Γιαννιτσά ή Γενιτσέ Βαρντάρ είναι η πόλη που βρίσκεται στον Ν. Πέλλας και ήταν μία από τις τέσσερις Ιερές Πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Γαζή Εβρενός κατέλαβε την πόλη το 1385, βαφτίζοντάς την «Γενιτσέ Βαρντάρ», δηλαδή «Νέο Βαρδάρι», γνωστή και ως «Βαρδάρ Γενιτζεσί» ή απλά «Γενιτζέ».
Ο στρατηλάτης έδωσε το όνομα στην πόλη, που έγινε εφεξής ορμητήριο για την κατάκτηση των υπολοίπων γειτονικών χωρών της Βαλκανικής. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή, ο πληθυσμός της έφτασε τους 50.000 κατοίκους σε 10.000 σπίτια, μέχρι το 1839, που η χολέρα αφάνισε περίπου το 80% του πληθυσμού.
Η πόλη το 1926 μετονομάστηκε επίσημα σε Γιαννιτσά. Με το όνομα Γενιτζέ υπήρχαν και άλλες πόλεις, αλλά αυτή ήταν τόπος προσκυνήματος, ιερή πόλη μιας και ετάφη εκεί ο στρατηλάτης Γαζή Εβρενός, κάτι που ίσως να εξηγεί την μανία με την οποία την υπερασπίστηκαν οι Τούρκοι μέχρι το 1912. Ο Στρατηλάτης Γαζή ίδρυσε και οργάνωσε τα Γιαννιτσά οικοδομώντας λαμπρά δημόσια κτίρια. Ο εγγονός του όμως, ο Αχμέτ Μπέης Εβρενόσογλου ήταν αυτός που τα ανέδειξε σε σημαντικό πνευματικό κέντρο ορίζοντας τα χρόνια της διοίκησης του ως τη χρυσή εποχή των Γιαννιτσών. Οργάνωσε το Μπεζεστένι και έναν Μεντρεσέ, που για αιώνες υπήρξε η σημαντικότερη θρησκευτική σχολή της Μακεδονίας. Το σύστημα ύδρευσης που κατασκεύασε, επέτρεψε τη μεταφορά νερού από το Πάικο στα Γιαννιτσά διοχετεύοντας καθαρό νερό στις βρύσες και τις αυλές τους. Παράλληλα, υπηρέτησε δύο Σουλτάνους τον Μεχμέτ Φατίχ και τον Βαγιαζίτ Β’ πολεμώντας το 1462 στην κατάκτηση της Βλαχίας και το 1478 στην πολιορκία της Σκόδρας στην Αλβανία.
Σήμερα αυτά που διασώζονται και μαρτυρούν ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης είναι ο Πύργος του Ρολογιού, το Μαυσωλείο και τα λουτρά του Γαζή Αχμέτ Εβρενός, η οικία του Εμίν Μπέη, το Τζαμί του Σεΐχη Ιλαχή και τα λουτρά, το Τέμενος του Ισκεντέρ Μπέη και ο τουρμπές.
Μπαίνοντας στην πόλη των Γιαννιτσών, απέναντι από τα ΝΕΑ ΚΤΕΛ, βρίσκεται το τζαμί του Ισκεντέρ Μπέη, το «Μεγάλο Τζαμί». Η συνοικία της περιοχής έφερε το όνομα «συνοικία του Μεγάλου Τζαμιού». Το τέμενος χτίστηκε γύρω στο 1510-1511, από το δισέγγονο του Γαζή Εβρενός, τον Ισκεντέρ Μπέη. Είναι ένα εντυπωσιακό σε όγκο και μέγεθος κτίριο, που σήμερα δυστυχώς έχει αφεθεί στην φθορά του χρόνου. Υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά καιρούς γίνονται προσπάθειες για την αποκατάστασή του, κάτι που ίσως σύντομα δούμε να συμβαίνει.
