Τι συνάντησε εθελοντής πνευμονολόγος στο νοσοκομείο Γιαννιτσών
Στα Γιαννιτσά βρίσκεται από την περασμένη Παρασκευή ο γιατρός Βύρων Μαρδάγιας, που εργάζεται στην κλινική Mediterraneo της Γλυφάδας, μαζί με τη διευθύντρια ΜΕΘ της ίδιας κλινικής Μαρία Πετράκη.
«Μην αποκαλείτε εμάς ήρωες. Εμείς ήρθαμε να βοηθήσουμε και θα ξαναφύγουμε. Ήρωες είναι οι άξιοι συνάδελφοι που βρίσκονται εδώ και δίνουν καθημερινά τη μάχη επί μήνες, κάτω από συνθήκες που δεν τις χωρά ανθρώπινος νους».
Με τη φράση αυτή, ο πνευμονολόγος Βύρων Μαρδάγιας περιγράφει στο iatronet.gr την έως τώρα εμπειρία του από την κλινική Covid του νοσοκομείου Γιαννιτσών Πέλλας, όπου προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του εδώ και έξι μέρες. Ο κ. Μαρδάγιας, που εργάζεται στην κλινική Mediterraneo της Γλυφάδας, βρίσκεται στα Γιαννιτσά από την περασμένη Παρασκευή μαζί με τη διευθύντρια ΜΕΘ της ίδιας κλινικής Μαρία Πετράκη. Είναι δύο από τους γιατρούς δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Υπουργείου Υγείας να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της ασφυκτικής πίεσης που προκαλεί το επιδημικό κύμα στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας. Αργά το βράδυ της Τετάρτης, έχοντας ολοκληρώσει μια από τις πιο κοπιαστικές βάρδιες της ζωής του, μίλησε στο iatronet.gr για την εμπειρία του, την οποία χαρακτήρισε «ό,τι δυσκολότερο αλλά και ό,τι πιο σημαντικό» έχει κάνει μέχρι σήμερα.
«Είμαι μάχιμος γιατρός. Έχω αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις στην πορεία μου μέχρι σήμερα, στο Σωτηρία, στην Κέρκυρα, στους Παξούς, όπου έκανα το αγροτικό μου, στο Ερρίκος Ντυνάν και εκεί που εργάζομαι σήμερα. Αυτό που είδα εδώ δεν περιγράφεται», είπε και πρόσθεσε: «Δεκάδες άνθρωποι στα κρεβάτια περιμένουν από σένα να τους βοηθήσεις. Τους δίνεις ένα ποτήρι νερό και σε βλέπουν σαν Θεό. Εισπράττεις ευχές να ζήσεις χίλια χρόνια», λέει.
Ο 53χρονος γιατρός, που κατάγεται από τη Βόρεια Ήπειρο, δεν το σκέφτηκε στιγμή, όπως λέει, όταν η διοίκηση της κλινικής τον ρώτησε αν θα ήθελε να συμμετάσχει στην ομάδα ιδιωτών γιατρών που θα μεταβούν στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, στο πλαίσιο του αιτήματος συνδρομής από το Υπουργείο Υγείας. «Δέχτηκα από την αρχή με χαρά και ανυπομονησία», υπογραμμίζει. Το βράδυ της Πέμπτης του τηλεφώνησαν από το υπουργείο και του είπαν πως έχει επιλεχθεί για το νοσοκομείο Γιαννιτσών. «Δεν ήξερα ούτε καν πού είναι η πόλη. Άνοιξα τον χάρτη και τη βρήκα», θυμάται. Το επόμενο πρωί ξεκίνησε για τα Γιαννιτσά, έχοντας ως ευχή και φυλαχτό τη φράση του 10χρονου γιου του, Παντελή. «Δεν ήθελα να φύγεις, αλλά θέλω να γυρίσεις νικητής».
