Ομιλία Αντιπεριφερειάρχη Πέλλας, Ιορδάνη Τζαμτζή για την 28η Οκτωβρίου
Μια μέρα σαν αυτή, πριν από 82 χρόνια, οι Έλληνες ξυπνούσαν από τα ουρλιαχτά των σειρήνων του πολέμου.
Στις 3 η ώρα το πρωί της 28ης Οκτώβρη του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα ξύπνησε τον Ιωάννη Μεταξά και του επέδωσε τελεσίγραφο.
Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιτρέψει στους Ιταλούς να εγκατασταθούν στρατιωτικά στη χώρα μας, διαφορετικά το λόγο θα είχαν τα όπλα.
Ο Μεταξάς, εκφράζοντας τη βούληση της ελληνικής ψυχής, βροντοφώναξε ΟΧΙ στην υποταγή.
Αυτή η μεγάλη μέρα έμελλε να μείνει στην αθανασία, γιατί άνοιγε μια καινούρια σελίδα δόξας και μεγαλείου στην ελληνική Ιστορία. Γιατί υπήρξε το προανάκρουσμα επικών γεγονότων και απαράμιλλου ηρωισμού.
Ο πόλεμος, είχε αρχίσει. Οι επίστρατοι με το τραγούδι στο στόμα αναχωρούσαν για το μέτωπο. Η Ευρώπη κρατούσε την ανάσα της. Πώς θα μπορούσε η μικρή Ελλάδα να συγκρατήσει τις πολυπληθείς ιταλικές μεραρχίες, εξοπλισμένες με την πλέον σύγχρονη πολεμική τεχνολογία;
Οι ορδές των ιταλικών στρατευμάτων έριξαν βαριά τη σκιά τους πάνω στον ήλιο της ελευθερίας της Ελλάδας. Και τότε οι Έλληνες έδειξαν στην ανθρωπότητα, ότι ο εχθρός ήταν τελικά μικρότερος απ’ τη σκιά του. Ενωμένη η Ελλάδα βροντοφώναξε το ηρωικό ΟΧΙ, εκείνες τις μέρες του ΄40, όταν μια ολόκληρη Ευρώπη είχε ήδη υποδουλωθεί.
Οι Έλληνες, ταγμένοι από τη μοίρα τους για τα μεγάλα και τα δύσκολα, όρθωσαν το ανάστημά τους στις δυνάμεις του άξονα, έχοντας μοναδική πυξίδα τους, την πανάρχαια παρακαταθήκη των ιερών αγώνων του Έθνους. Η μέρα αυτή αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο, όχι μόνο στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αλλά και στην εξέλιξη της παγκόσμιας Ιστορίας.
Χωρίς υπερβολή, εκεί στα δύσβατα ηπειρωτικά βουνά, δεν διακυβεύτηκε μόνο η ελευθερία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, αλλά και η τύχη και το μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας.
«Εάν δεν υπήρχε η ανδρεία των Ελλήνων και η γενναιοψυχία τους, η έκβαση του Πολέμου θα ήταν ακαθόριστη», ξεκαθάριζε ο Τσόρτσιλ σε ομιλία του στο Αγγλικό κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 1941. “Λυπάμαι διότι γηράσκω και δεν θα ζήσω επί μακρόν, δια να ευγνωμονώ τον Ελληνικό Λαό, τού οποίου η αντίσταση έκρινε τον πόλεμο” είπε ο
Ιωσήφ Στάλιν, σε ομιλία του μετά τη νίκη του Στάλινγκραντ, το 1943.
Πάνω στα βουνά της Ηπείρου, στο αφόρητο κρύο, την πείνα και τις κακουχίες, οι Έλληνες στρατιώτες, πολεμούσαν σαν λιοντάρια.
