Η ανακριτική έρευνα για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο έχει ολοκληρωθεί και αναμένεται πλέον το δικαστικό βούλευμα για την παραπομπή σε δίκη των δύο δραστών.
Στην κατάθεση της μητέρας της 21χρονης Ελένης, η οποία κάνει λόγο για μία «καλοστημένη οργάνωση» στο νησί από «γονείς συγγενικά πρόσωπα, άτομα με διάφορα αξιώματα, ενδεχομένως και αιρετούς», οι οποίοι προσπαθούν να «κουκουλώσουν» εγκλήματα βιασμών, ενώ παράλληλα θεωρεί ότι οι γονείς των δολοφόνων του παιδιού της είναι «συνεργοί».
Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, ο 21χρόνος Ροδίτης από την εισαγωγή του στο κατάστημα κράτησης Γρεβενών έκανε λόγο μεταξύ άλλων για «ακουστικές ψευδαισθήσεις» και «παραληρητικές ιδέες αναφοράς», ενώ έγινε γνωστό ότι επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Οι γιατροί ωστόσο διαπιστώνουν πως «ύπνος, όρεξη για φαγητό και υγιεινή δεν καταδεικνύουν εμφανή διαταραχή.
Προσανατολισμένος σε χώρο, χρόνο και εαυτό, προσοχή και συγκέντρωση χωρίς εμφανή διαταραχή, καλοί μαθηματικοί συλλογισμοί, μνήμη χωρίς εμφανή διαταραχή με καλή μνημονική ανάκληση. Κριτική ικανότητα και αφαιρετική σκέψη χωρίς εμφανή διαταραχή.
Αναφέρει αυτοκτονικό ιδεασμό, ότι έχει κάνει προσπάθειες να προκαλέσει κακό στον εαυτό του με ασφυξία, με το να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και άλλα». Όμως σημειώνεται, «δεν φέρει μώλωπες στο κεφάλι, στους αγκώνες κ.ά. Φέρει δύο σημάδια για τα οποία αναφέρει ότι δαγκώνεται. Αναφέρει ευερεθιστικότπτα προς τρίτους στα πλαίσια των ψευδαισθήσεων, ότι βρίζει χωρίς να θέλει να προσβάλει τρίτους με πιθανή προσποίηση και υπερβολή συμπτωμάτων για να επιδείξει χειρότερη συμπτωματολογία. Κατά την τελευταία εξέταση (26 Μαρτίου 2019) συνέχιζε να αναφέρει ακουστικές ψευδαισθήσεις και παραληρητικές ιδέες. Συνεχίζει η πιθανή προσποίηση και υπερβολή συμπτωμάτων, όπου και αντιλαμβάνεται εύκολα εάν έχει πει κάτι που δεν ισχύει».
Ο 21χρονος Ροδίτης
Από τα αποτελέσματα των τεστ προσωπικότητας που αναλύθηκαν στην Α’ πανεπιστημιακή κλινική του Γενικού Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» στις 27 Μαρτίου 2019 προκύπτει «ένα μη ερμηνεύσιμο προφίλ, καθώς ο εξεταζόμενος έδωσε σκόπιμα τυχαίες απαντήσεις με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να αναλυθούν οι κλίμακες».
Επίσης διαπιστώνεται ότι «διατηρεί τον έλεγχο της πραγματικότητας χωρίς ψυχωτικές διεργασίες να μεσολαβούν… Συγκεκριμένα, ο εξεταζόμενος έχει μεγάλη δυσκολία να ελέγξει σαδιστικές επιθετικές παρορμήσεις και, ταυτόχρονα, αδυνατεί να νιώσει τα συναισθήματα, να έχει ενσυναίσθηση της συμπεριφοράς του και των συνεπειών της να ταυτιστεί με τους ανθρώπους και να ανταποκριθεί συναισθηματικά στο περιβάλλον. Διέπεται από συναισθηματικές διαταραχές, εχθρότητα, μνησικακία, περιφρόνηση και δεσποτισμό ή καταφεύγει σε έμμεσους τρόπους επίτευξης των σκοπών του, ιδιαίτερα όταν κυριαρχείται από φόβο ότι οι άλλοι τον περιγελούν ή ότι μπορούν να τον βλάψουν.
Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται να πρόκειται για το προφίλ μιας αντικοινωνικής ψυχοπαθητικής προσωπικότητας… Συμπερασματικά: οι ψυχωσικόμορφες εκδηλώσεις, η νόσος της ψυχωτικής διαταραχής όσο και της εξάρτησης από κανναβινοειδή (σ.σ.: όπως ο ίδιος ισχυρίζεται) κατά την περίοδο τέλεσης του αδικήματος για το οποίο και κατηγορείται δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν τέτοιου είδους διαταραχές συμπεριφοράς καθώς δεν αναφέρεται χρήση τόσο κάνναβης όσο και άλλων άλλων ναρκωτικών ουσιών. Αντίστοιχα, αναφέρεται λήψη φαρμακευτικής αγωγής η οποία και μείωνε την όλη ψυχωσικόμορφη συμπτωματολογία, την οποία και αναφέρει».
