Sunday, 22 December, 2024

Άγια Θεοφάνεια: Η βάπτιση του Ιησού και η σημασία του μεγάλου αγιασμού

Τα Αγία Θεοφάνεια είναι μία από τις αρχαιότερες εορτές της εκκλησίας μας η οποία θεσπίσθηκε το 2ο αιώνα μ.Χ. και αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Ιησού Χριστού

Η ιστορία της βάπτισης έχει ως εξής: Μετά από θεία εντολή ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκατέλειψε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό όπου κήρυττε και βάπτιζε. Εκεί παρουσιάσθηκε κάποια ημέρα ο Ιησούς και ζήτησε να βαπτισθεί. Ο Ιωάννης, αν και το Άγιο Πνεύμα τον είχε πληροφορήσει ποιος ήταν εκείνος που του ζητούσε να βαπτισθεί, στην αρχή αρνείται να τον βαπτίσει ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς όμως του εξήγησε ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και τον έπεισε να τον βαπτίσει. Και τότε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θεατών διαδραματίσθηκε μία μοναδική και μεγαλειώδης σκηνή, όταν με την μορφή ενός περιστεριού κατήλθε το Άγιο Πνεύμα και κάθισε επάνω στο βαπτιζόμενο Ιησού, ενώ συγχρόνως ακούσθηκε από τον ουρανό η φωνή του Θεού η οποία έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» («Αυτός είναι ο αγαπημένος μου Υιός, αυτός είναι ο εκλεκτός μου»).
Από τότε και το Βάπτισμα των χριστιανών, δεν είναι «εν ύδατι», όπως το βάπτισμα «μετανοίας» του Ιωάννη, αλλά «εν Πνεύματι Αγίω». Ο Κύριος με το να βαπτιστεί αγίασε το νερό, το έκανε νερό αγιασμού και συμφιλίωσης με το Θεό. Έτσι η Βάπτιση του Κυρίου άνοιξε τη θύρα του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Με την καθαρτική χάρη του αγίου Βαπτίσματος ο παλαιός αμαρτωλός άνθρωπος ανακαινίζεται και με την τήρηση των θείων εντολών γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
saint

Ο Μεγάλος αγιασμός
Γύρω ἀπό τή χρήση τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ἐπικρατεῖ στίς ἡμέρες μας μιά σύγχυση. Ἄλλοι λένε, πώς μποροῦμε νά τόν πίνουμε καθημερινά, (ὅπως καί τόν Μικρό Ἁγιασμό) καί ἄλλοι λένε «ὄχι, ἀλλά χρειάζεται προηγουμένως νηστεία».
Πῶς καί ποῦ θά βροῦμε τήν σωστή ἀπάντηση; Κοιτώντας πρός τά πίσω· πρός τήν Παράδοση. Τί ὑπῆρχε ἐν ἰσχύϊ στήν Ἐκκλησία μας. Ἔτσι «περπατᾶμε» Ὀρθόδοξα.
Ἀνέκαθεν οἱ χριστιανοί ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων ἔπαιρναν Μεγάλο Ἁγιασμό στά σπίτια τους, ράντιζαν τά ὑπάρχοντά τους, καί τόν κρατοῦσαν (στά σπίτια τους) σάν «εὐλογία», «εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν»… μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (P. G. 49, 366). Μεγάλος Ἁγιασμός γινόταν καί τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων «ἀποκλειστικώς καί μόνον νά ὑδρευθῶσιν οἱ πιστοί»,(Παν. Τρεμπέλας, Μικρόν Εὐχολόγιον, τ, Β΄σελ.17).
