Εμπεριστατωμένη δικαστική έρευνα δεν αποδίδει ευθύνες στο Λιμενικό Σώμα, που λειτούργησε άψογα, την ώρα που ο Τσίπρας
και οι… λοιποί δικοί του έκαναν σόου στην ΤV για μη ύπαρξη θυμάτων…
Πολύς λόγος έγινε τελευταία για τις τεράστιες ευθύνες των διάφορων κρατικών αρχών (Πολιτική Προστασία, ΕΛ.ΑΣ., Πυροσβεστικό Σώμα κ.λπ.), αλλά και των πολιτικών εκείνης της εποχής, για το τραγικό απόγευμα της πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι Αττικής και το Κόκκινο Λιμανάκι, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 102 συνανθρώπων μας, αλλά και για τους χειρισμούς των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, ιδίως μετά τις αποκαλύψεις για τις πιέσεις και απειλές του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος Ματθαιόπουλου προς τον πραγματογνώμονα Δημήτριο Λιότσιο, τον αξιωματικό που είχε οριστεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών για να συντάξει πραγματογνωμοσύνη.
Ελάχιστα πράγματα έχουν γραφεί, ωστόσο, για την παράλληλη έρευνα που διενεργήθηκε από την Εισαγγελία του Ναυτοδικείου Πειραιά για τις ενδεχόμενες ευθύνες των λιμενικών και ιδίως των λιμενικών οργάνων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ραφήνας.
Ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου Πειραιά, μετά από έρευνα αρκετών μηνών, έβαλε στο αρχείο όλες τις μηνύσεις των πολιτών που είχαν στραφεί κατά οργάνων του Λιμενικού Σώματος για τη φερόμενη καθυστερημένη επέμβασή τους προς διάσωση όσων είχαν καταφύγει στις ακτές για να γλιτώσουν από τη φωτιά και το τρομακτικό θερμικό φορτίο, αλλά και όσων κινδύνευαν στη θάλασσα, όπου είχαν παρασυρθεί από τους ισχυρούς ανέμους.
Αρκετοί πολίτες είχαν υποβάλει μηνύσεις κατά του τότε Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, του Λιμενάρχη Ραφήνας, του υπευθύνου του Θαλάμου Επιχειρήσεων του Λιμενικού κ.ά., κατηγορώντας τους για καθυστερημένη αντίδραση, για μη διάθεση από την αρχή όλου του διαθέσιμου έμψυχου δυναμικού και των πλωτών μέσων, για μη σωστή κατανομή δυνάμεων, για μη χρησιμοποίηση ιπταμένων μέσων του Λιμενικού, αλλά και για τη μη αποτροπή των μεγάλων πλοίων της ακτοπλοΐας να προσεγγίζουν το λιμάνι της Ραφήνας και να αποβιβάζουν εκατοντάδες οχήματα και επιβάτες, ενέργεια η οποία, σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο χάος στο χάος που ήδη επικρατούσε στην περιοχή και είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των θυμάτων.
Η αρχειοθέτηση προκαλεί, οπωσδήποτε, δικαιολογημένη αγανάκτηση στις οικογένειες των θυμάτων, αν και, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες μας, η Πράξη αρχειοθέτησης του εισαγγελέα του Ναυτοδικείου είναι πολυσέλιδη και περιέχει πολλά αιτιολογικά στοιχεία. Με βάση τα ισχύοντα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στο Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, δεν θα πρέπει να διαπιστώθηκαν αξιόποινες πράξεις λιμενικών με συμμετοχή ιδιωτών, διαφορετικά η υπόθεση θα έπρεπε να είχε κριθεί για όλους, άρα και για τους λιμενικούς, από τις κοινές δικαστικές αρχές και όχι από τη στρατιωτική Δικαιοσύνη.