Μέσα σε δύο εβδομάδες κατάφεραν, δίνοντας λυσσώδεις μάχες στην Πίνδο, να αποκρούσουν την ιταλική εισβολή και να εισχωρήσουν στο ιταλοκρατούμενο αλβανικό έδαφος. Η ιαχή «ΑΕΡΑ» αντιλαλούσε στα χιονισμένα βουνά και τις απόκρημνες χαράδρες. Μια ιαχή βγαλμένη από τα πνευμόνια των ηρώων μας και για πολλούς από αυτούς, η τελευταία τους πνοή, η τελευταία τους λέξη…
Η μία μετά την άλλη, οι πόλεις και τα χωριά περνούσαν σε χέρια ελληνικά : Κορυτσά, Πόγραδετς, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο και, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, η Χειμάρα. Σοκαρισμένος ο Μουσολίνι απέδωσε την ιταλική ήττα, στο υψηλό ηθικό των ελληνικών δυνάμεων.
Αλήθεια, τι ήταν αυτό που μετέτρεψε μια χούφτα φιλήσυχους Έλληνες, σε θεριά ανήμερα, που καταντρόπιασαν τα 8 εκατομμύρια λόγχες του φασίστα Μουσολίνι;
Συμπολίτισσες , συμπολίτες, Στην ψυχή και του τελευταίου Έλληνα στρατιώτη, φώλιαζαν τα ιδανικά του έθνους, η πίστη στο Θεό, η αγάπη στην πατρίδα, η προσήλωση στην οικογένεια.
Την παραφροσύνη της Ιταλίας και της Γερμανίας, ο λαός μας τα είδε ως ύβρη ασυγχώρητη.
Γι αυτό ρίχθηκε, χωρίς δισταγμό, στην απόλυτη και θεοφώτιστη θυσία, αποδεικνύοντας πως η ψυχή του Έλληνα γίνεται παντοδύναμη, όταν απειλούνται τα ιερά και τα όσιά του.
Η δοκιμαζόμενη Πατρίδα, είχε γερό αντιστήριγμα: Την Πίστη στον Τριαδικό Θεό και την εμπιστοσύνη στην Παναγία, την «σκέπουσαν ημάς και συμμαχούσαν αοράτως». Η Υπέρμαχος Στρατηγός, ήταν η Αγία Σκέπη των αγωνιστών της ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Απλώνοντας την ιερή της εσθήτα, προστάτεψε και ενθάρρυνε τους πολεμιστές, αποδίδοντας για μια ακόμη φορά τα «νικητήρια».
Οι Έλληνες, βάδισαν στα χνάρια διαπρύσιων ηρώων, όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες και ο Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα.
Εμπνεύστηκαν από φλογερούς ηγήτορες, όπως ο Διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, Συνταγματάρχης Δαβάκης, ο οποίος απευθυνόμενος προς τους αξιωματικούς του έλεγε: «Μη σας τρομάζη η τυχόν υλική υπεροχή του αντιπάλου. Το υλικόν αξίζει όσον και οι άνδρες που το χειρίζονται. Με το ανώτερον ηθικόν μας, με το δίκαιον του αγώνος μας, με τη δύναμιν του Θεού, θα εξέλθωμεν νικηφόροι της δοκιμασίας. Η πίστις μετακινεί όρη: φαντασθήτε τι κάμνει όταν πρόκειται να ωρισθή αντιμέτωπος των Ιταλών».
Με πίστη λοιπόν και πείσμα! Προέταξαν την αδάμαστη ψυχή τους, ξόδεψαν τα νιάτα και τη ζωή τους!
Και νίκησαν! Κανείς δεν το πίστευε!
Δίδαξαν σε όλο τον κόσμο ότι ελευθερία και Έλληνες είναι έννοιες ταυτόσημες!
Οι ξένοι παρακολουθούσαν άναυδοι, τη μία μετά την άλλη , τις νίκες του ελληνικού στρατού.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, σε λόγο που εκφώνησε από το BBC, τις πρώτες ημέρες του ελληνοιταλικού πολέμου, είπε εντυπωσιασμένος “Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε: Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.”
