ώμο. Κάθεται σε μια γωνιά, σφίγγει τη μικρή στην αγκαλιά της και θρηνεί για τη δική της Πατρίδα, για τον δικό της Νικόλα που χάθηκε κάπου στα βάθη της Ανατολίας, για το σπίτι της με τον βασιλικό στο παραθύρι, για το φαΐ που δεν πρόλαβε να βγάλει απ΄ τον φούρνο, για το καντήλι που θα ΄σβησε στον τάφο των γονιών της.
-Μάνα, ξαναφωνάζω.
-Τζιέριμ, λέει μα όχι σε μένα, στη μικρή που κρατά στην αγκαλιά της.
-Σήκω τζιέριμ, πάμε έβγαλε ψύχρα.
-Σταθείτε, τις φωνάζω, μη φεύγετε, είμαι εδώ, μπορώ να σας βοηθήσω. Σταθείτε. Μάνα της μάνας μου, στάσου….
Οι φωνές μου σβήνουν, η μάνα χάνεται, μα τα μάτια ανοίγουν, η καρδιά ανοίγει. Το πλήθος είναι ακόμα εκεί, πεινάει , κρυώνει , φοβάται. Μα τώρα είμαι κι εγώ εκεί. Το χρωστώ στον εαυτό μου, το χρωστώ στη μάνα μου, το χρωστώ στη μάνα της μάνας μου, το χρωστώ στο δικό μου μιλέτ.
Φωτεινή Γρηγοριάδου
Εκδήλωση μαθητών της Πέλλας για τους πρόσφυγες