Οι πληροφορίες μας λένε επίσης ότι έχουν υποβληθεί προσφυγές κατά της Πράξης αρχειοθέτησης του Ναυτοδικείου, και όλη η δικογραφία έχει διαβιβαστεί για τελική κρίση στην Εισαγγελία του Αναθεωρητικού Στρατιωτικού Δικαστηρίου, το αντίστοιχο δηλαδή της Πολιτικής Εισαγγελίας Εφετών.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, από την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε με παραγγελία της Εισαγγελίας του Ναυτοδικείου προέκυψαν στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι, σε αντίθεση με αυτά που πιστεύει η κοινή γνώμη, αλλά και σε αντίθεση και με ό,τι έχει γίνει γνωστό μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το Λιμενικό τελικά λειτούργησε πολύ καλύτερα από τις άλλες υπηρεσίες του Ελληνικού κράτους εκείνο το τραγικό απόγευμα.
Η φωτιά ως γνωστό ξεκίνησε γύρω στις 16:30 της 23ης Ιουλίου 2018 στην περιοχή Νταού Πεντέλης. Οι δυνάμεις του Πυροσβεστικού Σώματος δεν κατόρθωσαν να ελέγξουν την πυρκαγιά στην περιοχή που εκδηλώθηκε, και στα αρχικά της στάδια και περί ώρα 17:20 έως 17:30 το ενιαίο μέτωπό της διασπάστηκε σε άλλα δύο μέτωπα και μάλιστα υπήρξε και πλευρική ανάπτυξη. Το πλέον επικίνδυνο και καταστροφικό μέτωπο κατευθύνθηκε ανεξέλεγκτα με πορεία βορειοανατολική προς τον Νέο Βουτζά, το Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι. Το μέτωπο αυτό πέρασε γύρω στις 17:30 την Ι.Μ. Παντοκράτορος Πεντέλης και εξαπλώθηκε προς Ν. Βουτζά, πέρασε δε τον οικισμό αυτό γύρω στις 18:00.
Από τον Ν. Βουτζά εξαπλώθηκε στο Μάτι, στο ύψος της προέκτασης της οδού Ισμήνης του Ν. Βουτζά προς την οδό Κυανής Ακτής του οικισμού Μάτι, περνώντας τη Λεωφ. Μαραθώνος στο σημείο αυτό γύρω στις 18:30. Στην ακτογραμμή στο Μάτι (παραλιακή Λεωφ. Ποσειδώνος) έφθασε μεταξύ των ωρών 18:45 και 19:00, αρχικά στο ύψος του ξενοδοχείου «Ramanda». Το ίδιο αυτό μέτωπο πέρασε τη Λεωφ. Μαραθώνος και εξαπλώθηκε προς το Κόκκινο Λιμανάκι περίπου στο ύψος της διασταύρωσης προς Ραφήνα, στον Ι.Ν. Αναλήψεως Ραφήνας, γύρω στις 18:45 και στο ύψος της Αγ. Βαρβάρας γύρω στις 19:20.
Η φωτιά κατασβέστηκε μόνη της όταν έφθασε στη θάλασσα λόγω μη ύπαρξης άλλης καύσιμης ύλης, αφού είχε προκαλέσει το απόλυτο χάος στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι, αφού είχε θανατώσει 102 συνανθρώπους μας και αφού είχε κυριολεκτικά υποχρεώσει χιλιάδες άτομα να καταφύγουν στις ακτές και να μπουν στη θάλασσα για να γλυτώσουν.
