Την ευθύνη για την εμπρηστική επίθεση σε οικοδομή στην οδό Βελισσαρίου, όπου διαμένουν στρατιωτικοί στις 24 Φεβρουαρίου
ανέλαβε η αναρχική ομάδα «Πυρήνες Άμεσης Δράσης», όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση που αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η επίθεση έγινε ως ένδειξη αλληλεγγύης στον Δημήτρη Κουφοντίνα.
Από την έκρηξη είχαν προκληθεί φθορές στην είσοδο της οικοδομής, ενώ δεν κινδύνεψε κάποιος πολίτης.
«Στις 24/2 επιλέξαμε να επιτεθούμε τοποθετώντας εμπρηστικό μηχανισμό στις στρατιωτικές κατοικίες στην οδό Βελισσαρίου 2, ως μια κίνηση πύρινης αλληλεγγύης στον Δ.Κουφοντίνα, χτυπώντας έναν από τους πιο “δυνατούς” και σημαντικούς θεσμούς του εξουσιαστικού συμπλέγματος, τον στρατό», αναφέρουν μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση.
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Ένα χρόνο πρίν (και κάτι), ήρθαμε αντιμέτωποι/ες με μια νέα απειλή, τον ιό covid-19, και μέσα από αυτήν την συνθήκη που ταχύτατα επήλθε, για μια ακόμη φόρα δυο κόσμοι ήρθαν εκ’νέου, υπό πρωτόγνωρους όρους, σε ρήξη. Κράτος και κεφάλαιο αναγνώρισαν μέσα από τους μηχανισμούς τους, δύο θέσεις τις οποίες, επιβάλλονταν να παγιώσουν για την εξασφάλιση της επιβίωσης τους. Από την μια παρουσιάστηκε η αναγκαιότητα της προστασίας των βιομηχανικών-τεχνολογικών και καταναλωτικών πηγών κερδοφορίας. Από την άλλη η εδραίωση της κοινωνικής νηνεμίας και όπου είναι εφικτό την επιβολή νέων επιχειρησιακών πλάνων για την καταστολή της οποιασδήποτε κοινωνικοποιημένης τάσης προς εναντίωση σε αυτή, καθώς και την ψιλάφηση των οριών των μέσων υποταγής, παρακολούθησης και επιτήρησης για μια – ίσως και όχι και τόσο – μελλοντική ενεργοποίηση τους.
Παράλληλα, η κοινωνική βάση, καθώς και τα ριζοσπαστικά κομμάτια της, ήρθαν αντιμέτωποι με μια συγκηρία όπου τα πολλαπλά πληγέντα πεδία επίδρασης, δεν αρκούσαν δομημένοι αυτοματισμοί, για να επιστρέψουν σε μια σχετική προηγούμενη “ισορροπία” καθώς η ρητορική και η βιοπολιτική στρατηγική του καπιταλιστικού μηχανισμού ήταν αν όχι κατά έναν τρόπο νέα, τότε σίγουρα αναβαθμισμένη. Παρ’ όλα αυτά, κατά τόπους αντιστάσεις γεννήθηκαν καθ’όλη την διάρκεια αυτού του χρόνου, σε όλη την υφήλιο, όχι βέβαια αποκομμένες χωροχρονικά, αλλά ως φυσική συνέχεια αγώνων και επιλογών, συλλογικών και ατομικών που δίνονται από κοινωνικά, ταξικά και πολιτικά μορφώματα εδώ και καιρό.