Καί ἀπό ὅτι φαίνεται, ἔπιναν (Μεγάλο Ἁγιασμό) καί τήν παραμονή ἑσπέρας, ἐφόσον μέχρι τότε παρέμειναν νηστικοί, γιά νά κοινωνήσουν κατά τήν ἑσπερινή Θ. Λειτουργία. Ὅμως σύν τῷ χρόνῳ ὁ Μ. Ἁγιασμός ἀπό παραμονή ἑσπέρας, «μεταφέρθηκε» παραμονή πρωί. Καί τό ἐρώτημα εἶναι, ἄν καί στήν περίπτωση αὐτή, ἔπιναν Μ. Ἁγιασμό, χωρίς δηλαδή νά ἔχει προηγηθεῖ νηστεία. Δέν ἔχουμε ἐπ’ αὐτοῦ σαφεῖς καί ξεκάθαρες μαρτυρίες.
Ὑποστηρίζεται, πώς ἡ νηστεία παραμονῆς τῶν Φώτων, εἶναι γιά τή γιορτή (τῶν Φώτων) καί ὄχι γιά τή μετάληψη τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Ὅμως: Παραμονή τῶν Φώτων γινόταν ἑσπερινή Θ. Λειτουργία, ὁπότε νήστευαν, ὄχι γιά τή γιορτή τῶν Φώτων, ἀλλά γιά τήν ἑσπερινή Θ. Λειτουργία. Παρόλο ὅμως πού ἡ ἑσπερινή Λειτουργία τῆς παραμονῆς ἔγινε πρωϊνή, (τῆς παραμονῆς), ἡ νηστεία, (πού τηρεῖτο γιά τήν ἑσπερινή Λειτουργία), διατηρήθηκε.
Γιατί; Γιά τή γιορτή τῶν Θεοφανείων;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει, πώς ἡ νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς δέν θεσπίσθηκε πρός «τιμήν τοῦ Πάσχα», ἀλλά ἐπειδή τό Πάσχα θά κοινωνοῦσαν οἱ πιστοί. «Παλιά οἱ χριστιανοί προσέρχονταν στά Μυστήρια χωρίς τήν προετοιμασία, καί μάλιστα στήν ἐποχή πού τά παρέδωσε ὁ Κύριος. Βλέποντες, λοιπόν, οἱ Πατέρες τή ζημία πού προερχόταν ἀπό αὐτό, καθιέρωσαν τίς σαράντα ἡμέρες νηστείας τοῦ Πάσχα». (Κατά Ἰουδαίων, Γ΄, P.G. 48,867)Γιά τόν ἴδιο λοιπόν λόγο καθιερώθηκαν καί οἱ νηστεῖες τῶν Χριστουγέννων, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κ.λ.π. Μέ βάση λοιπόν τήν «θέση» αὐτή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων, δέν εἶναι γιά τή γιορτή τῶν Φώτων, ἀλλά (ὅπως θά δοῦμε) γιά τήν μετάληψη τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
Εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε 15 μέρες νηστεία γιά τή γιορτή τῆς Παναγίας, 40 γιά τά Χριστούγεννα (καί κατά τόν ἀείμνηστο κ.Ἰω. Φουντούλη, παλιά νήστευαν ἀκόμα μιά ἑβδομάδα ἐν ὄψει τῶν ἑορτῶν τοῦ «ἁγίου Δημητρίου», τοῦ «Σταυροῦ», τῶν «Ταξιαρχῶν» κ.ἄ.,), καί γιά τή μεγάλη Δεσποτική γιορτή τῶν Θεοφανείων νά ἔχουμε μόνο μία ἡμέρα;
Τό ἐπιχείρημα, ὅτι μεσολαβεῖ ἡ δωδεκαήμερη κατάλυση εἰς πάντα, καί δέν ἦταν δυνατό ἡ νηστεία γιά τά Θεοφάνεια νά γίνει παραπάνω ἀπό μία ἡμέρα, δέν εὐσταθεῖ. Παλαιότερα ἡ κατάλυση εἰς πάντα ἔκλεινε στήν ἀπόδοση τῶν Χριστουγέννων, 31 Δεκεμβρίου, «καί γάρ ὡς αὐτήν τήν ἡμέραν (τῶν Χριστουγέννων) καί ἑτέρας ἕξ διαλύομεν» (Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, P.G. 99, 1697).