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η πρώτη ενημέρωση που είχε το Λιμεναρχείο Ραφήνας για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στις διπλανές περιοχές στο Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι, έλαβε χώρα στις 18:50 τηλεφωνικώς, από ιδιώτη που δεν έδωσε τα στοιχεία του και ανέφερε ότι υπήρχαν εγκλωβισμένοι πολίτες στις ακτές λόγω πυρκαγιάς, χωρίς να προσδιορίζει το σημείο. Μέχρι εκείνη την ώρα στο λιμάνι της Ραφήνας υπήρχε οσμή καπνού και παρουσία καπνού στον ορίζοντα, αλλά τόσο τα όργανα του Λιμεναρχείου όσο και οι επαγγελματίες ψαράδες και οι ιδιοκτήτες των άλλων σκαφών που βρίσκονταν στο λιμάνι, αλλά και οι επισκέπτες και οι επιβάτες που περίμεναν στο λιμάνι, θεωρούσαν ότι οι καπνοί προέρχονταν από τις φωτιές στην περιοχή του Νταού Πεντέλης και της Καλλιτεχνούπολης, για την οποία δεν γνώριζαν ότι έχει ξεφύγει προς τη θάλασσα.
Ούτε οι λιμενικοί, αλλά ούτε και κανείς από τους επαγγελματίες ψαράδες στο λιμάνι της Ραφήνας, με εμπειρία πολλών ετών στη θάλασσα και πολύ καλή γνώση της περιοχής, δεν είχαν καταλάβει τίποτε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το Λιμεναρχείο της Ραφήνας, όπως και ο Θάλαμος Επιχειρήσεων του Λιμενικού στο Αρχηγείο, μέχρι τις 18:50 δεν είχαν λάβει καμία πληροφόρηση για το ότι η πυρκαγιά είχε ξεφύγει προς Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι και είχε ήδη φθάσει στο παραλιακό μέτωπο, από κανέναν απολύτως άλλο δημόσιο φορέα ή υπηρεσία, ή από άλλη πηγή, ούτε και ζητήθηκε ποτέ η συνδρομή του Λιμενικού σε οργανωμένη εκκένωση πολιτών διά θαλάσσης ή προετοιμασία για κάτι τέτοιο.
Ο Λιμενάρχης Ραφήνας, μόλις πήρε την αρχική πληροφορία στις 18:50, κινητοποίησε αμέσως τα δύο πλωτά του Λιμεναρχείου (το ένα μάλιστα χρειάστηκε να έρθει από το Μαρκόπουλο όπου ήταν ελλιμενισμένο βάσει του πάγιου σχεδιασμού) και ειδοποίησε τον Θάλαμο Επιχειρήσεων του Αρχηγείου. Στη συνέχεια δόθηκε εντολή σε δύο μικρά εκπαιδευτικά φουσκωτά σκάφη που δραστηριοποιούνταν στον λιμένα Ραφήνας να μεταβούν στην περιοχή, μαζί με στελέχη του Λιμεναρχείου, για έλεγχο. Ούτως ή άλλως λόγω της μορφολογίας των ακτών της περιοχής, οι οποίες είναι βραχώδεις, με αβαθή ύδατα, διάσπαρτα βράχια, υφάλους και ξέρες, τα πλωτά του Λιμενικού ή άλλα ιδιωτικά σκάφη ανάλογου μεγέθους, όπως τα μεγαλύτερα αλιευτικά, δεν μπορούσαν λόγω του βυθίσματός τους να προσεγγίσουν για απευθείας απεγκλωβισμό και διάσωση όσων είχαν καταφέρει να φθάσουν στην ακτή. Για τον λόγο αυτό, τα μεγαλύτερα σκάφη χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως ενδιάμεσα σκάφη μετεπιβίβασης όσων διασώζονταν από τα μικρότερα σκάφη και μεταφοράς τους στο λιμάνι της Ραφήνας.
Δόθηκε επίσης εντολή να εφαρμοστεί το Σχέδιο Έκτακτης Ανάγκης του Λιμεναρχείου Ραφήνας για την κινητοποίηση και επίταξη των μικρού μεγέθους σκαφών του λιμένα Ραφήνας και των αλιευτικών, τα οποία θα μπορούσαν να αποπλεύσουν άμεσα και να βοηθήσουν τον κόσμο, τόσο λόγω του βυθίσματός τους το οποίο τους επέτρεπε να προσεγγίσουν τις ακτές, όσο και λόγω της καλής γνώσης της περιοχής που είχαν οι ιδιοκτήτες τους.
