Ομιλία από το βήμα της Ολομέλειας της Βουλής όπου συζητήθηκε σήμερα το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης
για «τις σχέσεις γονέων και τέκνων», απηύθυνε η βουλευτής Πέλλας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ, Θεοδώρα Τζάκρη.
Κατά την τοποθέτησή της η βουλευτής εξέφρασε την αντίθεσή της στο νομοσχέδιο σημειώνοντας πως «η κυβέρνηση επιχειρεί να οδηγήσει τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, την οικογένεια, σε μία θεσμική οπισθοδρόμηση γυρίζοντάς μας πίσω σε μοντέλα πατριαρχικών, συντηρητικών και εν τέλει τοξικών οικογενειών.
Όπως είπε η κ. Τζάκρη, το νομοσχέδιο ήρθε προς ψήφιση παρά τις αντιδράσεις σύσσωμης της επιστημονικής κοινότητας, της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής συμπεριλαμβανομένης, της ακαδημαϊκής κοινότητας, εξειδικευμένων επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και παρά τις αντιδράσεις των στελεχών του ίδιου του Κυβερνώντος κόμματος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα μίας συγκεκριμένης οικονομικής ελίτ.
Συνεχίζοντας την ομιλία της, η βουλευτής σχολίασε πως το νομοσχέδιο δημιουργεί γονείς δύο ταχυτήτων με ποσοτικοποιημένα κριτήρια. Τον γονέα του 1/3 του χρόνου του παιδιού, ο οποίος έχει μόνο δικαιώματα (δικαίωμα να ενημερώνεται καθημερινά για τις αποφάσεις επιμέλειας του έτερου γονέα, δικαίωμα να περιορίσει τον χρόνο που περνάει με το παιδί του σε μικρότερο ποσοστό, δικαίωμα στο «τεκμήριο αθωότητάς του» ακόμα και για περιπτώσεις καταγγελιών ενδο-οικογενειακής βίας κ.λπ.) και τον γονέα των 2/3 που είναι ο γονέας που έχει μόνο υποχρεώσεις, όπως την υποχρέωση για συνεχή λογοδοσία, την υποχρέωση να μην αποξενωθεί τον τέκνο του με κανέναν από τους συγγενείς της άλλης γραμμής, την υποχρέωση να ανεχτεί έναν κακοποιητικό γονέα ή σύντροφο έως την έκδοση οριστικής απόφασης, δηλαδή πρακτικά για μια 7ετία έως ότου συζητηθεί μία ανάλογη υπόθεση στα ελληνικά ποινικά ακροατήρια», τονίζοντας πως είναι προφανές ότι στην ελληνική κοινωνία, όπου η έμφυλη βία εκφράζεται κυρίως ως βία κατά των γυναικών, ένα τέτοιο νομοσχέδιο υπονομεύει την ασφάλεια τους και κατά συνέπεια την ασφάλεια της ίδιας της ελληνικής οικογένειας.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κύριες και Κύριοι βουλευτές,
Σήμερα, εν ψυχρώ και πλήρη συνειδήσει, η Κυβέρνηση, με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για «τις σχέσεις γονέων και τέκνων», επιχειρεί να οδηγήσει τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας, την οικογένεια, σε μία θεσμική οπισθοδρόμηση. Η πολιτική απόφαση είναι ήδη ειλημμένη Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι, παρά τις αντιδράσεις σύσσωμης της επιστημονικής κοινόητητας, της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής συμπεριλαμβανομένης, της ακαδημαϊκής κοινότητας, εξειδικευμένων επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και παρά τις αντιδράσεις των στελεχών του ίδιου του Κυβερνώντος κόμματος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα μίας συγκεκριμένης οικονομικής ελίτ.
Η Κυβέρνηση εξυπηρετώντας με φωτογραφικές διατάξεις αυτά τα συμφέροντα, φέρνει προς ψήφιση ένα τελικά ταξικό νομοσχέδιο που μας γυρίζει αιώνες πίσω σε πατριαρχικές, συντηρητικές και εν τέλει τοξικές οικογένειες. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης φαίνεται πως έχει γίνει αποδέκτης κινημάτων υπέρ των ανδρών που θεωρούν ότι οι γυναίκες και το φεμινιστικό κίνημα έχουν κατοχυρώσει πολύ περισσότερα δικαιώματα από όσα θα έπρεπε. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι δεν επέτρεψε σε πλήθος φεμινιστικών οργανώσεων και επιστημονικών φορέων να διατυπώσουν γνώμη κατά την ακρόαση των φορέων, καθόσον διαφωνούσαν με την φιλοσοφία του νομοσχεδίου.
Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν υπάρχουν σύζυγοι-πατέρες με δικαιολογημένα παράπονα απέναντι στις πρώην συζύγους της σε σχέση με την παρουσία τους στην ανατροφή του παιδιού τους. Απλά το νομοσχέδιο τα χρησιμοποιεί αυτό ως πρόφαση για σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση. Χαρακτηριστικό είναι το επιχείρημα ότι οι γυναίκες μητέρες παίρνουν την επιμέλεια σε πολύ υψηλό ποσοστό, χωρίς να αναφέρεται όμως ότι σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι σύζυγοι –πατέρες δεν διεκδικούν την επιμέλεια στα δικαστήρια, παρά μόνο την επικοινωνία με τα παιδιά τους!
Με επικοινωνιακή προπαγάνδα -όπως άλλωστε αρέσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της- έχει δημιουργήσει μία μεταπραγματικότητα όπου η ελληνική κοινωνία φέρεται να έχει «αγκαλιάσει» την εν λόγω μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου! Πρόκειται προφανώς για ψέματα.
Έντονη ανησυχία έχει ξεσπάσει επειδή το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αφαιρεί τον «παιδοκεντρικό» χαρακτήρα του οικογενειακού μας δικαίου, φέρνοντας προς ψήφιση ένα «γονεοκεντρικό» νομοσχέδιο και μάλιστα του οικονομικά ισχυρού γονέα στον οποίο δίνει δικαίωμα βέτο και οιωνοί δικαστικών αξιώσεων σε γονικές αποφάσεις επιμέλειας, απειλώντας, με τον τρόπο αυτό, με οικονομική εξόντωση τον οικονομικά αδύναμο γονέα αλλά και την ίδια τη συνοχή της οικογένειας.
Το παιδί δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα, όπως παγίως και διεθνώς έχει αναγνωριστεί, αλλά ως «αντικείμενο» ρύθμισης, αλλά ως ένας παθητικός αποδέκτης των γονεικών σχέσεων και επιδιώξεων. Η οπισθοδρομική αυτή θεώρηση του παιδιού ως «η συνέχεια της πατρικής οικογένειας», που η γνώμη του θα συνεκτιμάται από το Δικαστήριο μόνο αν κριθεί ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής του άλλου γονέα, έχει προκαλέσει όχι μόνο αντιδράσεις σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε ευρωπαϊκό. Ήδη 81 οργανώσεις από την Ελλάδα και την Ευρώπη απέστειλαν επιστολή προς τον Πρωθυπουργό για την απόσυρσή του, επισημαίνοντας την αντίθεσή του:
– Με την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης την οποία η χώρα μας έχει κυρώσει (Ν. 4531/2018)
– Με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/ΕΕ για τα Δικαιώματα των Θυμάτων (Ν. 4478/2017)
– Με την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Ν.2101/1992).
Κινδυνεύουμε λοιπόν για ένα Κυβερνητικό ρουσφέτι να καταδικαστούμε από τα ευρωπαϊκά Δικαστήρια!
Η οριζόντια, υποχρεωτική και εξίσου συνεπιμέλεια και ισόχρονη εναλλαγή κατοικίας, που εκ πλαγίου εισχωρεί στο νομοσχέδιο, δε μπορεί να θεωρείται ότι ωφελεί το παιδί ανεξαρτήτως συνθηκών, ανεξαρτήτως ηλικίας, είτε είναι νήπιο, είτε παιδί σχολικής ηλικίας, είτε έφηβος. Με έναν άκριτο βερμπαλισμό επιχειρείται η καθοδήγηση της δικαστικής κρίσης από κάθε περίπτωση χωριστά σε μία οριζόντια ρύθμιση για ΟΛΑ τα παιδιά με το επιχείρημα του ψευδοσυνδρόμου της «γονεϊκής αποξένωσης». Φτάνει μάλιστα στο σημείο να απειλεί τον γονέα που έχει την επιμέλεια, να του την αφαιρέσει σε περίπτωση που δεν φροντίζει το τέκνο του να έχει επαφές με τους συγγενείς του έτερου γονέα. Και πέραν του ότι δεν προσδιορίζει ποιοι είναι αυτοί οι συγγενείς που ο έχων την επιμέλεια γονέας οφείλει να επιβάλει κατ’ ουσίαν στο τέκνο του να έχει σχέσεις (είναι οι παππούδες ; Οι θείοι; Τα ξαδέρφια της πατρικής γραμμής;) δεν εξετάζει καν εάν ο έτερος γονέας έχει οδηγήσει με την συμπεριφορά του το τέκνο του σε αυτή την αποξένωση! Οι παιδοψυχολόγοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι μία τέτοια πρακτική είναι ικανή να δημιουργήσει αγχώδεις διαταραχές σε εφήβους, οι οποίοι από φόβο μη βλάψουν τον άλλο γονέα θα ανεχτούν συναναστροφές που δεν επιθυμούν να έχουν.
