Saturday, 21 December, 2024

Εργατικό Κέντρο Έδεσσας-Αλμωπίας: Απαιτούμε δικαιώματα…

Η φτώχεια για τον Έλληνα πολίτη αποτελεί καθημερινά τα τελευταία χρόνια μία απολύτως σκληρή βιωματική εμπειρία.
Το ερώτημα που ταλαντεύει την ελληνική κοινωνία είναι αν είναι κυβερνητική αδυναμία η αντιμετώπιση του συνεχώς διογκούμενου κύμα ακρίβειας ή είναι ένα πλαίσιο σύμφωνο με τις αρχές της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς.
Η φτώχεια άλλωστε δεν είναι μία τυχαία κατάσταση, είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων.
Χιλιάδες άνθρωποι αντιμετωπίζουν μία δύσκολη καθημερινότητα με ακριβά ενοίκια και πανάκριβα είδη πρώτης ανάγκης στα σούπερ μάρκετ.
Για μια μεγάλη μερίδα του κόσμου η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη από ότι ήταν και στην εποχή της χρεοκοπίας.
Ο κόσμος είναι δυσαρεστημένος γιατί απλά δεν βγαίνει οικονομικά.
Η κυβέρνηση αντί να αντιμετωπίσει το Νο1 πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας ρίχνει επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και ασχολείται με την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Αρνείται να στηρίξει αποφασιστικά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και να βάλει φραγμό στις πρακτικές των καρτέλ που κρατάνε ψηλά τις τιμές.
Η πολιτική εθελοτυφλία όμως δεν βοήθησε ποτέ κανένα. Αν δεν αλλάξει η κατάσταση της οικονομίας έτσι όπως τη βιώνουν τα νοικοκυριά η κυβέρνηση θα βρεθεί σύντομα απέναντι σε ακόμα πιο οδυνηρές καταστάσεις.
Πάνω από το 50% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με 800 € ή και λιγότερα καθαρά το μήνα.


Δηλαδή οι μισοί μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα ζουν σε κατάσταση φτώχειας.
Το τσουνάμι της ακρίβειας μας παρασέρνει σε μία πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα παρακμή την οποία δεν την είχε βιώσει ο Έλληνας με τόση ένταση ούτε στον καιρό των μνημονίων.
Η ανυπαρξία πολιτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και η υιοθέτηση ως ενδεικνυόμενης λύσης περιστασιακών ημίμετρων όπως κάποια εφήμερα επιδόματα αλλά και τα αναποτελεσματικά καλάθια της νοικοκυράς έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να ανακόψουν την τραγικά μεγάλη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών ανάγοντας το ζήτημα αυτό σέ ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής.
Την ίδια στιγμή η μάταια κυβερνητική προσπάθεια για την δημιουργία πλασματικών εντυπώσεων με την χρήση στατιστικών αναφορών ευμάρειας στοχεύοντας προφανώς στην τόνωση της ψυχολογίας της αγοράς αλλά και η επίκληση προσχηματικών επιχειρημάτων περί εισαγόμενης ακρίβειας που είναι πολιτικώς αδύνατο να ανασχεθεί δεν λύνουν το πρόβλημα.
Σύμφωνα με την Eurostar οι Έλληνες καταναλωτές είναι οι δεύτεροι φτωχότεροι στην ευρωπαϊκή ένωση πάνω από την Βουλγαρία. Συγκεκριμένα το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ως αγοραστική δύναμη της χώρας μας είναι κατά 33% κάτω από το μέσο όρο της ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέσα στη φτώχεια ζουν ένας στους τέσσερις Έλληνες στερούμενοι βασικά καταναλωτικά αγαθά σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι η οικονομία βιώνει μεγάλους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Τα στοιχεία της ελληνικής στατιστικής αρχής είναι αποκαλυπτικά για την έκταση της φτώχειας στην ελληνική κοινωνία και αν συνυπολογιστεί ότι πάνω από 1,3 εκατομμύρια Έλληνες ζουν με επιδόματα τότε η εικόνα γίνεται εφιαλτική.
Η αύξηση των τιμών σέ βασικά αγαθά, τρόφιμα και ενέργεια αλλά και η εκτόξευση των ενοικίων στα ύψη και συνολικά του κόστους στέγασης διευρύνουν το χάσμα ανάμεσα στα φτωχότερα και τα πλουσιότερα τμήματα του πληθυσμού ενώ την ίδια ώρα δημιουργούν συνθήκες φτωχοποίησης και για τα νοικοκυριά που ανήκουν στη μεσαία εισοδηματική κατηγορία υποβαθμίζοντας της συνθήκες διαβίωσης.
Και να έρθω στο κομμάτι του κατώτατου μισθού όπου η κυβέρνηση καυχιέται και διατυμπανίζει στο ότι έκανε τις περισσότερες αυξήσεις.
Η κυβέρνηση αντιτάσσει την εντυπωσιακή αύξηση του κατώτατου μισθού που έγινε επί των ημερών της όπως και τη μείωση της ανεργίας στα χαρτιά. Ευπρόσδεκτες βέβαια οι αυξήσεις στους μισθούς αλλά δυστυχώς αυτές θα εξαφανιστούν από την ακρίβεια.
Οι νέες ανακοινώσεις του υπουργείου εργασίας για τον κατώτατο μισθό, την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας σηματοδοτούν την μονιμοποίηση του μνημονιακού πλαισίου της περιόδου 2010 – 2018.
Λένε ότι θα αυξηθεί ο κατώτατος μισθός μέσω νέου αυτόματου μηχανισμού.
Η αλήθεια είναι ότι ο αυτόματος μηχανισμός αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού βάζει ταφόπλακα στο πάγιο αίτημα των εργαζομένων για καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσω της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας ΕΓΣΣΕ. Πρακτικά αφαιρεί από τα συνδικάτα ζωτικό χώρο ύπαρξης και λειτουργίας με αποτέλεσμα να υπονομεύει την συλλογική αυτονομία.
Ο νέος κατώτατος μισθός δεν θα μειώνεται αλλά θα μπορεί και να παγώνει με επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης σε περιόδους κρίσης.
Εδώ να σημειώσω ότι το υφιστάμενο πλαίσιο μας έχει ήδη κατατάξει ως την χώρα με την χαμηλότερη αγοραστική δύναμη των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη κάτω από την Βουλγαρία.
Οι κοινωνικοί εταίροι αντικαθίσταται από επιτροπή διαβούλευσης με γνωμοδοτικό και άρα μη δεσμευτικό ρόλο. Μένει να δούμε ποιοι θα συμμετέχουν στην επιτροπή και αν την πλειοψηφία θα έχουν οι φορείς των εργαζομένων ή των εργοδοτών.
Επομένως οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν τα εξαντλητικά ωράρια με μισθούς Βουλγαρίας.
Οι συνεχιζόμενες ανατιμήσεις βασικών προϊόντων, το ενεργειακό κόστος, καθώς και η στεγαστική κρίση συνεχίζουν να κατατρώνε σημαντικό μέρος της σύνταξης των Ελλήνων.
Οι δυσκολίες από μήνα σε μήνα γίνονται περισσότερες ιδίως δε για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Τα στοιχεία του υπουργείου εργασίας φανερώνουν την συνταξιοδοτική φτώχεια των Ελλήνων αφού η πλειοψηφία καλείται να ανταπεξέλθει με λιγότερο από 1000€ ενώ περίπου 500 χιλιάδες είναι εκείνοι που λαμβάνουν σύνταξη 500€ και αυτά μεικτά.