Αρχικά κινητοποιήθηκαν περίπου δεκαοκτώ σκάφη, ενώ συνολικά εκείνο το βράδυ και τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης κινητοποιήθηκαν περίπου σαράντα ιδιωτικά σκάφη διαφόρων μεγεθών και τύπων. Σε αρκετά από τα σκάφη αυτά ανέβηκαν λιμενικοί, για να βοηθούν και να συντονίζουν τις ενέργειες και να κατευθύνουν τους ιδιώτες.
Οι συνθήκες απεγκλωβισμού από τις ακτές και διάσωσης από τη θάλασσα ήταν πραγματικά δυσμενείς. Οι άνεμοι ήταν θυελλώδεις έως πολύ θυελλώδεις, ο κυματισμός υψηλός και υπήρχε πυκνός καπνός, ισχυρό θερμικό φορτίο κοντά στις ακτές και εξαιρετικά κακή ορατότητα. Οι άνεμοι άρχισαν να εξασθενούν ουσιαστικά από τις 22:30 και μετά, οπότε και οι επιχειρήσεις διάσωσης άρχισαν να γίνονται ευκολότερες.
Όλοι όσοι προσπαθούσαν να κάνουν διάσωση στις ακτές και τη θάλασσα είχαν πάρει εντολή να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, ώστε τα δεκάδες σκάφη που διατέθηκαν ή προσέτρεξαν σε βοήθεια να μην τραυματίσουν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο νερό και οι οποίοι ήταν εκατοντάδες. Από ό,τι προκύπτει από τη δικογραφία του Ναυτοδικείου, τελικά τέτοιου είδους τραυματισμός ή απώλεια αποφεύχθηκε.
Από τις 19:00 περίπου, που ξεκίνησε η προσπάθεια απεγκλωβισμού από τη θάλασσα και οι διασώσεις, μέχρι περίπου τις 20:00, ελάχιστα σκάφη είχαν καταφέρει να βγουν από το λιμάνι της Ραφήνας λόγω των θυελλωδών ανέμων και του έντονου κυματισμού. Για την ένταση των ανέμων, η Έκθεση του πραγματογνώμονα Δημ. Λιότσιου που υπάρχει στη δικογραφία αναφέρει ότι «…την ημέρα εκείνη έπνεαν θυελλώδεις άνεμοι, χαρακτηριζόμενοι ως “καταβάτες”, οι οποίοι θεωρούνται παγκοσμίως ως ο πιο επικίνδυνος παράγοντας για την εξάπλωση της δασικής πυρκαγιάς και χαρακτηρίζονται από μεγάλη ταχύτητα κοντά στην επιφάνεια, οδηγώντας σε σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας … οι ριπές ανέμου που καταγράφηκαν στις 23/7 ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί σε καλοκαιρινούς μήνες κατά την τελευταία οκταετία».
Για τα μεγάλα σκάφη της ακτοπλοΐας, επειδή αυτά ακολουθούσαν πορείες που δεν επηρέαζαν τις διασώσεις στις ακτές και δεν φαινόταν να αποτελούν κίνδυνο για τους ανθρώπους στη θάλασσα και για τα μικρά σκάφη που έπλεαν προς διάσωση κοντά στις ακτές ή στην ανοικτή θάλασσα αλλά σε μικρή απόσταση από τις ακτές, το Λιμεναρχείο αποφάσισε να μην απαγορεύσει τον κατάπλου. Ενημερώθηκε γι’ αυτό και ο Θάλαμος Επιχειρήσεων που συμφώνησε και μάλιστα διέταξε τα σκάφη αυτά να προσεγγίσουν με ιδιαίτερη προσοχή και τη μικρότερη δυνατή ταχύτητα και να χρησιμοποιήσουν τα σωστικά τους μέσα για διασώσεις ανθρώπων στη θάλασσα. Τελικά, απ’ ό,τι φαίνεται από τη δικογραφία, τα μεγάλα πλοία διέσωσαν εκείνο το βράδυ δεκατέσσερα άτομα.