Και να σκεφθεί κανείς, ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τους στρατούς τεσσάρων χωρών ταυτόχρονα, Ιταλίας, Αλβανίας, Γερμανίας, και Βουλγαρίας.
Παρόλα αυτά αντιστάθηκε ασύγκριτα πιο σθεναρά από οποιαδήποτε άλλη χώρα της τότε εμπόλεμης Ευρώπης.
Οι Έλληνες κράτησαν 219 ημέρες αντίστασης, με δεύτερους τους Νορβηγούς, που αντιστάθηκαν 61 ημέρες.
Η υπερδύναμη της εποχής, Γαλλία άντεξε μόλις 43 ημέρες, ενώ αρκετές χώρες παραδόθηκαν αμαχητί.
Το τίμημα για την Ελλάδα ήταν ακριβό. Οι νεκροί και αγνοούμενοι στα βουνά της Αλβανίας, έφθασαν στο σύνολο, τους 14.000, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 50.000.
«Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σ’ άγνωστες πέτρες άλλος άφησε εκεί πάνου ένα πόδι, ένα χέρι
άλλος άφησε ένα κομμάτι απ’ την ψυχή του καθένας κι έναν ή πιότερους νεκρούς», περιγράφει δραματικά ο Γιάννης Ρίτσος.
Οι Έλληνες έγραψαν κυριολεκτικά με το αίμα τους το Έπος του ’40. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί όλου του κόσμου διαλαλούσαν τη δόξα της Ελλάδας. Ο κόσμος αναθάρρησε κι άρχισε να ελπίζει.
Κι ήταν η μικρή Ελλάδα αυτή που μετέδωσε σ’ όλους τους αγωνιζόμενους λαούς, το θάρρος και την ελπίδα.
Απέναντι στην ιταλική υπεροπλία, οι Έλληνες φαντάροι αντέταξαν τον ενθουσιασμό και την πίστη τους. Κατέκτησαν απάτητες βουνοκορφές, με μόνο εφόδιό τους ένα ζευγάρι τρύπιες αρβύλες και ελαφρύ ιματισμό. Και από την άλλη οι Ιταλοί , εξοπλισμένοι με ειδικά παπούτσια αλπινισμού και πέδιλα του σκι για να μην βουλιάζουν στο χιόνι. Τα παρατούσαν εδώ και εκεί, καθώς οπισθοχωρούσαν άτακτα, για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Και οι Έλληνες τα μάζευαν ως λάφυρα και τα περιεργάζονταν, γιατί δεν είχαν ξαναδεί τέτοια περίεργα παπούτσια με καρφιά, για να μην γλιστρούν στα απόκρημνα βράχια.
Μέσα σε 7 μήνες κατόρθωσαν να απωθήσουν και να καθηλώσουν τον εχθρό, βαθιά στην Αλβανία, φέρνοντας σε απόγνωση το Μουσολίνι, ο οποίος αρχικά κόμπαζε πως θα έκανε στρατιωτικό περίπατο λίγων ημερών.
Οι συνεχείς εκκλήσεις του προς τον σύμμαχό του, Χίτλερ, για άμεση εμπλοκή του στον πόλεμο, έφεραν αποτέλεσμα.
Στις 06 Απριλίου του 1941 η Γερμανία, πριν ακόμη ξημερώσει, κτυπούσε με 1200 αεροπλάνα τον ελληνικό στρατό, που ήδη έδειχνε σημεία κόπωσης και σε μερικές μέρες αναγκάστηκε σε υποχώρηση.
Τότε άρχισαν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής.
Στην Ελλάδα έμελλε τώρα να πορευθεί έναν νέο Γολγοθά. Η χώρα μοιράστηκε ανάμεσα στους Γερμανούς, στους Βουλγάρους και τους Ιταλούς.
Στις 27 Απριλίου του 1941 οι Ναζί εισέβαλλαν στην Αθήνα. Ένας νεαρός εύζωνας, ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, φρουρός της Ελληνικής Σημαίας, πάνω στον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, διατάχθηκε από τους Ναζί να υποστείλει την ελληνική σημαία, να τους την παραδώσει για να υψωθεί η Σβάστικα.