Μέχρι τότε δεν είχε αντιμετωπίσει ξανά περιστατικό Covid, με εξαίρεση τις τηλεφωνικές οδηγίες που έδινε στους συγγενείς του στην Αλβανία. «Πέρασαν κορωνοϊό όλοι οι δικοί μου. Η μητέρα μου, ο αδελφός, η αδελφή, η νύφη μου, άλλοι συγγενείς και φίλοι. Όλους τους παρακολουθούσα και τους έδινα οδηγίες από το τηλέφωνο. Τα φάρμακα που θα παίρνουν, τις δοσολογίες, τα μέτρα προστασίας. Ευτυχώς έγιναν καλά χωρίς να χρειαστεί να νοσηλευτούν», σημειώνει.
Στα Γιαννιτσά, όπου έφτασε μαζί με την κα Πετράκη, τους υποδέχτηκαν με θέρμη διοίκηση και συνάδελφοι και έπιασαν δουλειά την επόμενη μέρα. Η κα Πετράκη στη ΜΕΘ, ο κ. Μαρδάγιας στον τρίτο όροφο του νοσοκομείου, που έχει μετατραπεί σε μια ενιαία κλινική Covid.
«Όταν πήγαμε, νοσηλεύονταν πάνω από 90 άνθρωποι στην κλινική Covid. Το νοσοκομείο είναι καλά οργανωμένο, δεν λείπει κάτι σε εξοπλισμό ή σε μέσα ατομικής προστασίας και οι συνάδελφοι είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι. Όμως σε τέτοιες συνθήκες χρειάζονται επιπλέον ανθρώπους να βοηθήσουν. Δεν μπορείς να καθίσεις ούτε λεπτό. Ξεκινάμε την επίσκεψη και αυτή διαρκεί 7 ολόκληρες ώρες! Κάτι αδιανόητο. Φιάλες, παροχές, φάρμακα, ρυθμίσεις συσκευών, κάθε δευτερόλεπτο χρειάζεται κάτι», αναφέρει και προσθέτει: «Εγώ έχω εμπειρία στις συσκευές μη επεμβατικού αερισμού, που είναι κρίσιμες για την παροχή οξυγόνου και την αποφυγή διασωλήνωσης. Εκεί παρείχα βοήθεια, αναλαμβάνοντας τα 7-8 βαριά περιστατικά και δίνοντας χρόνο στους συναδέλφους να ασχοληθούν με τους άλλους αρρώστους. Η εξαιρετική συνάδελφος πνευμονολόγος του νοσοκομείου Μαρία Αντωνιάδου μού είπε χθες πως επιτέλους τις δύο τελευταίες μέρες μπόρεσε να ξεκουραστεί έστω και λίγο». Την Τρίτη και την Τετάρτη ο γιατρός υποχρεώθηκε να διασωληνώσει έναν άνδρα και μια γυναίκα, 70 και 75 ετών, αντίστοιχα. «Ο πρώτος στην αρχή είχε βελτίωση, αλλά επιδεινώθηκε ξαφνικά και χρειάστηκε να τον διασωληνώσουμε. Ελπίζω και οι δύο να τα πάνε καλύτερα».
Με βάση την αρχική πρόβλεψη για παραμονή πέντε ημερών, οι δύο γιατροί επρόκειτο να επιστρέψουν στην Αθήνα χθες, Τετάρτη. Με δική τους πρωτοβουλία ζήτησαν την παράταση της παραμονής τους μέχρι το Σάββατο. «Οι ανάγκες είναι ακόμη αυξημένες, αλλά δυστυχώς πρέπει να επιστρέψουμε. Ευτυχώς φεύγουμε σε μια φάση που η πίεση μειώνεται. Σήμερα νοσηλεύονται περίπου 60 ασθενείς, από 90 όταν φτάσαμε. Αν χρειαστεί, θα επιστρέψουμε με την ίδια διάθεση προσφοράς», τονίζει ο κ. Μαρδάγιας και συμπληρώνει: «Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει, αλλά μου γεμίζει την ψυχή. Επιστρέφω στο ξενοδοχείο εξαντλημένος αλλά γεμάτος, γιατί έχω δώσει ένα χέρι σε τόσους ανθρώπους που χρειάζονται βοήθεια. Αυτή είναι η αποστολή του γιατρού. Αλλά επαναλαμβάνω, ήρωες δεν είμαστε εμείς. Είναι αυτοί που βρίσκονται εδώ και σώζουν ζωές κάθε μέρα. Εμείς θα αφήσουμε μόνο ένα αποτύπωμα βοήθειας».