Όσο περνούσε η ώρα, ο Θάλαμος επιχειρήσεων έστελνε στο Μάτι κάθε διαθέσιμο πλωτό του Λιμενικού, και έτσι τις επόμενες ώρες ο αριθμός τους ξεπέρασε τα δέκα σκάφη συνολικά.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες και παρά το γενικότερο χάος που επικρατούσε, το Λιμενικό, με τη συνδρομή των δεκάδων σκαφών των ιδιωτών τα οποία συντονίζονταν από το Λιμεναρχείο Ραφήνας, διέσωσε τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες της 23ης Ιουλίου και τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης ημέρας, πάνω από 720 άτομα, είτε από τις ακτές είτε μέσα από τη θάλασσα. Τα άτομα αυτά μεταφέρονταν σε δύο σταθμούς υποδοχής στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου τους δίδονταν πρώτες βοήθειες και ιατρική συνδρομή, καταγράφονταν, τους χορηγούνταν κουβέρτες, νερό κ.λπ. και στη συνέχεια οδηγούνταν σε σημεία που είχαν καθοριστεί από τον Δήμο ή την Πολιτική Προστασία.
Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η Μονάδα Υποβρυχίων Αποστολών του Λιμενικού κινητοποιήθηκε άμεσα, παρά τις κατηγορίες για το αντίθετο. Όσον αφορά τα εναέρια μέσα του Λιμενικού, αεροσκάφη και ελικόπτερα, τη συγκεκριμένη ημέρα λόγω των θυελλωδών ανέμων και των καιρικών συνθηκών γενικότερα, θα ήταν αδύνατο να πετάξουν, ακόμη και εάν είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο. Πάντως τις βραδινές ώρες της 23ης Ιουλίου δόθηκε εντολή ετοιμότητας απογείωσης με το πρώτο φως της επομένης σε ελικόπτερα και αεροσκάφη του Λιμενικού, για συνδρομή στην έρευνα για τον εντοπισμό αγνοουμένων στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Ραφήνας, πράγμα το οποίο έγινε κατά τις τρεις επόμενες ημέρες.
Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ότι ακόμη και στην Έκθεση του πραγματογνώμονα Ανδριανού Γκουρμπάτση (πρώην Υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος), τον οποίο διόρισαν ως τεχνικό σύμβουλο οι οικογένειες των θυμάτων, δεν καταλογίζονται ευθύνες στο Λιμενικό Σώμα και στο Λιμεναρχείο Ραφήνας για τον τρόπο που έδρασαν εκείνο το βράδυ. Αλλά ούτε και στην Έκθεση του πραγματογνώμονα Δημ. Λιότσιου, που διορίστηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, καταλογίζονται ευθύνες στο Λιμενικό. Ο πραγματογνώμονας αυτός δέχεται ότι το σύστημα εκείνο το απόγευμα απέτυχε στο επίπεδο της Πολιτικής Προστασίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και της ΕΛ.ΑΣ., και ότι «το Λιμενικό Σώμα ειδοποιήθηκε να συνδράμει όταν ήδη είχαν εισχωρήσει άνθρωποι στη θάλασσα περί ώρα 18:50» και ότι «…κανένας Φορέας ή Αρχή προφορικά ή/και εγγράφως δεν είχε αιτηθεί από το Λιμενικό τη συνδρομή με οποιοδήποτε τρόπο…».
Με βάση τα παραπάνω εκτεθέντα γίνεται σαφές ότι το Λιμενικό Σώμα βρίσκεται εκτός κάδρου ευθυνών, σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία, την Αυτοδιοίκηση, και τε μεγάλα κεφάλια της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας, που ψάχνουν «φωλιά» για να κρυφτούν «παίζοντας καθυστέρηση» με ανακριτές τύπου Μαρνέρη…
iapopsi.gr