Η Ευδοκία Τσαγκλή κατάφερε να σωθεί από αυτή την τραγωδία, αλλά τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τις μνήμες που έζησε από την επίγεια κόλαση.
«Έκανα κάθε βδομάδα το ίδιο δρομολόγιο και τις ίδιες ώρες. 19:22. Κάθε βδομάδα από το 2019 ξεκίνησα να είμαι μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Θα ήθελα να μάθω πόσες ώρες έχω περάσει στα τρένα. Διχάζομαι εάν πρέπει να σταματήσω τα δρομολόγια. Λένε πώς εάν σε φοβίζει κάτι πρέπει να το κάνεις γρήγορα ξανά. Αλλά είναι αυτός ο διχασμός μέσα μου, αυτή η σύγκρουση, της ζωής και του θανάτου, της ελπίδας και του θανάτου. Και εγώ έχω αυτό το ερώτημα, θα το ξανακάνω; Για εμένα έχει απλωθεί και λίγο παρακάτω. Η μητέρα μου είναι επιστήμονας, οδηγάει ήρεμα, με χαμηλή ταχύτητα και πάντα με νευρίαζε που οδηγούσε αργά και πλέον της λέω “κόψε”. Τα σοβαρά τραύματα δεν τα βλέπεις. Από τη μία λέω σώθηκες και από την άλλη λέω πέθαιναν. Το κάταγμα δεν είναι σωματικό, είναι ψυχικό. Ο πόνος είναι πολύ λίγος και έχω σπάσει πολλά πράγματα πάνω μου.
Όταν συνέβη προφανώς ο κόσμος ούρλιαζε πολύ και δεν θα το ξεχάσω. Εγώ φώναζα όλα καλά θα πάνε, ηρεμία. Το έλεγα πιο πολύ στον εαυτό μου, δεν πίστεψα στιγμή ότι θα πεθάνω. Καθόμουν στη θέση 104 μαζί με 5 παιδιά και έναν γάτο. Ήταν μια κοπέλα που είχε τον γάτο και τον πήγαινε βόλτα για να μην κλαίει. Τον περπατούσε 2.5 ώρες πάνω κάτω και της λέω “Έλα κάτσε θα τον κάνω εγώ βόλτα”. Κάποια στιγμή σήκωσε τα αυτιά του πάνω και νιαούριζε πολύ και λέω “Μάλλον, Λου θες τη μαμά σου”. Πάω πίσω, καθόμαστε αλλά σύντομα έγινε αυτό.
Μαυρίζουν όλα και αρχίζει “ξύλο”. Κουλουριάζομαι. Ήμουν μια μπάλα που κοπανιόταν ανελέητα σε ένα μαύρο. Εάν υπάρχει κάτι σε κόλαση, είναι ό,τι πιο κοντά έχω φτάσει. Δεν ήταν βαγόνι πια αυτό που έχω εικόνα. Σήκωσα μέταλλα, σίδερα, είχε φωτιά από κάτω. Η πρώτη σκέψη ήταν “πρέπει να βγεις, θα καείς”. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω ότι είμαι αρτιμελής. Θυμάμαι την αγωνία ότι μετακινούσα σίδερα, βλέπω τον ουρανό και βλέπω και είμαι πάνω και κάτω είχε πέτρες. Μία κοπέλα ουρλιάζει και πέφτει κάτω και σπάει. Μία άλλη κοπέλα κρέμεται να πέσει και με παρακάλεσε να τη σηκώσω γιατί δεν θέλει να πεθάνει. Δεν θα ξεχάσω τα μάτια της.
Είχε φωτιά από κάτω, από πίσω και αριστερά. Εκείνη την ώρα σκέφτεσαι “Θα γίνει έκρηξη; Μήπως έχω δευτερόλεπτα; Κλάσματα δευτερολέπτου;”. Συγγνώμη, κάνω κάποια black out, έχω διαλείψεις. Μου έχουν πει ότι θα σταματήσει γιατί είναι σοκ του οργανισμού. Βλέπω μια μάζα με σίδερα στο πλάι και λέω ότι δεν θα πάω εκεί γιατί θα σκοτωθώ. Και θυμάμαι να φυσάει και να φέρνει φωτιά, πίσσα, σκόνη, ζέστη. Αφήνω τα χέρια μου και πέφτω κάτω. Πέταξα το μπουφάν για να κάνω πιο μαλακή την επιφάνεια. Σκέφτηκα να μην πέσω με τα πόδια γιατί μπορεί να γίνει κάτι και να μην μπορέσω να τρέξω», ανέφερε αρχικά.
Και συνέχισε: «Κατάλαβα ότι χτύπησα αλλά δεν πονάς εκείνη την ώρα. Μου θύμισε όπως όταν ρίχνεις νερό σε μυρμήγκια και φεύγουν σε διάφορες κατευθύνσεις. Έτσι και εμείς, δεν ξέραμε που να πάμε. Ήμουν η πρώτη που μπήκα στο ασθενοφόρο, η πρώτη που μπήκε στο νοσοκομείο. 1η Μαρτίου, της Αγίας Ευδοκίας και με παραλαμβάνει μια νοσηλεύτρια που την έλεγαν και εκείνη Ευδοκία. Πες μου εσύ για τύχη! Εγώ πιστεύω και για εμένα η ουσία είναι η πίστη. Οι άνθρωποι κάνουν σχέδια και ο Θεός γελάει λένε. Όσο πιο κοντά έχεις έρθει στον θάνατο, τόσο πιο κοντά έχεις έρθει και στη ζωή. Από τη μία λες γιατί έγινε αυτό και από την άλλη είμαι ζωντανός. Η πιο σκοτεινή στιγμή της νύχτας είναι πριν την αυγή. Σίγουρα έχουν σβηστεί πολλά κομμάτια του εαυτού μου και έχουν αναγεννηθεί άλλα. Μου άρεσαν τα πιο ακραία ντυσίματα, και είμαι σε μια ένταση θανάτου και ζωής. Αυτό το ντου γίνεται συνέχεια μέσα μου και πολύ γρήγορα. Τα χάνω. Με διχάζει και μέσα μου αυτό. Γιατί είναι και τα δύο ακραία, το σκέφτομαι πολύ βαθιά, πολύ φιλοσοφικά και μετά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα, απλά αισθάνομαι».
πηγή: okmag.gr