Το 1667 με 1668 κατέπεσε ο τρούλος του, ο οποίος επισκευάστηκε το 1670 με 1671 από τον Σουλεϊμάν Μπέη. Είναι πολύ πιθανόν στη θέση του να προϋπήρχε τζαμί που έχτισε ο ίδιος ο Γαζή Εβρενός και το οποίο ο απόγονος του αποφάσισε να ανακατασκευάσει. Ο κτήτορας του πέθανε λίγα χρόνια αργότερα στις 26 Φεβρουαρίου του 1519 στο Iskenderiye της Αλβανίας, μεταφέρθηκε όμως στα Γιαννιτσά όπου και θάφτηκε. Το τέμενος του Ισκεντέρ Μπέη εντυπωσίαζε όλους, μουσουλμάνους και χριστιανούς με τον όγκο και τη μεγαλοπρέπεια του. Άλλωστε ο μιναρές του, ορατός από μακριά γινόταν για τον επισκέπτη το σήμα ότι πλησίαζε τη Yenidje Vardar. Ήταν σε σχήμα Τ, πραγματικά λίγο παράδοξο για τζαμί. Η πρώτη κεραία, στεγάζονταν με δύο ημιθόλια, δημιουργώντας έναν ενιαίο χώρο.
Το τέμενος του Ισκεντέρ Μπέη είναι ένα από τα επιβλητικότερα οθωμανικά μνημεία που διατηρήθηκαν στα Γιαννιτσά. Πρόκειται για ένα τεραστίων διαστάσεων τρουλαίο τζαμί, κάτοψης σχήματος Τ, που συνίσταται σε μία τετράγωνη ευρύχωρη αίθουσα, στεγασμένη αρχικά με τρούλο, πιθανότατα τον κύριο χώρο της προσευχής και σε έναν ακόμα ευρύ τριμερή χώρο με τονισμένο τον εγκάρσιο άξονα που στεγάζεται στο κέντρο με τρούλο και στα πλάγια με τεταρτοσφαίρια. Στα δυτικά, στη γωνία που δημιουργεί η συμβολή των δύο χώρων βρισκόταν ο μιναρές, ο οποίος μας είναι γνωστός από φωτογραφίες των αρχών του 20ου αι. Σήμερα σώζεται η βάση του, η οποία μόλις διακρίνεται από την οδό Εγνατία. Το κτήριο σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση, έχουν καταπέσει οι τρούλοι, ενώ έχει υποστεί ισχυρές καταπονήσεις εξαιτίας των νεότερων προσθηκών που δέχτηκε κατά τη μετατροπή του σε εκκοκκιστήριο βάμβακος.
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν δεν υφίσταται πια ο πρωταρχικός ρόλος για τον οποίο κατασκευάστηκε. Ακολουθεί την πορεία των περισσοτέρων οθωμανικών μνημείων, που τον πρώτο καιρό μετά την απελευθέρωση των πόλεων και την αποχώρηση των μουσουλμάνων για την Τουρκία, όπου βρίσκονται απαξιώνονται και καταστρέφονται, είτε ολοσχερώς είτε κάποια μέρη αυτών. Πολιτικά αίτια κοινωνικές προκαταλήψεις επιβάλλουν την εξαφάνιση των πολιτιστικών καταλοίπων της ιστορικής αυτής περιόδου.
Σταδιακά, απομακρύνονται και άλλα στοιχεία άμεσης αναγνώρισης του κτίσματος, όπως η κτητορική επιγραφή που υπήρχε πάνω από την κεντρική είσοδο και από το εσωτερικό αφαιρείται όλος ο κινητός εξοπλισμός, απομακρύνονται πλειονότητα των διακοσμητικών στοιχείων και επιχρίονται οι τοιχογραφίες με αραβουργήματα. Από τις φωτογραφίες που δημοσιεύονται στο ιστορικό λεύκωμα Γιαννιτσών αντλούνται κάποιες πληροφορίες, όχι μόνο για την κατάσταση του τζαμιού αλλά και της περιοχής που βρίσκεται.
Από τον Δημήτρη Καπαγιάρογλου
Ολα τα θρησκευτικά κτίρια των βρωμερών αυτών κατακτητών επρεπε να κατεδαφιστούν μετά την απελευθέρωση.