Ἀκόμα: Παλαιότερα, (μέχρι τόν 12ον αἰώνα) ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἦταν μιά ἑβδομάδα. ( Γ. Ράλλη-Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα…, τ. Δ΄σελ. 488, ΝΕ’ Ἀπόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμῶνος). Ὁπότε δέν ἦταν δύσκολο μέ τό κλείσιμο τῆς γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων (31 Δεκεμβρίου), νά καθιερωθεῖ μιά λ.χ. πενθήμερη νηστεία γιά τή γιορτή τῶν Θεοφανείων.
Ὄχι μόνο δέν ἔγινε, ἀλλά ὅταν αὐξήθηκαν οἱ μέρες τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων, (ἀπό ἑπτά ἔγιναν σαράντα) αὐξήθηκαν καί οἱ ἡμέρες τῆς καταλύσεως, ἀπό ἑπτά μέρες ἔγιναν δώδεκα. Ἡ νηστεία δηλαδή τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων δέν καταλύθηκε οὔτε ἀπό τήν «ἐπιδρομή» τῆς δωδεκαημέρου καταλύσεως! Γιατί;
Ὅλα τά «στοιχεῖα» δείχνουν πώς ἡ μονοήμερη αὐτή νηστεία παρέμεινε γιά τή μετάληψη τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ. Ἀνήμερα τῆς γιορτῆς «κρατοῦσαν» Μεγάλο Ἁγιασμό στά σπίτια τους «εἰς ἐνιαυτόν ὁλόκληρον φυλάττουσιν», μᾶς εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (P. G. 49, 366). Δέν μᾶς εἶπε, πώς ἔπιναν καθημερινά, (γιατί χρειαζόταν νηστεία), ἀλλά τόν κρατοῦσαν σάν εὐλογία στά σπίτια τους.
Εἶχαν ἄλλωστε τότε τέτοια «ψύχωση» μέ τή νηστεία, ὥστε ἔνιωθαν ντροπή (!) νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, γιά νά ἀκούσουν κήρυγμα, (Μ. Τεσσαρακοστή ἀπόγευμα), ἐπειδή καί μόνο ἔτυχε νά καταλύσουν λίγο τή νηστεία! ( Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁμιλ. 9& 10 εἰς Ἀδριάντας). Πόσο μᾶλλον νά πιοῦν Μεγάλο Ἁγιασμό!
Καί αὐτό ἴσχυε μέχρι τελευταῖα στήν πατρίδα μας. «Τό ὕδωρ τοῦτο (τῶν Θεοφανείων) ἐχρησιμοποίουν ὡς καί ἡμεῖς σήμερον», σημειώνει ὁ καθηγητής Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδης, (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἔκδοση Δ΄, σελ. 117). Μέ τό «σήμερον» δέν ἐννοεῖ τό δικό μας «σήμερα», 2011, (πού ἄλλαξαν πράγματα καί καταστάσεις…), ἀλλά τήν ἐποχή, τή δεκαετία τοῦ 1940, πού ὁ καθηγητής συνέγραφε τό βιβλίο του.
Καί ἄν ρωτήσουμε τούς παλαιοτέρους, πού ἔζησαν στήν ἐποχή ἐκείνη, θά μᾶς εἰποῦν αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Κρατοῦσαν τόν ἁγιασμό σάν «εὐλογία» στό σπίτι τους, χωρίς νά πίνουν καί νά ραντίζουν, ἐκτός ἀπό τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων.
«Τήν παραμονή ὅλοι νήστευαν, γιά νά πιοῦν ἁγιασμό τό πρωί τῆς γιορτῆς», μᾶς πληροφορεῖ ἡ Μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου). (Τρεῖς αἰῶνες, μιά ζωή», ἐκδόσεις «Λιβάνη» σελ.64). Ἄν ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός ἦταν σέ καθημερινή χρήση (μετάληψη, ραντισμός, κ.λ.π.), δέν ὑπῆρχε λόγος νά προκύψει ἀργότερα (8ος μ.Χ. αἰ.), ὁ Μικρός Ἁγιασμός.
του Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Μοιραστείτε με τους φίλους σας
Μοιράσου με τους φίλους σου