Η θεία ενός ακόμη θύματος, της Κλαούντια Λάτα, ζει στον δήμο Πέλλας,
και σήμερα στη μεγαλειώδη και ανεπανάληπτη για την πόλη συγκέντρωση, συγκίνησε με τα λόγια της για το κορίτσι αυτό που είχε τόσα όνειρα… όπως όλα αυτά τα νέα παιδιά που έφυγαν, γιατί κάποιοι ήταν ανίκανοι… γιατί τα δολοφόνησαν… μεταξύ άλλων, είπε: “Μας ρώτησε κανείς τι ψηφίζουμε ή μέσα στο τρένο ήταν μόνο κάποιοι που δεν στηρίζουν τη ΝΔ και υπάρχουν άνθρωποι που καπηλεύονται τον πόνο μας; … Η Κλαούντια είχε περάσει στη Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής και έδωσε ξανά εξετάσεις… επέστρεψε στο δημόσιο 14.000 ευρώ αποζημίωση για να περάσει στη δεύτερη σχολή… η φωνή της ακούγεται στο βίντεο… δε χάθηκε μόνο το οξυγόνο, χάθηκαν παραγωγικά παιδιά, μας τους κλέψανε, για όλους αυτούς δεν μπορεί να αλλάξει κάτι… για όλους αυτούς και όλους εμάς που βιώνουμε αυτόν τον πόνο… ντρέπομαι που γλίτωσε το δικό μου το παιδί… Έλληνες, ψηλά το κεφάλι, για όλους μας”.
Μία συγκλονιστική εξομολόγηση έκανε και η μητέρα της Κλαούντια Λάτα στο Happy Day, δύο χρόνια μετά τον θάνατό της στην τραγωδία στα Τέμπη.
«Πέρασαν δύο χρόνια από τον θάνατο της κόρης μου, μου λείπουν τα πάντα, η μυρωδιά της, το χαμόγελό της και η αγκαλιά της. Και κανένας φυλακή… και ο ίδιος ο σταθμάρχης είναι μέσα στο σπίτι κι αυτή την ώρα πίνει καφέ, βλέποντας τηλεόραση» ανέφερε η Άλμα Λάτα.
«Σε αυτή την ιστορία, τα παιδιά μας τα δολοφονούν κάθε μέρα. Κανείς δεν είναι μέσα στη φυλακή. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που έχει παγώσει η ψυχή μου. Το σώμα μου είναι άδειο, έχω γεμίσει μέσα μου με οργή, δεν ήμουν έτσι εγώ. Δεν άκουσα καμία συγγνώμη» πρόσθεσε.
Σε άλλο σημείο η μητέρα της αδικοχαμένης Κλαούντια Λάτα συμπλήρωσε: «Περνάμε έναν Γολγοθά με το δυστύχημα των Τεμπών. Σκέφτομαι την ξανθούλα γιατρίνα μου. Κάθε μέρα που περνά, πληγωνόμαστε παραπάνω. Τρέχαμε εκείνη τη μέρα να δούμε τι γίνεται στα νοσοκομεία, έρχονταν τραυματίες. Ούρλιαζαν, πολύ χτυπημένοι. Προσπαθούσαμε να μάθουμε τι έχει γίνει. Ήρθαν ψυγεία την επόμενη ημέρα με μαύρες σακούλες κι εκεί μέσα ήταν τα κόκκαλα των παιδιών μας. Δεν ήξερα πού να πάω. Ένας αξιωματικός μάς είπε ότι “κάποιοι από εσάς θα πάρουν ένα μικρό κομμάτι και κάποιοι άλλοι τίποτα”».