Στην τοπική κλίμακα εντός της αποκαλούμενης Ελλάδας, φυσικά δεν υπήρξε κάποια εξαίρεση όσον αφορά τη γενικότερη στρατηγική από μεριάς κράτους και κεφαλαίου, πέραν από τις λογικές διαφοροποιήσεις, λόγω των διαφόρων κοινωνικών, ιστορικών και χωροταξικών συνθηκών. Κομμάτι αυτών των διαφοροποιήσεων, αποτέλεσε η στρατηγική επιλογή της σκληρής καταστολής και αντίστοιχα τον εφοδιασμό των κατασταλτικών μηχανισμών. Επιλογή διόλου τυχαία, αλλά βασισμένη κυρίως στην πρόσφατη ιστορία της εξέγερσης του 2008, αλλά και γενικά της ιστορικότητας των αντιστάσεων που δίνονται με συνέπεια από την μεταπολίτευση. Επιπλέον, η επιλογή της σκληρότητας της καταστολής και η αμείληκτη στάση της συγκεκριμένης κυβέρνησης, δεν αποτελεί μονάχα την συνέχιση στρατηγικών συμπόρευσης με τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και προσωπικό στοίχημα λόγω προεκλογικών υποσχέσεων και συνειδητοποίησης των συμβολισμών που διακατέχουν, και ειναι αναγκαίοι, ως προς τον λόγο της κυριαρχίας. Οι συμβολισμοί αυτοί ειναι διάχυτοι από το “αξίωμα” της παντοδυναμίας των κρατικών θεσμών, μέχρι την αξία των συναλλαγμάτων (κλπ.), και στην αντίπερα όχθη η θεώρηση πως στιγμές, σημεία ή και πρόσωπα του ανταγωνιστικού κινήματος, αποτελούν και αυτα μονάχα σύμβολα.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, αναμφίβολα αποτελεί ένα σύμβολο του ένοπλου αντικρατικού, αντικαπιταλιστικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος αλλά αποτελεί και τόσα πολλά άλλα τα οποία πάσης φύσης εξουσιαστής και κάθε λογής μικροαστός δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Αποτελεί την ζωντανή και νοητή σύνδεση εποχών αντίστασης και αγώνα. Αποτελεί όσο πιο κυριολεκτικά αυτό που η ιστορία καταδεικνύει ως έναν καίριο και συνεπή Επαναστάτη. Αποτελεί κομμάτι κάθε ζωντανού αγώνα ενάντια στην επέλαση της κυριαρχίας. Αποτελεί Σύντροφο μας ακόμα και αν τον γνωρίσαμε μονάχα από αφηγήσεις. Αποτελεί τόσα που δεν μπορούν οι λέξεις να καλύψουν και τόσα που ούτε εμείς μπορούμε να μιλήσουμε για αυτά αλλά ο/η κάθε επαναστάτης/τρια και αγωνιζόμενη/ος καλά γνωρίζει. Γι’ αυτό η απεργεία πείνας που επέλεξε να ξεκινήσει για την μεταγωγή του στον Κορυδαλλό αποτέλεσε τόσα πολλά άλλα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για νίκες και ήττες στο δικό μας στρατόπεδο, θα αφήσουμε την ιστορία να κρίνει για αυτές. Αλλά στο στρατόπεδο της εξουσίας μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για ήττες. Γιατί παρά την προσπάθεια να θάψουν την απεργεία μέσω των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης και παρά την κάθε άλλο παρά κρυφη επιθυμία της κυβέρνησης να δει το νεκρό του σώμα, το κίνημα αλληλεγγυής ήταν εκεί για να γελάσει με την αδυναμία των θεσμών και να χορέψει φλογερά κοροϊδεύοντάς τους. Γιατί κάθε φόρα που ένας εχθρός μας πιάνει στο στόμα του το όνομα του συντρόφου, μονάχα αποδεικνύει την γελοιότητα της υπόστασης του. Πόσο μικροί είναι όλοι τους. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως για αυτούς μπορεί να πρόκειται για προσωπική βεντέτα, αλλά για μας πεδίο μάχης για την αξιοπρέπεια και την ύπαρξή. Ο σύντροφος Δημήτρης Κουφοντίνας επέλεξε να λήξει την απεργεία πείνας πριν λίγες μέρες, αλλά ακόμα και έτσι τίποτα δεν τελείωσε. Αντίθετα αυτή η στιγμή μπορεί να θεωρηθεί ως μία αρχή. Η στιγμή, που σύμφωνα με το επαναστατικό καθήκον που διέπει τον καθένα και την καθεμία, θα επιλέξουμε την όξυνση της αντιπαράθεσης μας. Με βεβαιότητα και σεμνότητα μπορούμε να πούμε πως μέσα από την απεργεία αυτη, για μια ακομη φορά στην ιστορία των κοινωνικών αντιστάσεων, η όξυνση αυτή παρουσιάστηκε κατά έναν τρόπο. Ίσως η χρονική σχέση του αγώνα του Δημήτρη σε συνδυασμό με άλλους τωρινούς αγώνες και η συγκυρία να είναι η αιτία, αλλά λίγη σημασία έχει αυτο. Αυτή την στιγμή, καλούμαστε να αποδείξουμε συνέπεια και αφοβία για την συνέχιση των όσων πραγματώθηκαν. Ο σύντροφος αγώνιστής, έφτασε την απεργία ως το τέλος της, οχι με μια φαινομενική νίκη του αιτηματικό του αγώνα ή με τον θάνατο, αλλά με την κατάσταση που ήρθε κοινωνικά μέσα από καθαυτή την διαδικασία αγώνα. Για μία ακόμη φορά έβαλε το σώμα του στο πεδίο της μάχης, τωρα κρατώντας αυτό ως όπλο και εκπυρσοκρότησε.