Ο Κουκίδης, υπέστειλε τη Γαλανόλευκη, τυλίχτηκε σ’ αυτήν και ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο «ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη» όπως περιγράφει στα απομνημονεύματά του, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Τέτοιοι άνδρες πήραν στα χέρια τους την τύχη της πατρίδας μας!
Αδούλωτοι, αλύγιστοι, φλογεροί πατριώτες! Ανώνυμοι ή επώνυμοι ήρωες! Δαφνοστεφανωμένοι ή αγνοημένοι από τα επίσημα βιβλία της ιστορίας.
Θαμμένοι σε ομαδικούς τάφους ή άταφοι, σκορπισμένοι στα αλβανικά βουνά. Ιεροί εθνομάρτυρες όλοι τους, αιώνιοι φύλακες της πατρίδας και αξιόπιστοι εγγυητές της συνέχειας του έθνους μας.
Για σχεδόν τέσσερα χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν απάνθρωπα. Οι Γερμανοί δέσμευσαν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. Τον τρομερό χειμώνα του 1941-42 ο λεγόμενος Μεγάλος Λιμός σκότωσε περίπου 400.000 άτομα, ενώ άλλες 200.000 αφανίσθηκαν στα μέτωπα, τα αντίποινα και την αντίσταση.
Στη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής η Ελλάδα έχασε το 10% του πληθυσμού της.
Πολύ σύντομα, οι Έλληνες ξαναβρήκαν τη δύναμη να επαναστατήσουν και να πολεμήσουν εναντίον του εισβολέα.
Η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια και το θάρρος, κατέκλυσαν και πάλι τις καρδιές των ανθρώπων.
Έτσι άρχισε η ηρωική αντίσταση και άνοιξε ένα νέο επικό κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας μας.
Κυρίες και κύριοι
Οι ένδοξοι νεκροί μας δικαιούνται να γνωρίζουν πως η φωνή τους έφτασε στα αυτιά μας, πως δεν έδωσαν το αίμα τους άδικα.
Είναι χρέος μας να απαντήσουμε! Οι καταστροφές που προκλήθηκαν στις δημόσιες υποδομές και σε ιδιωτικές περιουσίες, τα υποχρεωτικά έξοδα κατοχής και το εκβιαστικό κατοχικό δάνειο, αποτελούν εγκλήματα πολέμου, για τα οποία η Γερμανία ουσιαστικά δεν πλήρωσε ποτέ!
Μακριά από κάθε λογική ρεβανσισμού και αντεκδίκησης, φυλάμε στη συλλογική μας μνήμη όλες τις θηριωδίες, σε βάρος των Ελλήνων και της χώρας μας.
Δεν θα πάψουμε να διεκδικούμε τις αποζημιώσεις που αντιστοιχούν στο κατοχικό δάνειο, τους θανάτους και τις καταστροφές. Με σεβασμό στην ιστορική μνήμη και τη δικαιοσύνη, διαμηνύουμε προς όλους ότι δεν ξεχνάμε και δεν θα πάψουμε ποτέ να απαιτούμε την έμπρακτη «συγγνώμη» από αυτούς που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Η 28η Οκτωβρίου 1940 δεν είναι για μας τους Έλληνες μια απλή ιστορική επέτειος. Είναι σφραγίδα στα κύτταρα και την καρδιά μας. Είναι αφορμή να ξυπνήσουμε τη μνήμη, να διεγείρουμε το συναίσθημα! Να φυλλομετρήσουμε τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας, με πύρινη ψυχή και αισθήματα βαθιάς ευγνωμοσύνης. Να μετρηθούμε και πάλι, όπως τότε οι πατεράδες και οι παππούδες μας, ακολουθώντας τους στίχους του Κωστή Παλαμά «Η ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗ ΣΤΑ ΕΘΝΗ ΔΕΝ ΜΕΤΡΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΣΤΡΕΜΜΑ. ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΤΟ ΠΥΡΩΜΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ».
