Μάχη Κιλκίς-Λαχανά: Η «τρέλα των Ελλήνων» σταμάτησε τον βουλγαρικό επεκτατισμό και τον πέταξε διά παντός εκτός Μακεδονίας
Το ημερολόγιο έγραφε 21η Ιουνίου 1913 όταν διεξήχθη η πιο αποφασιστική και δυστυχώς η πιο αιματηρή για τους Έλληνες μάχη των Β’ Βαλκανικών πολέμων που καθόρισε το μέλλον των βόρειων συνόρων της χώρας μας.
Ήταν η μάχη που ο στρατηγός των Βουλγάρων Νικόλα Ιβανόφ αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως παρόλο που τα είχε προβλέψει όλα, κάτι του είχε διαφύγει… «η τρέλα των Ελλήνων»!
Αυτός ο αστάθμητος παράγοντας λοιπόν, «η τρέλα των Ελλήνων», ήταν εκείνος που νίκησε τους Πέρσες στον Μαραθώνα, ήταν εκείνος που έκανε τον Λακεδαιμόνιο Λεωνίδα με την 300μελή φρουρά του να μείνουν για να φυλάξουν τα στενά των Θερμοπυλών παρότι ήξεραν πως τα προγνωστικά ήταν εναντίον τους, ήταν ο ίδιος που έκανε τον Αλέξανδρο να ξεκινήσει τη μεγάλη εκστρατεία του ενάντια των Περσών κατακτώντας σχεδόν ολόκληρη την μέχρι τότε γνωστή οικουμένη. Η ίδια τρέλα ήταν που όπλιζε τα χέρια των οπλαρχηγών του ’21 αποτινάσσοντας δεσμά τεσσάρων αιώνων στον Μωριά και στη Ρούμελη και λαμπάδιαζε με τα μπουρλότα των νησιωτών μας τον τουρκικό στόλο στις θάλασσές μας.
Με αυτήν την καλώς εννοούμενη τρέλα λοιπόν χιλιάδες νέοι άνθρωποι από όλη την Ελλάδα βρέθηκαν το καλοκαίρι του 1913 στο Κιλκίς, στην πόλη που όπως «χιουμοριστικά» λένε σήμερα κάποιοι με ελαφρά τη καρδία –και τω πνεύματι ας μας επιτραπεί να συμπληρώσουμε– πως «δεν υπάρχει», μάλλον γιατί αγνοούν την ιστορία της και τη θυσία όλων αυτών που την έκαναν να υπάρχει και να μιλάει ελληνικά. Οι Βούλγαροι δεν είχαν χωνέψει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912, ημέρα γιορτής του πολιούχου της. Η Θεσσαλονίκη ήταν γι’ αυτούς το «μεγάλο μήλο» κι ο εμμονικός τους πόθος. Την ίδια μέρα λοιπόν που ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε τη Θεσσαλονίκη με τους χιλιάδες Έλληνες κατοίκους της να του επιφυλάσσουν ενθουσιώδη υποδοχή, οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Κιλκίς –το Κουκούς όπως το έλεγαν– για να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο καθότι το Κιλκίς απέχει μόλις 45 χλμ., βόρεια από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας.
Το Κιλκίς κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα είχε γίνει άντρο των κομιτατζήδων και είχε απωλέσει την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού καθώς στις αρχές του 20ού αι., είχαν απομείνει μόλις τριάντα ελληνικές οικογένειες.
Όλον αυτόν τον καιρό, δηλαδή από την κατάληψή του, τον Οκτώβρη του 1912, μέχρι και τις παραμονές της καθοριστικής μάχης του Κιλκίς τον Ιούνιο του 1913, οκτώ ολόκληρους μήνες, ο βουλγαρικός στρατός κατασκεύαζε οχυρωματικά έργα προκειμένου να κρατήσει τη γραμμή Σερρών-Σιδηροκάστρου-Δοϊράνης-Γευγελής και να εξασφαλίσει τη χρηστικότητα των γεφυρών του Στρυμόνα οι οποίες ήταν ζωτικής σημασίας για τον ανεφοδιασμό του αλλά και για την οπισθοχώρησή του εάν χρειαζόταν. Τα οχυρωματικά αυτά έργα που δημιουργούσαν μια αμυντική γραμμή για τους Βουλγάρους, εκτείνονταν από την τοποθεσία Καλίνοβο (το χωριό Σουλτουγιαννέικα1 που απέχει 20 χλμ., από το Κιλκίς) μέχρι και το χωριό Λαχανάς του Λαγκαδά.