Δεν ζητήσαμε ποτέ θυσίες παρά μόνον πεδία μάχης· και ο Δ.Κουφοντίνας μας έδωσε ένα ακόμα. Γιατί όταν οι άνθρωποί μας βάλλονται εμείς αναπνέουμε μέσα απ’τους καπνούς των φωτιών μας και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους συγκεκριμένους συντρόφους μας αλλά για κάθε στιγμή που κράτος κεφάλαιο και κάθε λογής δυνάστης επιλέγει να πατήσει πάνω στους ανθρώπους του δικού μας στρατοπέδου, πάνω στα υπόλοιπα ζώα, πάνω στον φυσικό κόσμο. Την στιγμή που αυτοί απλώνουν τα χέρια τους να αρπάξουν και να κάνουν βήμα να πατήσουν είμαστε εκεί για να τους τα κόβουμε από την ρίζα.
Έτσι, στις 24/2 επιλέξαμε να επιτεθούμε τοποθετώντας εμπρηστικό μηχανισμό στις στρατιωτικές κατοικίες στην οδό Βελισσαρίου 2, ως μια κίνηση πύρινης αλληλεγγύης στον Δ.Κουφοντίνα, χτυπώντας έναν απο τους πιο “δυνατούς” και σημαντικούς θεσμούς του εξουσιαστικού συμπλέγματος, τον στρατό. Ο συγκεκριμένος στόχος επιλέχθηκε όχι μόνο για τον ρόλο που διατελεί υπο “κανονικές” συνθήκες ως εργαλείο πραγμάτωσης των ιμπερεαλιστικών ορέξεων, ως σύμβολο κύρους και μοχλό πίεσης για την ικανοποίηση των εκάστοτε γεωπολιτικών συμφερόντων, ή ως μηχαή θανάτου τόσων μεταναστών στα σύνορα, αλλά και για τον ρόλο που έχει λάβει εντός της πανδημίας. Το πολεμικό κλίμα που χτίζεται μέσα από την χρήση στρατιώτικής ορολογίας απο μεριάς του κράτους έχει πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Η στρατιωτικοποίηση της κοινωνικής επιτήρησης, η παγίωση ενός πολέμου εσωτερικού του αστικού τοπίου, η αναφορά σε αόρατους εχθρούς, ορίζουν τέτοιες συνθήκες φόβου και αισθήματος κινδύνου στην κοινωνία και δίνουν την εικόνα ενός κράτους διασώστη σε μία κρίση που αφορά όλους, με πρόσχημα την πανδημία. Δηλαδή, μέσω μιας σχετικής αφαιρετικότητας περί του ορισμού του εχθρεύωντος προς την κοινωνία υποκειμένου καθώς και προτάσσοντας ως λύση έκτακτης ανάγκης την επιστράτευση των πιό σκληρών αλλά και υποτειθέμενα των πιο ειδικευμένων διαδικασιών του, το κράτος βρίσκει πρόσφορο εδάφος προς τον ολοκληρωτισμό μέσω του στρατιωτικού μηχανισμού. Όταν το ίδιο το κράτος επιλέξει ως εχθρό του στην υγειονομική -και καλά- μάχη στο σώμα της αγωνιζόμενης κοινωνίας, μέσα από όλο αυτό το αφήγημα, νομιμοποιεί ενδεχομένως έμμεσα και την χρήση στρατού ως ύστατο μέσο καταστολής. Ακόμα και όπως είδαμε σε μεμονομένες περιπτώσεις, τι κι αν είναι ο στρατός στους δρόμους για την επιβολή της τάξης, αφού βρισκόμαστε σε έκτακτη ανάγκη και συμβαίνει για την υγειονομική προστασία των πολιτών; Ακόμα και αν ο μιλιταρισμός, μέσα απο κινήσεις σαν και αυτές παλεύει να γίνει κανονικότητα, ακόμα και αν το κράτος θεωρεί οτι μέσα απ’ όλες αυτές του τις μεθοδεύσεις θα εδραιωθεί η αδράνεια, μέσα απο την αδράνεια και την παθητικότητα θα ξεχυθουν πιο επιθετικές απο ποτέ η αποφασιστικότητα και η ενεργητικότητα.
Είμαστε το αθέατο δηλητήριο στις γιορτές θανάτου που στήνετε.
“Εγώ θα σου πω: την κοινωνία τους αυτή τη βλέπω για λήστεμα, για σκότωμα, και όσο οι πληγές θα με κατατρώνε, τόσο περισσότερο η λύσσα μου θα γίνεται αγριότερη, σκληρότερη. Γιατί ποιος άνθρωπος μετά από έναν τέτοιο εξευτελισμό που θα του κάνουν θα θέλει να ζήσει ήσυχα; Ποιός; Τη στιγμή που όλες οι πληγές βογκούν και θεριεύουν και ζητάνε να με καταξεσκίσουν ολόκληρο όταν λίγο την κατασιγάσω και δεν ξεβράσω το ίδιο το μίσος που με γέμισαν καταπάνω τους.”
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΟΛΑ ΤΩΡΑ ΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΣΥΝΕΧΗΣ, ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑ
Πυρήνες Άμεσης Δράσης».