Όσο για τις συντάξεις ούτε καν την αύξηση του 2,5% δεν θα πάρουν οι συνταξιούχοι αφού ο πληθωρισμός για το 2024 εκτιμάται ότι θα κλείσει στο 3%.
Άρα οι συνταξιούχοι θα έχουν μείωση και όχι αύξηση εισοδήματος το 2025 ειδικά όταν ο πληθωρισμός στα είδη πρώτης ανάγκης είναι πολύ μεγαλύτερος.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα μειωθούν κατά 1% οι ασφαλιστικές εισφορές και ως αποτέλεσμα θα προκύψει αύξηση αποδοχών στους εργαζόμενους.
Η αλήθεια είναι ότι ο μέσος μισθωτός θα δει μία πενιχρή αύξηση, πχ σέ ένα αμειβόμενο με 900€ η αύξηση θα είναι μόλις 4€.
Η κυβέρνηση λέει ότι περιμένει πορίσματα των κοινωνικών εταίρων για τις συλλογικές συμβάσεις, στην ουσία η κυβέρνηση δεν θέλει να ενσωματώσει την κοινοτική οδηγία που προβλέπει ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας στο 80% ενώ εμείς βρισκόμαστε στο 30% .
Η Ελλάδα συνεχίζει να αποτελεί αρνητική εξαίρεση στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων αφού βασικές αρχές των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (επεκτασιμότητα ευνοϊκότερη ρύθμιση μονομερή προσφυγή στην διαιτησία κλπ.) παραμένουν αδρανοποιημένες.
Η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού θα πρέπει να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους. Η διοικητική διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού η οποία αντικατέστησε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και την έκταση της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας εκτός του ότι εμπεριέχει μια στείρα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου αποτελεί συστηματικά και προϊόν πολιτικής εργαλειοποίησης.
Η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τους μισθωτούς στη σκληρή πραγματικότητα.
Αντί λοιπόν να μετράνε το μισθό που τους μένει στο τέλος του μήνα, μετράνε τις μέρες του μήνα που μένουν όταν τελειώνει ο μισθός του.
Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η ελλιπής προστασία των εργαζομένων έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η εργασία δεν ανταμείβεται ανάλογα με τον κόπο και τις συνεισφορές του κάθε ατόμου.
Εργαζόμενοι βρίσκονται σε συνθήκες αβεβαιότητας με χαμηλές αμοιβές και έλλειψη εργασιακών δικαιωμάτων.
Την ίδια στιγμή ο πραγματικός μέσος μισθός σημείωσε μείωση το 2022 της τάξης του 8,7% έναντι του 2021, ενώ παρά τις ονομαστικές αυξήσεις των δύο τελευταίων ετών η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού τον Οκτώβριο του 2023 ανήλθε
στο ίδιο επίπεδο με την αγοραστική δύναμη του πραγματικού κατώτατου μισθού του 2015.
Το δε ξεπάγωμα των τριετιών είναι ο ορισμός της πολιτικής μεροληψίας υπέρ της
κερδοφορίας των εργοδοτών. Το μαχαίρι έφτασε πια στο κόκαλο.
Η Ελλάδα είναι ουραγός στους μισθούς και πρωταθλήτρια στις τιμές και στην κερδοφορία στην Ευρώπη.
Έτσι δεν πρέπει να καυχιέται η κυβέρνηση όταν το 2009 ο κατώτατος μισθός ήταν 817,8 € το 2010 862,8 € το 2011 862,8 € το 2012 876,6 € και 1/4/2024 830 €. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Είναι σαν να γεμίζεις με νερό βαρέλι χωρίς πάτο, δεν πρόκειται να γεμίσει.

Νικόλαος Γκοτζαμάνης Πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Έδεσσας και Αλμωπίας

 

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου