Μια ιστορία. Μια παλιά ιστορία. Δεν είναι δική μου, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Μου την διηγήθηκε ο φίλος μου Κώστας Αβραμίδης που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγκαθιά Ημαθίας και σήμερα ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Εκεί, στην Θεσσαλονίκη λοιπόν πριν 30 περίπου χρόνια γεννήθηκε ο γιος του ο Γιαννάκης. Χαμός με το μικρό στο διαμέρισμα του Κώστα, χαμός στην πολυκατοικία, χαμός και στην γειτονιά στους Αμπελόκηπους – ήταν και όμορφο μωρό το άτιμο – ο μεγάλος χαμός γινόταν όμως όταν ο Γιαννάκης εμφανιζόταν στην Αγκαθιά. Τι θείες, τι ξαδέρφια, τι αδερφές, τι γειτόνισσες, όλοι πάνω στο μωρό, να το παίξουν, να το φιλήσουν, να το ταχταρίσουν αλλά κυρίως… να το ταίσουν. Πίτες, πισία, ωτία…πανικός. Ο Κώστας τρελάθηκε – θα μου κάνουν το παιδί 200 κιλά. Το συζήτησε μια φορά, μάλωσε την επόμενη, έβρισε την μεθεπόμενη ώσπου επιτέλους τους το έκοψε. Το έκοψε σε όλους εκτός από τον παππού τον Γιάννη. Εκεί δεν μπορούσε εύκολα να μαλώσει. Υπήρχε ο σεβασμός αλλά και τα χέρια του παππού που ακόμη ήταν από σίδερο.
Η κατάσταση όμως άρχισε να ξεφεύγει – μέχρι και τέσσερα παγωτά τη μέρα – ώσπου ο Κώστας: – Άκου πατέρα δεν είναι δουλειά αυτή, η θα σταματήσουν τα παγωτά η το παιδί δεν το ξαναφέρνω στο χωριό. Τρελάθηκε ο παππούς, έβρισε ξαναέβρισε μα όταν κατάλαβε ότι ο γιος του είναι το ίδιο κατακέφαλος όπως κι αυτός του είπε κάτσε να σου πω μια ιστορία. Και του είπε αυτήν που του είπε ο δικός του πατέρας.
Όταν ήρθαν… από κει. Τότε. Χωρίς τίποτα. Ούτε φαγητό, ούτε λεφτά ούτε εισιτήρια για όλους. Γι αυτό ήταν στο τρένο μέσα σε σακί σαν αποσκευή. Γι αυτό η μάνα το άνοιγε κάθε τόσο. Για να αναπνέει. Γι αυτό μετά που πεινούσαν στον Πειραιά φύγανε και πήγαν στα χωριά της Βέροιας. Γι αυτό τον πήρε αγκαλιά ο πατέρας του κι άρχισε να χτυπάει άγνωστες πόρτες. Κι όταν πίσω από μια άγνωστη πόρτα ακούστηκε – ΠΟΙΟΣ; Γι αυτό έκλαιγε ο πατέρας. Γιατί δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ποιος είμαι εγώ. Που δεν έχω σπίτι, που δεν έχω παπούτσια, που δεν έχω να ταίσω το παιδί μου… ο ΚΑΝΕΝΑΣ είμαι. Γι αυτό και μετά όταν βγήκε κάποιος και μας έδωσε ένα καλαμπόκι ο πατέρας μου το έδωσε να το φάω όλο εγώ. Γιατί αυτός έκλαιγε και δεν μπορούσε. -Έχεις δει τον πατέρα σου να κλαίει; Και τώρα έρχεσαι και μου λες δεν θα δίνω παγωτό στο παιδί; Άστραψε και βρόντηξε ο παππούς. – Οτι θέλει ρε θα του δίνω. Κι αν δεν το δω το άλλο Σάββατο, θα πάρω το λεωφορείο και θα έρθω στους Αμπελόκηπους να σου σπάσω το κεφάλι με το μπαστούνι.
Μια παλιά ιστορία. Πολύ παλιά. Προ παγκοσμιοποίησης. Πριν ο Δίας ασχοληθεί με Spa Resort. Τότε που ήταν Ξένιος. Τότε που οι άνθρωποι της φυλής μου έλεγαν ”να φάζω το μωρόν” και οχι ” να φεύνε απ αδά”.
Βασιλειάδης Δημήτρης.
Μια παλιά ιστορία για την προσφυγιά από τον Δημήτρη Βασιλειάδη