Μια εξοργιστική είδηση έκανε γνωστή ο Νικήτας Κακλαμάνης, σύμφωνα με την οποία το ελεγκτικό συνέδριο ζητάει να επιστραφούν τα χρήματα
που έπαιρνε ως επίδομα ο βοσκός των Ιμίων, για να βάζει βενζίνη στη βάρκα του και να μετακινείται!
Σύμφωνα με το grtimes.gr, την ιστορία «καθημερινής τρέλας» αφηγήθηκε σήμερα, απευθυνόμενος στην Ολομέλεια της Βουλής, ο Α’ αντιπρόεδρος του σώματος, Νικήτας Κακλαμάνης, με αφορμή την απώλεια του βοσκού χτες, στα 94 του χρόνια, ζητώντας από τον υπουργό Εσωτερικών Σ. Πέτσα να τακτοποιήσει το θέμα.
«Διάβασα σήμερα το πρωτοσέλιδο την εφημερίδα “ΕΣΤΙΑ” ότι απεβίωσε ο βοσκός των Ιμίων. Η Βουλή τού λέει το τελευταίο αντίο. Ακούστε όμως τι άλλο διάβασα. Του εδίδετο ένα επίδομα από τον δήμο της Καλύμνου για τη βενζίνη που έβαζε στη βάρκα του για να πάει απέναντι. Και έρχεται το Ελεγκτικό Συνέδριο και βγάζει απόφαση ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και ζητάει από τους κληρονόμους του και από τον Δήμο Καλύμνου να επιστρέψουν τα λεφτά. Θέλω να πιστεύω ότι ο κ. Πέτσας θα μας ακούσει και αμέσως θα τακτοποιήσει το θέμα. Για το Ελεγκτικό Συνέδριο, παρότι σέβομαι τους θεσμούς, δεν θέλω να πω τη λέξη που ταιριάζει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κακλαμάνης.
Όπως αναφέρει το grtimes.gr, ο Αντώνης Βεζυρόπουλος που ήταν γνωστός ως ο «βοσκός των Ιμίων», πέθανε χθες τα ξημερώματα, στο νησί Ψέριμο, όπου κατά καιρούς διέμενε. Για περισσότερο από 20 χρόνια διατηρούσε περίπου 40 κατσίκια, πάνω στις δύο νησίδες τις οποίες επισκεπτόταν ανελλιπώς για όσο καιρό του επέτρεπε η ηλικία του.
Ο εκλιπών έχει γράψει ιστορία με την παρουσία του στα Ίμια και αποτελεί μια εμβληματική μορφή που έχει βάλει τη δική της σφραγίδα σχετικά με την ελληνικότητα των δύο νησίδων.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην εφημερίδα Έθνος της Κυριακής, ο Βεζυρόπουλος είχε μιλήσει για την ενασχόλησή του με τα ζωντανά του τα οποία είχε στα Ίμια. «Μετέφερα για πρώτη φορά τα ζώα μου στη νησίδα το 1984. Έπαιρνα τη βάρκα μου από την Κάλυμνο και πήγαινα εκεί για να τα φροντίζω. Παράλληλα, μπορούσα να ψαρεύω. Σταμάτησα για λίγο λόγω της κρίσης του 1996. Μετά, όμως συνέχισα. Πήγαινα τουλάχιστον δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Με βοηθούσαν πότε τα αγόρια μου και πότε η γυναίκα μου. Τότε έπαιρνα σύνταξη 700 ευρώ το μήνα. Με αυτήν έπρεπε να ζήσω. Μου έδιναν και ένα μικρό ποσό από το Δήμο και έτσι μπορούσα, έστω με δυσκολίες, να βόσκω τα πρόβατά μου», έλεγε.
Σε ηλικία 91 ετών, περιγράφοντας την τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή έλεγε: «Με θυμάμαι να ταξιδεύω με τη βάρκα μου για τη νησίδα και να έρχονται δίπλα μου μεγάλα τουρκικά σκάφη κάνοντας ελιγμούς. Σαν τώρα θυμάμαι τα άσπρα μεγάλα πλωτά τους. Δημιουργούσαν απόνερα με σκοπό να με βουλιάξουν. Η βάρκα μου ήταν πολύ μικρή σε σχέση με τα δικά τους σκάφη. Έδειχναν να μην τους ενδιαφέρει αν πέσω στη θάλασσα και πνιγώ από τα κύματα. Τους έδειχνα, όμως, από την πλευρά μου ότι είχα το σθένος να συνεχίσω. Έκανα σαν να μην υπάρχουν. Συνέχιζα να ταξιδεύω προς τον προορισμό μου. Μου είχε τύχει πολλές φορές να βρίσκομαι πάνω στη βραχονησίδα και να περνούν από πάνω μου αεροσκάφη και ελικόπτερα».