Κι επειδή « οι καιροί ου μενετοί», να δώσουμε μια υπόσχεση.
Ότι θα μεταφέρουμε εκείνο το μεγάλο ΟΧΙ στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο μας, θα το μετουσιώσουμε σε βίωμα και τρόπο ζωής και θα το βροντοφωνάζουμε κάθε φορά που απειλείται η Δημοκρατία και η αξιοπρέπεια της πατρίδας μας.
Θα περάσουμε από το «εγώ» στο «εμείς» και θα φέρουμε και πάλι την άνοιξη πάνω απ’ τη χώρα μας.
Το ηρωικό έπος του ’40 είναι αδιαφιλονίκητα ο φάρος εκείνος, που φωτίζει τον δρόμο της ιστορικής μοίρας του Γένους των Ελλήνων.
Κυρίες και κύριοι
Η σημερινή επέτειος ανήκει στα μεγάλα εκείνα γεγονότα, που νικούν τον χρόνο και γίνονται φωτεινοί οδοδείκτες στον δρόμο της ιστορικής μας μοίρας.
Ανήκει σ’ εκείνους που πολέμησαν με αυταπάρνηση.
Σε όσους χάθηκαν γιατί έταξαν τον εαυτό τους στην πατρίδα.
Σε όσους όρισαν στη ζωή τους «να φυλάνε θερμοπύλες».
Είναι όλοι παππούδες μας, πατεράδες μας, ήρωες του Έθνους και της καρδιάς μας.
Οι αθάνατοι, που έφυγαν από το πρόσκαιρο παρόν και μπήκαν στον ανέσπερο κόσμο της δόξας.
Έζησαν τη θύελλα του πολέμου και κέρδισαν μια θέση στην ιστορία.
Πρόσφεραν στην υποταγμένη τότε Ευρώπη ”ολίγο φως και μακρινό, σε μέγα σκότος κι έρμο”.
Η νικηφόρα ιαχή τους «ΑΕΡΑ» πλανάται αέναα εδώ και 82 χρόνια πάνω στον ελληνικό ουρανό και πνίγει κάθε παραφωνία που προσβάλλει την ιερή τους παρακαταθήκη.
Με το γενναίο ΟΧΙ που αντέταξαν στον σιδηρόφραχτο επιβουλέα, κέρδισαν τον σεβασμό όλων των κρατών. Φίλων και εχθρών.
Εμείς, προσκυνούμε ευλαβικά όλους αυτούς που θυσίασαν τα νιάτα και τη ζωή τους για τη γλυκιά πατρίδα.
Σ’ αυτούς που πολέμησαν με παράφορη γενναιότητα, άοπλοι και νηστικοί και επέστρεψαν, σακατεμένοι στο σώμα και την ψυχή τους. Υποκλινόμαστε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη μπροστά σ’ αυτούς που όρμησαν σαν λιοντάρια στη φωτιά, με μόνα τους όπλα την ευχή της μάνας και την Αγία Σκέπη της Παναγιάς. Τιμή και δόξα στον ανώνυμο στρατιώτη του πολυβολείου της Πίνδου, στις ατρόμητες Ηπειρώτισσες γυναίκες, στις εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες, αλλά και στα αθώα θύματα, στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής,
Τιμή και δόξα, στους γενναίους μαχητές της εθνικής αντίστασης, στους απλούς αγωνιστές που δε λογάριασαν ποτέ τον εαυτό τους ήρωα…! Αθάνατοι!
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940. Χρόνια πολλά στην Ελλάδα μας, χρόνια πολλά στις Ελληνίδες και τους Έλληνες.
One comment
Pingback: Ομιλία Αντιπεριφερειάρχη Πέλλας, Ιορδάνη Τζαμτζή για την 28η Οκτωβρίου - Μακεδονία