Η κατάθεση της μάνας
Την ίδια ώρα αίσθηση προκαλεί η κατάθεση που έχει δώσει η μητέρα της αδικοχαμένης φοιτήτριας. Όπως λέει: «Η Ελένη ήταν ένα πολύ καλό παιδί και πολύ χαμογελαστή, δοτική στην οικογένεια της και στους φίλους της και φιλότιμη. Μας λάτρευε όλη την οικογένεια. Ανέκαθεν είχαμε συχνή καθημερινή επικοινωνία όσο φοιτούσε στη Ρόδο. Εκείνες τις μέρες, τον Νοέμβριο, μιλούσαμε μαζί της καθημερινά. Τελευταία φορά μιλήσαμε την Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018. Ηταν καλά, ευδιάθετη και γελούσαμε. Μάλιστα, μου παρήγγειλε τα Χριστούγεννα να της κάνω και το αγαπημένο της φαγητό.
Θα ερχόταν τα Χριστούγεννα στο Διδυμότειχο μαζί με τη φίλη της, Α. Τη Δευτέρα και την Τρίτη της τηλεφωνούσε ο μπαμπάς της και δεν απαντούσε. Και την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή της τηλεφωνούσαμε και της στέλναμε μηνύματα. Την Παρασκευή, 30 Νοεμβρίου 20Ί 8, έστειλα έναν γνωστό μου στη Ρόδο να πάει στο σπίτι της να της χτυπήσει και να δει πού είναι. Ο άνθρωπος πήγε, χτύπησε και το διπλανό κουδούνι, δεν τη βρήκε. Απευθύνθηκε στη γραμματεία του Πανεπιστημίου, πήγε αυτοπροσώπως ο ίδιος αλλά δεν έμαθε κάτι. Η γραμματεία δεν γνώριζε. Το μεσημέρι, λοιπόν, της Παρασκευής τηλεφώνησα στην Ασφάλεια της Ρόδου να δηλώσω εξαφάνιση. Μας παρέπεμψαν στην Ασφάλεια του Διδυμοτείχου, πήγαμε με τον άντρα μου και δηλώσαμε την εξαφάνιση.
Την ίδια μέρα, το βράδυ, πληροφορηθήκαμε τον θάνατο της. Όταν η Ελένη έφυγε από το Διδυμότειχο ήταν ένα αγνό παιδί, απονήρευτο, δεν είχε καν σχέση. Από το 2017 και μετά το παιδί έκανε παρέες εμπιστευόταν κοπέλες που και αυτές πιθανότατα να είχαν υποστεί κάθε είδους βία, βιασμούς, εκβιασμούς και λοιπά και, μέσω αυτών των κοινών γνωστών, οι δράστες αυτοί φτάσανε στο δικό μου παιδί. Τον τελευταίο καιρό μου είχε πει ότι είχε κάνει σχέση με ένα παιδί από την Ιαλυσό, ήταν φοιτητής στη Λάρισα σε τμήμα ΤΕΙ σχετικά με ιατρικά, στοιχεία του άλλα δεν ξέρω, η φίλη της όμως ξέρει. Για τους δράστες αυτούς (σ.σ. της δολοφονίας της) δεν μου μίλησε ποτέ. Εγώ πιστεύω ότι το λάθος της ζωής της ήταν όταν έκανε παρέες με φίλες που στην πραγματικότητα δεν ήταν φίλες της. Μετά την κηδεία της Ελένης, η Α. μου είπε ότι την Ελένη την είχαν πιάσει τον Νοέμβριο του 2017 τρία άτομα.
Μου είπε επίσης ότι η Ελένη είχε επικοινωνήσει με τη μητέρα ενός από τους βιαστές της. Επίσης μου είπε ότι την Ελένη αυτοί την εκβίαζαν επειδή την είχαν βιντεοσκοπήσει και το παιδί φοβόταν για τη σωματική του ακεραιότητα. Ακόμα πιστεύω πως οι αστυνομικοί στους οποίους απευθύνθηκε η Ελένη δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους γιατί όταν το παιδί πήγε φοβισμένο να τους καταγγείλει τον βιασμό και τη βιντεοσκόπηση, ο αξιωματικός υπηρεσίας της είπε ότι πέρασε μια εβδομάδα και ότι δεν είχε νόημα να το καταγγείλει.
Για εμένα ο αστυνομικός αυτός είναι αγράμματος και ανενημέρωτος. Πιστεύω ότι όλοι συγκαλύπτουν εδώ στη Ρόδο. Γονείς, συγγενικά πρόσωπα, άτομα με διάφορα αξιώματα, ενδεχομένως αιρετοί. Δεν θέλω, βέβαια, να φανταστώ ότι κάποιοι μπορεί να χρηματίζονται. Δεν θέλω να ξαναπατήσω το πόδι μου σε αυτό το νησί. Τέλος, θέλω να σας καταθέσω ότι αυτοί, οι βιαστές της από τον Αρχάγγελο, πιθανότατα γνωρίζονταν με τον Λ. και τον Κ. Άρα, μιλάμε για μια καλοστημένη οργάνωση.
Πιστεύω ότι αυτοί όλοι ως ομάδα πιάσανε πάρα πολλά κορίτσια. Εγώ πιστεύω ότι οι γονείς του Κ. πήγαν στο εξοχικό στους Πεύκους την επόμενη μέρα, αφού τους είχε πει ο γιος τους τι είχε γίνει, και εξαφάνισαν τα στοιχεία. Πιστεύω ότι οι γονείς τους του Λ. και του Κ., είναι συνεργοί για να εξαφανίσουν τα επιβαρυντικά στοιχεία».