Στις 17 Ιουνίου η δεύτερη από τις πέντε συνολικά βουλγαρικές στρατιές που επιδίωκε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, εγκαθίσταται στη γραμμή Κιλκίς-Λαχανά. Ο ελληνικός στρατός «διαβάζοντας» τον απώτερο σκοπό αυτής της κίνησης, απαντάει με επίθεση στην περιοχή του Λαχανά με δύο μεραρχίες του και στέλνει το κυριότερο μέρος των δυνάμεών του στο Κιλκίς ώστε να αποκρούσουν τις βουλγαρικές δυνάμεις που είχαν το πλεονέκτημα λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της μακρόχρονης προετοιμασίας. Έτσι λοιπόν το πρωί της 19ης Ιουνίου 1913 η 1η και η 6η Μεραρχία του ελληνικού Στρατού με διοικητές τον αντιστράτηγο Μανουσογιαννάκη και τον συνταγματάρχη Δελαγραμμάτικα αντιστοίχως πραγματοποίησαν επίθεση στην περιοχή Λαχανά. Η 2η Μεραρχία με διοικητή τον αντιστράτηγο Καλλάρη, η 3η με τον υποστράτηγο Δαμιανό, η 4η με τον υποστράτηγο Μοσχόπουλο και η 5η με τον συνταγματάρχη Γεννάδη επιτέθηκαν στα βουλγαρικά στρατεύματα που είχαν στρατοπεδεύσει στο Κιλκίς ενώ η 10η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο έδρασε στην περιοχή του Καλίνοβου. Η ταξιαρχία του ιππικού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλου ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του Καλίνοβου και του Κιλκίς.
Οι Βούλγαροι σκοπευτές βρισκόμενοι σε πλεονεκτική θέση καθώς ήταν προστατευμένοι μέσα στα οχυρωματικά έργα και σε υψηλότερες θέσεις από το ελληνικό στράτευμα έβαλλαν μεθοδικά εναντίον των Ελλήνων αξιωματικών που λόγω του απογυμνωμένου γεωφυσικού ανάγλυφου, ήταν εκτεθειμένοι. Έτσι από την αρχή της μάχης θυσιάστηκε μεγάλος αριθμός αξιωματικών, γεγονός που τους έκανε να ξηλώσουν τα διακριτικά από τις στολές τους ώστε να μην στοχοποιούνται από τους αντίπαλους σκοπευτές.
Στη μάχη αυτήν τραυματίστηκε σοβαρά με δύο σφαίρες στο πόδι ο μεγάλος μας λογοτέχνης και συγγραφέας του έργου «Η Ζωή εν τάφω» από τη Συκαμιά της Λέσβου Στρατής Μυριβήλης.
Μαζί με τον Μυριβήλη πολέμησε στην ίδια μάχη ο Βασίλης Ρώτας καθώς και ο Νίκος Καρβούνης. Το πείσμα των Ελλήνων και η αποφασιστικότητά τους να εξαλείψουν ολοκληρωτικά τον βουλγάρικο μεγαλοϊδεατισμό ήταν καθοριστικά για την έκβαση της Μάχης η οποία γινόταν στα τελευταία στάδια σώμα με σώμα με τις ξιφολόγχες και με τη δύναμη της ψυχής τους. Έτσι το βράδυ της 20ης Ιουνίου ο ελληνικός στρατός απείχε μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις προστατευμένες θέσεις των Βουλγάρων. Ξημέρωνε η 21η Ιουνίου… δείτε εδώ