Το νομοσχέδιο δημιουργεί επίσης γονείς δύο ταχυτήτων με ποσοτικοποιημένα κριτήρια. Τον γονέα του 1/3 του χρόνου του παιδιού, ο οποίος έχει μόνο δικαιώματα (δικαίωμα να ενημερώνεται καθημερινά για τις αποφάσεις επιμέλειας του έτερου γονέα, δικαίωμα να περιορίσει τον χρόνο που περνάει με το παιδί του σε μικρότερο ποσοστό, δικαίωμα στο «τεκμήριο αθωότητάς του» ακόμα και για περιπτώσεις καταγγελιών ενδο-οικογενειακής βίας κ.λπ.) και τον γονέα των 2/3 που είναι ο γονέας που έχει μόνο υποχρεώσεις, όπως την υποχρέωση για συνεχή λογοδοσία, την υποχρέωση να μην αποξενωθεί τον τέκνο του με κανέναν από τους συγγενείς της άλλης γραμμής, την υποχρέωση να ανεχτεί έναν κακοποιητικό γονέα ή σύντροφο έως την έκδοση οριστικής απόφασης, δηλαδή πρακτικά για μια 7ετία έως ότου συζητηθεί μία ανάλογη υπόθεση στα ελληνικά ποινικά ακροατήρια. Είναι προφανές ότι στην ελληνική κοινωνία, όπου η έμφυλη βία εκφράζεται κυρίως ως βία κατά των γυναικών, ένα τέτοιο νομοσχέδιο υπονομεύει την ασφάλεια τους και κατά συνέπεια την ασφάλεια της ίδιας της ελληνικής οικογένειας.
Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο επιβαρύνει τις γυναίκες δυσανάλογα και οικονομικά. Αυτό συντελείται επιπρόσθετα και με την υποχρεωτική προσφυγή σε διαμεσολάβηση, η οποία ενισχύει θεσμικά και πάλι τον οικονομικά ισχυρό γονέα. Σε μία κοινωνία με σημαντικές οικονομικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών και σε μία χώρα χωρίς οικογενειακά δικαστήρια, χωρίς κράτος πρόνοιας και στήριξη των οικογενειών και δη των μονογονεϊκών, μία τέτοια αντιμετώπιση είναι αναμφίβολα κατακριτέα.
Ταυτόχρονα δεδομένου ότι τα περιστατικά κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας, θύματα των οποίων στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν γυναίκες και παιδιά υποκαταγγέλονται, λίγα φτάνουν στο ακροατήριο και ακόμη λιγότερα καταδικάζονται, το νομοσχέδιο αυτό θωρακίζει θεσμικά τους ισχυρούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ είναι αναμφίβολα υπέρ της συνεπιμέλειας και για τον λόγο αυτό άλλωστε, στη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας ανέλαβε σχετική νομοθετική πρωτοβουλία. Αναμφίβολα, το εν ισχύ επί 40 χρόνια οικογενειακό μας δίκαιο απαιτεί μία αναμόρφωση και έναν περαιτέρω εκσυγχρονισμό για να αγκαλιάσει και τις νέες μη παραδοσιακές μορφές οικογένειας και να αγκαλιάσει τις μονογονεϊκές οικογένειες. Το πόρισμα της Επιτροπής ΤΕΝΤΕ, που συλλήβδην «εξαφάνισε» η Κυβέρνηση, θα μπορούσε να αποτελέσει μία βάση προς τη σωστή κατεύθυνση νομοθέτησης. Ωστόσο η Κυβέρνηση επιλέγει την οπισθοδρόμηση ως πολιτική θεώρηση και φιλοσοφική στάση και προσεγγίζει συντηρητικά και πατριαρχικά την ελληνική οικογένεια».